Άλλη μια… μάχη δίνεται, όπως
επιβεβαιώνεται και από τον υπουργό Οικονομικών Στουρνάρα, για το μέλλον των
αμυντικών συτημάτων της χώρας, που παραδέχτηκε ότι όχι μόνο η διαπραγμάτευση
με την τρόικα είναι «πολύ δύσκολη», αλλά και ότι ΕΑΣ, ΕΛΒΟ και ΛΑΡΚΟ είναι «μη
βιώσιμες», προσθέτοντας στο φορολογούμενο γύρω στα 150 εκατ. ευρώ το χρόνο. Η
δε αναπληρώτρια υπουργός Εθνικής Άμυνας Φώφη Γεννηματά, του πάλαι ποτέ
σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ, γνωστοποίησε ότι η τρόικα απέρριψε, με email προς το
ΥΠΟΙΚ, την ελληνική πρόταση για εκκαθάρισή τους εν λειτουργία και αντιπρότεινε κλείσιμό τους, χωρίς την αποζημίωση των
εργαζομένων.
Και να
φανταστεί κανείς ότι αυτή η ίδια πολιτική τάξη, που κλείνει τώρα ως ασύμφορες τις
πολεμικές βιομηχανίες, αφού ήδη έχουν
μετατραπεί σε φαντάσματα, πριν είκοσι
και κάτι χρόνια προπαγάνδιζε ότι η πολεμική βιομηχανία είναι η ατμομηχανή που θα σύρει πίσω της μια νέα
ευημερία, προσπαθώντας να λουστράρει τα
θαμπωμένα αναπτυξιακά οράματα του
αστισμού. Όλοι σχεδόν μάλιστα οι οραματιστές της καπιταλιστικής ανάπτυξης
συμφωνούσαν τότε ότι με την πολεμική
βιομηχανία θα προχωρούσε η Ελλάδα στη
δημιουργία της δικής της τεχνολογίας, γιατί η πολεμική βιομηχανία αποτελούσε το μοχλό που επιτάχυνε την
εισαγωγή τεχνολογίας και την
καπιταλιστική αναδιάρθρωση και σε άλλους κλάδους της παραγωγής, ενώ θα έδινε ευκαιρίες στην οικονομία της χώρας να
αναπτυχτεί. Επαιρόμαστε μάλιστα ότι εφόσον η θέση της Ελλάδας στην
ιμπεριαλιστική αλυσίδα αναβαθμιζόταν με την ένταξη στην ΕΟΚ, με την διεκδίκηση
μιας καλύτερης θέσης στα πλαίσια πάντα του ΝΑΤΟ ήταν αναγκαία και η δημιουργία της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Μάλιστα η
αυτοδυναμία στο τομέα του αμυντικού
εξοπλισμού θεωρούνταν ένα σημαντικό
βήμα για αποδέσμευση από την απόλυτη εξάρτηση από ξένους προμηθευτές
όπλων, η οποία συνεπαγόταν φαλκίδευση της εθνικής ανεξαρτησίας. Και φυσικά αυτή
η εθνική ανεξαρτησία συνεπαγόταν και θυσίες: θυσίες οικονομικές, όταν
απαιτούνται εξορθολογιστικοί χειρισμοί για να μεταφερθούν πόροι από άλλες
βιομηχανίες στις πολλά τότε υποσχόμενες πολεμικές, που σημαίνει απολύσεις,
κλεισίματα, περικοπές. Απαιτούνταν όμως και θυσίες πολιτικές, καθώς οι νέες
βιομηχανίες σαν εθνικά ευαίσθητες απαιτούσαν την παραίτηση των εργατών από κάθε διεκδίκηση για
να μην υπονομεύονται εθνικοί στόχοι. Αυτές τις θυσίες το ΠΑΣΟΚ προσπαθούσε
να τις ντύσει με τον εξωραϊστικό μανδύα
της πάλης για εθνική ανεξαρτησία που ήταν προϋπόθεση για κάθε κοινωνική πρόοδο,
τη δημοκρατία κα το σοσιαλισμό.
Τα χρόνια λοιπόν εκείνα οι εκφραστές της εκσυγχρονισμένης
αστικής στρατηγικής στην Ελλάδα, που αισιοδοξούσαν να διαδραματίσει η χώρα αποφασιστικότερο ρόλο
στην παγκόσμια πολιτική, φιλοδοξούσαν η
πολεμική βιομηχανία να αναπτυχθεί σαν κλάδος αιχμής. Γιατί ο ελληνικός
καπιταλισμός, για να κατοχυρώσει τη δική του οικονομική διείσδυση σε μια
περιοχή που ήταν σταυροδρόμι όλων των ανταγωνισμών, δεν
μπορούσε παρά να εμπλακεί σε μια δίνη
αντιθέσεων που βέβαια απαιτούσε δυναμική στρατιωτική παρουσία στα βαλκάνια, στο
Αιγαίο, Κύπρο, Α. Μεσόγειο. Και όλοι αποδεχόμαστε τη μεγάλη κλιμάκωση των
εξοπλισμών, που μάλιστα λειτουργούσε σαν κίνητρο με διπλή έννοια. Από τη μια
πιέσεις στο κράτος για ελληνοποίηση ενός μεγάλου μέρους των πολεμικών παραγγελιών, από την άλλη το μέγεθος των
παραγγελιών στις πολεμικές μας βιομηχανίες
θεωρούσαμε πως αύξανε τις διαπραγματευτικές δυνατότητες για την
εξασφάλιση της απαραίτητης συνεργασίας με τις μεγάλες ξένες πολεμικές
βιομηχανίες. Κι έτσι οι έλληνες καπιταλιστές που έψαχναν με αγωνία για
δυνατότητες συμμετοχής σε κερδοφόρες επενδύσεις διεθνούς επιφάνειας έβρισκαν το
δρόμο της δικής τους κερδοφορίας.
Μόνο που κανένα κράτος που είναι ένας κρίκος
στην αλυσίδα των ιμπεριαλιστικών κρατών και όχι βέβαια δυνατός, δεν μπορεί να
ελέγξει τα οικονομικά και στρατιωτικά διέξοδα τα οποία αναζητά μέσα από την κλιμάκωση των εξοπλισμών
και την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Τα επίπεδα στα οποία κινείται η πολεμική δαπάνη καταλήγει μια μεταβλητή που
καθορίζεται από την ανεξέλεγκτη δυναμική των ανταγωνισμών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το ανεξέλεγκτο όμως και αστάθμητο αυτής της δυναμικής γίνεται πιο έντονο εξαιτίας της μεγάλης διεθνοποίησης του κεφαλαίου Η δυνατότητα του κάθε κράτους να κινητοποιεί
την εθνική οικονομία του σύμφωνα με τις ανάγκες των ανταγωνισμών, στρατιωτικών
και οικονομικών, περιορίζεται πια πολύ
από τις δραστηριότητες των πολυεθνικών κεφαλαίων που κινούνται με κριτήριο την
μεγιστοποίηση των κερδών τους σε διεθνή κλίμακα, αψηφώντας τους εθνικούς
περιορισμούς.
Κι έτσι η ίδια αυτή αστική τάξη της χώρας μας που τότε επικαλούνταν την εθνική ανεξαρτησία για τη δικαιολόγηση των επιλογών της,
τώρα που στο διεθνοποιημένο περιβάλλον φοβάται τον πλήρη παραγκωνισμό της έχει εγκαταλείψει
κάθε προσπάθεια να αποκτήσει κάποιες μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου πάνω στην οικονομική και στρατιωτική
συγκυρία που αντιμετωπίζει η χώρα και μπορεί να τη φέρει σε αντίθεση με τα
διεθνή οικονομικοπολιτικά κέντρα Ευρώπης
και Αμερικής.
Γιατί
λοιπόν να ενδιαφέρεται για την πολεμική βιομηχανία της χώρας ή γενικά για τον
παραγωγικό της ιστό αφού η διάσωσή της ίδιας δεν περνά πια από μια οικονομία οργανωμένη σε κράτος αλλά
από την υποταγή της στα διεθνή οικονομικοπολιτικά κέντρα; Πολύ περισσότερο
βέβαια δεν νοιάζεται η κυρίαρχη πολιτική τάξη για τους εργαζόμενους, για
αποζημιώσεις και όλα τα συναφή. Το όνειρό της εγχώριας κυρίαρχης τάξης να συμμετέχει έστω και ελάχιστα στο
διεθνή καταμερισμό της πολεμικής βιομηχανίας που θα αντιπροσώπευε μια άνοδο στη
διεθνή ανταγωνιστική ιεραρχία προς το παρόν μοιάζει να εξέλιπε. Μοιάζει να ευελπιστεί πως ίσως η υποταγή στα κελεύσματα
των διεθνών κέντρων, είτε οικονομικά με την εφαρμογή μιας σειράς μνημονίων είτε
στρατιωτικά, με την παραχώρηση βάσεων και ποικίλων διευκολύνσεων στους γεωστρατηγικούς
σχεδιασμούς τους, είναι ο κατάλληλος δρόμος αν όχι να αναβαθμιστεί, τουλάχιστον να επιβιώσει στην παρούσα συγκυρία. Και
μεις όλοι οι υπόλοιποι που εξαθλιωνόμαστε και χανόμαστε είμαστε απλώς οι
παράπλευρες απώλειες αυτής της επιλογής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου