Το νέο
ρεκόρ που κατέγραψε η ανεργία στην Ελλάδα, τον Ιούνιο του 2013 εκτοξεύθηκε στο
27,9%, επιβεβαιώνει ότι όλο το βάρος της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος όπως
εκδηλώνεται στην Ελλάδα, η κυρίαρχη τάξη το ρίχνει στην εργατική τάξη και στα
μεσαία και μικρά αστικά στρώματα του πληθυσμού. Η οικονομική λοιπόν κρίση με τις
ολέθριες συνέπειές της στις υποτελείς τάξεις έχει άμεσο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στη φτώχεια τους και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Στην πραγματικότητα έχει ξεκινήσει ένας ταξικός
πόλεμος άγριος κι αδυσώπητος που οι υποτελείς τάξεις ενώ βιώνουν τις συνέπειές
του δεν τον αναγνωρίζουν ακόμα σαν τέτοιο.
Ταξικά
συμφέροντα εξυπηρετούσε και ο β παγκόσμιος πόλεμος που πριν από εβδομήντα και χρόνια ξεκίνησαν τα φασιστικά καθεστώτα της Ευρώπης που
εκφράζανε και εξυπηρετούσαν τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις του κεφαλαίου. Στην
περιγραφή που, πριν 71 χρόνια, κάνει ο Δ. Γληνός για τις συνθήκες που βίωνε ο λαός μετά την νίκη των ναζιστών στο
«Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» περιγράφοντας την «Αγωνία ενός λαού» ποιες ομοιότητες
αναγνωρίζουμε;
«Απέναντι σ’
αυτή τη φοβερή συμφορά, την άγρια μπόρα που ξέσπασε πάνω στη χώρα μας και
καταβασανίζει το λαό μας, ποια είναι η στάση
του λαού; Πώς αντιμετωπίζει ο λαός τα χτυπήματα που αναταράζουν όλη του
τη ζωή; Από τη μια μεριά τα χτυπήματα της τυραννίας των ξένων καταχτητών, την αρπαγή του ψωμιού του, την ολόπλευρη
στέρηση των μέσων της ζωής του, την αβεβαιότητα, τη μαύρη έγνοια που τον
κατατρώγει την πάσαν ημέρα, το θάνατο που τον τριγυρίζει με χίλιες μορφές την
κάθε στιγμή; Και από την άλλη μεριά τα χτυπήματα της προδοσίας, την άγρια και
αχόρταγη μανία της κερδοσκοπίας, την αισχρή συνωμοσία των εκμεταλλευτών της δυστυχίας
του;
Από τη μια στιγμή στην άλλη, όλα τα στρώματα του λαού μας είδανε
να αναποδογυρίζεται και να γκρεμίζεται γύρω τους το οικοδόμημα της ζωής τους. Ο
εργάτης έχασε τα δουλειά του, βρέθηκε στο δρόμο απένταρος. Μα και όποιος
είχε δουλειά, το μεροκάματό του έγινε με
μιας μηδενικό των μηδενικών. ¨Ο,τι
κέρδιζε όλο το μήνα δεν του έφτανε
πια για να ζήσει ούτε μιαν ημέρα. Αν πρωτύτερα μπορούσε να τρώει αυτός και τα παιδιά του ένα κομμάτι ψωμί,
λίγες ελιές, λίγα χορταρικά, τώρα χάθηκε και το ψωμί και η ελιά και το χόρτο.
Το σκληρό μονοπάτι που βάδιζε πάντα, έγινε τώρα δρόμος μαρτυρίου, που οδηγούσε
κι αυτόν και τη γυναίκα του και τα
παιδιά του κατευθείαν στο νεκροταφείο. Στην ίδια θέση βρέθηκαν όλοι οι
μισθωτοί. Ο ιδιωτικός και δημόσιος υπάλληλος, ο τραγικός αυτός αιώνιος ακροβάτης ανάμεσα στην πείνα και στην κοινωνική αξιοπρέπεια, έχασε κάθε
ισορροπία. Το κρυφό μαρτύριό τους έγινε
τώρα πια φανερό. Σιγά σιγά αποσκελετώθηκε αυτός και η φαμελιά του. Τα ρούχα του
κυλάν από πάνω του, το πρόσωπό του εσούρωσε. Όλοι γέρασαν με μιας και στα μάτια
τους ζωγραφίστηκε η μαύρη έγνοια και η αγωνία η θανάσιμη. Η διάσταση ανάμεσα
στο εισόδημα και στα πιο απαραίτητα έξοδα της ζωής έγινε τρομαχτική. ¨Ολος ο
μισθός δε φτάνει για να αγοράσει τα τρόφιμα δέκα ημερών, πέντε ημερών, τριών
ημερών, μιας ημέρας. Όλος ο μισθός ενός μηνός δε φτάνει για να περάσει ένα
ζευγάρι σόλες στα τρύπια παπούτσια του! Και για το μισθωτό, λοιπόν, άνοιξε
πλατύς ο δρόμος του νεκροταφείου, η μαύρη πύλη του θανάτου από μαρασμό, που
καταπίνει τα παιδιά του, τους γονιούς
του, τη γυναίκα του και αυτόν τον ίδιο. Οι συνταξιούχοι πολιτικοί και
στρατιωτικοί και τα θύματα των πολέμων έπαθαν χειρότερα. Οι μικροί και μεσαίοι
εισοδηματίες και πολλοί, γλυκά αποκοιμισμένοι απάνω στο μαλακό προσκέφαλο της εξασφαλισμένης
ζωής, ξύπνησαν τραγικά μπροστά στο τρομαχτικό φάσμα της πείνας.
Και όλοι αυτοί, εργάτες, υπάλληλοι,
επαγγελματίες, βιοτέχνες, εισοδηματίες, που άνοιξε με μιας βαθύς ο λάκκος μπροστά τους, άρχισαν να ξεπουλάνε ό, τι
βρισκόταν σπίτι τους. Δαχτυλίδια, βέρες,
ρολόγια, έπιπλα, χαλιά, τεντζερέδια, πιατικά, παπλώματα, κουβέρτες, ρουχισμός
πήρανε το δρόμο της αγοράς. Κάθε μικροοικονομία εξανεμίστηκε(…)
Τα ίδια και χειρότερα
γίνονται στα χωριά, μ΄ όλη τη φαινομενική υπερτίμηση των αγροτικών προϊόντων
και το φαινομενικό πλούτο που συσσωρεύεται στις κασσέλες μερικών αγροτών. Εδώ
βέβαια φάνηκε στην αρχή σα να ήρθε αναπάντεχα ο χρυσός αιώνας. Οι χωριάτες
είδανε με μιας να τρέχουνε τα χιλιάρικα μέσα στο σπιτικό τους, να μπαίνουνε από
τις πόρτες και τα παράθυρα τα λεφτά, και να χρυσοπουλιέται το σιτάρι τους, το
καλαμπόκι τους, το λαχανικό τους, η πατάτα τους, η ελιά τους, το κρασί τους, το
τυρί τους, το γάλα τους. Πίστεψαν πως τώρα μπορούνε κι’ αυτοί να ξεχρεώσουν τα
χτήματά τους, ν’ αγοράσουνε κι άλλα
χτήματα, ν’ αγοράσουνε σπίτια στις πολιτείες(…) Σιγά- σιγά όμως άρχισαν να βλέπουν να λυώνει μπροστά στα μάτια τους ο θησαυρός(…) Δεν έχουν γάλα, δεν έχουνε αυγό
να φάνε. Και ήρθε και το κράτος να τους πάρει κα τα γεννήματα με τη βοήθεια των
καραμπινιέρων. Στο τέλος στερήθηκαν και το
ψωμί. Δεκάδες πεθαίνουν οι φτωχοί χωριάτες από πείνα, γυμνοί και ξυπόλητοι περπατάνε. Και στο τέλος τέλος
και κείνοι που έχουν σωριασμένα τα χιλιάρικα στις κασέλες τους θα ιδούνε πως
δεν θα μπορούν ούτε στο τοίχο να τα κολλήσουνε για ταπετσαρία γιατί θα τους λείπει
η κόλλα. Είναι κοινή η συμφορά για όλους κι ας μη μας ξεγελάει ο Νιαγάρας του
χαρτιού. Τα πραγματικά αγαθά, τα προϊόντα μας, ό,τι έχουμε υλικό αγαθό, αυτό
εξατμίζεται, φεύγει, πάει στα ξένα χέρια και σε ξένες κοιλιές.(…)
Και κανένας μας αληθινά δεν ξεγελιέται.
Απέναντι σ’ αυτή τη μαύρη δυστυχία, που μας έρριξαν, και που ο μόνος σκοπός τους
είναι να την μονιμοποιήσουν, μια και μόνη είναι η ψυχική στάση του λαού μας απ΄
άκρη σ’ άκρη, εξόν από τους προδότες και τα τσακάλια. Μίσος άγριο κι άρνηση
απόλυτη!
Οι
ξένοι καταχτητές και οι ντόπιοι αιματορουφηχτάδες ένα σκοπό έχουνε: Να μας λυγίσουν
τις ψυχές κάτω από τα χτυπήματα της συμφοράς, να σπάσουνε τα ζωτικά νεύρα της ζωής
μας, να τσακίσουν την ψυχική μας αντίσταση, να μας κάνουνε να δεχτούμε τη μαύρη
μοίρα να μας ρίξουνε στην απελπισία και
στη μοιρολατρεία(…)
Ο λαός που
τσακίζεται από την υπέρτερη βία για μια στιγμή, δεν είναι ακόμα σκλάβος.
Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά
δέχεται τη σκλαβιά(…)»
Δ. Γληνού, εκλεκτές σελίδες,
τόμος τέταρτος, εκδ. Στοχαστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου