Ο
υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος για
τις κινητοποιήσεις που έχουν αποφασίσει οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης από την Δευτέρα επεσήμανε
πως «χώρος της Παιδείας είναι ένας χώρος όπου πρέπει να έχει ομαλότητα και να
γίνεται διάλογος που να καταλήγει σε συναίνεση» ενώ προέτρεψε «Ας αφήσουμε έξω
τα παιδιά από αυτή την ιστορία, ας δούμε όλα τα άλλα πεδία πολιτικής
αντιπαράθεσης».
Τέτοιες δηλώσεις προϋποθέτουν ότι το σχολείο
είναι ένας χώρος ουδέτερος που δεν επηρεάζεται από κοινωνικές συγκρούσεις και είναι υπεράνω ταξικών διαιρέσεων. Μόνο που η εκπαιδευτική
διαδικασία, το σχολείο συνδέεται άρρηκτα με τους υπόλοιπους τομείς του
κοινωνικού συστήματος, και η δυναμική
που αποκτούν ενέργειες και δράσεις μέσα
στην κοινωνία αντανακλώνται σ’ αυτό.
Όταν
πριν περίπου μισό αιώνα αναπτύχτηκε στη Δύση ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκπαίδευση
των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αυτό συνέβη γιατί οι Δυτικοί μετά το σοκ
που προκλήθηκε από την εκτόξευση στο διάστημα του διαστημοπλοίου sputnik I από τη
Σοβιετική Ενωση κατάλαβαν ότι δεν θα μπορούσαν να τους συναγωνιστούν αν ένα
μεγάλο μέρος των λαών τους είχε πολύ χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και ότι καλύτερη
εκπαίδευση για περισσότερους ανθρώπους
σήμαινε αύξηση της αποδοτικότητας
και ενίσχυση της οικονομίας τους. Ακόμα και
η προσπάθεια για να απαλειφτούν οι
επιδράσεις που δέχονταν τα παιδιά των
κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων από το κοινωνικό τους περιβάλλον κι ήταν
αποτρεπτικές για την εξέλιξη της ικανότητας της σχολικής επίδοσης ήταν ένα όπλο για εξουδετέρωση του κοινωνικού δυναμίτη,
δηλ. ταραχών, ανεργίας, εγκληματικότητας νέων κλπ που απειλούσε να καταστρέψει
την κοινωνική ισορροπία, επιτυγχάνοντας έτσι αύξηση της αποδοτικότητας και
κοινωνική προσαρμογή.
Κι εύκολα
ενστερνιστήκαμε τα ιδεολογικά κηρύγματα για κοινωνική ισότητα, για ισότητα
ευκαιριών προσβάσεων στην εκπαίδευση για δημοκρατικοποίησή της όπου δεν θα αποκλείεται
κανένας, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης. Το σχολείο θεωρείται ότι είναι ένα ουδέτερο όργανο για κοινωνική επιλογή,
ανταποκρινόμενο στη δημοκρατική απαίτηση
για ίσες κοινωνικές ευκαιρίες, που στηρίζεται στην κοινωνική δύναμη της
μόρφωσης, εφόσον στη δημοκρατική κοινωνία μας τα αξιολογικά κριτήρια για την κατάληψη κοινωνικών θέσεων γίνονται
με βάση όχι την καταγωγή, αλλά σύμφωνα
με τις προσωπικές επιδόσεις του κάθε ατόμου. Αυτή η αντίληψη για το σκοπό του σχολείου απαλλάσσει το
σχολείο από το να συνδέεται άμεσα μόνο με ορισμένες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες
έχουν αποκλειστικό δικαίωμα τη μόρφωση, και
να θεωρείται ότι αποτελεί το ίδιο έναν
ελεύθερο χώρο κοινωνικών σχέσεων κυριαρχίας. Και καταλήγει το σχολείο να γίνεται
αποδεκτό σαν ένας πρωταρχικός
αποφασιστικός και σχεδόν ο μοναδικός
κοινωνικός θεσμός για εξασφάλιση θέσης και κοινωνικής αναγνώρισης του ατόμου
στην κοινωνία, ένας θεσμός δηλ. διαρκούς
εξασφάλισης ίσων κοινωνικών ευκαιριών.
Κι έτσι εδραιώνεται
η πεποίθηση ότι το σχολικό μας σύστημα
δεν έχει σαν κριτήριο επιλογής την κοινωνική προέλευση αλλά την προσωπική ικανότητα. Παρά ταύτα όμως το σχολικό σύστημα λειτουργεί κατά τέτοιο
τρόπο ώστε να κάνει την επιλογή του δικαιολογημένα και αθόρυβα βέβαια με κριτήρια κοινωνικά, που σημαίνει
κυρίως ταξικά. Γιατί βεβαίως και δεν υπάρχουν θεσμοθετημένες ταξικές διακρίσεις και
η εκπαίδευση θεσμικά ήταν πάντα
δημοκρατική, και πάντοτε θεσμικά όλοι
είχαν τις ίδιες πιθανότητες αυτό όμως που είναι ζητούμενο είναι κατά πόσο
η θεσμοθετημένη ισότητα ευκαιριών είναι και ουσία, γιατί σημειώνεται εμπλοκή σε
άλλους παράγοντες, π.χ. τι γίνεται με την ισότητα συνθηκών; Εξάλλου οι γνώσεις που προσφέρονται στο
σχολείο είναι μια γνώση που επιλέγεται,
αξιολογείται και οργανώνεται σύμφωνα με κριτήρια κοινωνικού χαρακτήρα. Οι
κυρίαρχες κοινωνικά δυνάμεις που ελέγχουν και την εκπαίδευση διαλέγουν
αξιολογούν και οργανώνουν το περιεχόμενο σπουδών με βάση τα δικά τους κριτήρια αποκλείοντας
ταυτόχρονα ό,τι δεν αντιστοιχεί στις
κοινωνικές τους επιδιώξεις και εμφανίζοντας τελικά το δικό τους πρόγραμμα ως
κοινά αποδεκτό τόσο επιστημολογικά όσο και κοινωνικά. Το σχολικό πρόγραμμα σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης
χαρακτηρίζεται ως ισχύον, αφού τη δύναμή
του την αντλεί διαμέσου της κρατικής εξουσίας από τις κοινωνικά κυρίαρχες
δυνάμεις. Και τελικά ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας γίνεται με τη βοήθεια των σχολικών μηχανισμών που έχει
σαν άμεση συνέπεια την αναπαραγωγή των κοινωνικών κατηγοριών. Ταξική η
κοινωνία, ταξική κι η εκπαίδευση.
Δεν
μπορεί λοιπόν να είναι ο χώρος της εκπαίδευσης ένας χώρος συναίνεσης στο περιθώρια των πολιτικών
και κοινωνικών συγκρούσεων. Γιατί ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που
διανύουμε, όλο και περισσότερο αποκαλύπτεται ότι ο μηχανισμός λειτουργίας του
σχολείου ανταποκρίνεται στους στόχους της κυρίαρχης τάξης (ανταγωνιστικότητα,
αποδοτικότητα, επιδίωξη κέρδους κλπ) και μάλιστα λειτουργεί έτσι ώστε το κοινωνικό περιβάλλον του
σχολείου να κυριαρχείται από ορισμένες αξίες σύμφωνα με τις οποίες παιδιά με
άλλες κοινωνικές αξίες να πρέπει να αποτύχουν. Στη σημερινή μάλιστα συγκυρία της κρίσης οι αλλαγές οι οποίες
προωθούνται στην εκπαίδευση αποκαλύπτουν
τόσο την ψεύτικη ουδετερότητα των σχολικών τρόπων κρίσης μεταξύ κοινωνικών
προσδοκιών και κοινωνικής εξέλιξης όσο και το βασικό στόχο που είναι η
αναπαραγωγή των κοινωνικοοικονομικών τάξεων μέσω της παιδείας ή της έλλειψής της. Κι αυτό αφορά το σύνολο των εργαζομένων ή
τουλάχιστον αυτών που δεν φαντασιώνονται ότι μοιράζονται την εξουσία με την
άρχουσα τάξη. Ο χώρος λοιπόν της εκπαίδευσης είναι και πεδίο σύγκρουσης, ακόμα
κι όταν στις εποχές της σοσιαλδημοκρατίας οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της υπόσχονταν να πλησιάσουν όσο είναι δυνατό τα
ιδεώδη της εκπαίδευσης στο επίπεδο της
δυνατότητας ίσων ευκαιριών.
Γι΄ αυτό κι αναρωτιέται κανείς αν οι εκπαιδευτικοί, με την
αυριανή απεργία τους, είναι αποφασισμένοι για ρήξη, ακόμα κι αν αυτή ξεκινά, όπως και άλλων κλάδων, με αιτήματα που μοιάζει να αφορούν τον κλάδο τους. Κι αυτό θα φανεί εφόσον επαληθευτούν στην πράξη οι διαβεβαιώσεις τους για αγωνιστική
διάθεση και αποφασιστικότητα με τη μαζική και αδιάλειπτη συμμετοχή τους σ’ αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου