Όταν η αυταπάτη είναι απαραίτητη, για να
ξανασταθεί κανείς μέσα στην αναταραγμένη πραγματικότητα, είναι
γιατί η αυταπάτη γίνεται κι αυτή ένα κομμάτι της πραγματικότητας και θα πρέπει
να … πραγματοποιηθεί. Η αυταπάτη σ’ αυτές τις εκλογές ανέδειξε πρώτο κόμμα τη
Ν.Δ, το ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση, και
σταθεροποίησε τα ποσοστά της
Χρυσής Αυγής, ενώ συρρίκνωσε του ΚΚΕ. Η αυταπάτη μας, που αφετηρία της έχει το φόβο μας, την περιορισμένη
ταξική συνειδητοποίηση και την έλλειψη
εμπιστοσύνης στις δυνάμεις μας, από τη μια στηρίζεται στην προσδοκία μας πως βασικά προβλήματα μπορούν να λυθούν με συνεργασία και συναίνεση
σε επίπεδο κορυφής του πολιτικού μας συστήματος,
στα πλαίσια του καπιταλισμού που θεωρούμε ακατανίκητο, και από την άλλη, ότι η κρίσιμη κατάσταση που
ζούμε είναι πρόβλημα διαχειριστικής δραστηριότητας.
Ο
περιορισμός της εκλογικής επιρροής της
κομμουνιστικής αριστεράς έφερε στην επιφάνεια την δυσπιστία του εκλογικού σώματος στην
πρόταση της εναλλακτικής πολιτικής του ΚΚΕ για το μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να περάσει από την άμυνα
στην επίθεση, όχι βέβαια για να αυξήσει τη συναίνεση προς κάποια πολιτική
διαχειριστικής λογικής, αλλά για να συγκροτήσει πολιτικά την αντικαπιταλιστική
δυναμική του, για να αμφισβητήσει έμπρακτα τη λογική, τους θεσμούς και τους
μηχανισμούς της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και εξουσίας, για να συγκροτηθεί
σε κίνημα και στρατηγική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Μεγάλο μέρος των λαϊκών
μαζών δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του
ΚΚΕ και γι’ αυτό δεν κατάφερε να δημιουργήσει
«μέτωπο από τα κάτω» συσπειρώνοντας το
συνασπισμό των λαϊκών τάξεων με κατεύθυνση τη σύγκρουση με την καπιταλιστική
εξουσία
Οι χθεσινές εκλογές σταθεροποίησαν το
μετασχηματισμό του πολιτικού σκηνικού
και των πολιτικών συσχετισμών, που ξεκίνησε στις 6 Μαΐου, που αναδιαμόρφωσαν
και σταθεροποίησαν τα μέτωπα στην πολιτική σκηνή και τροποποίησαν τις ιεραρχίες
ανάμεσα στους πόλους άσκησης της τρέχουσας πολιτικής.
ΟΙ εκλογές αυτές φαίνεται πως
καθρεφτίζουν μια ήττα του λαϊκού
κινήματος, το οποίο δεν κατάφερε να
αμφισβητήσει τη μορφή διακυβέρνησης, η
οποία στηρίζεται στη διαχειριστική λογική της κρίσης, να την μεταγράψει αν όχι σε
αμφισβήτηση συνολικά της καπιταλιστικής
εξουσίας, αλλά σε ένα νέο συσχετισμό δυνάμεων, που η κομμουνιστική αριστερά θα
ήταν κυρίαρχος πόλος. Η συνολική ταξική
πάλη και οι λαϊκοί αγώνες φάνηκε ότι δεν είχαν τη δυναμική να οδηγήσουν
σε αποδυνάμωση τις παραδοσιακές μορφές διακυβέρνησης της εξουσίας,
αλλά αντίθετα οι κυρίαρχες δυνάμεις
εξουσίας έκαναν προσπάθειες να
απορροφήσουν την αγανάκτηση με τις αναγκαίες μεταλλαγές.
Η παρέμβαση στα
πολιτικά δρώμενα με κινήματα
αγανακτισμένων , πατάτας, «δεν πληρώνω» κλπ ήταν τόσο πρόσκαιρη και επιφανειακή, όσο για
αλλαγή φρουράς στην εξουσία, με την
κυρίαρχη τάξη να έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο προεκλογικός λόγος μάλιστα των κομμάτων που δεν αμφισβητούσαν την
καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, είχε σαν στόχο να διευρύνει και να
αναπαράγει την κοινωνική στήριξη, με την
υπόσχεση βελτιώσεων, σε πολιτικές αποφάσεις των κυρίαρχων κέντρων. Εξάλλου, ο φόβος της ακυβερνησίας και η
επιδίωξη συναίνεσης και συνεργασίας ήταν ο αναγκαίος πολιτικός όρος για τον έλεγχο των πρωτοβουλιών από τις αστικές πολιτικές
δυνάμεις. Η πορεία από δω και πέρα
προδιαγράφει την ανατροπή των σχέσεων
δύναμης προς όφελος της κυρίαρχης τάξης, αν δεν ανασυγκροτηθεί δυναμικά το
λαϊκό κίνημα, αλλά και προσπάθεια απαξίωσης και
επομένως και περιθωριοποίησης, έως εξαφάνισης, του κομμουνιστικού λόγου από την κεντρική πολιτική σκηνή.
Άλλωστε, η αναδιάταξη των κομμάτων εξουσίας που έγινε μετά τις εκλογές, αφορά
περισσότερο τον τρόπο άσκησης της
εξουσίας και δεν θίγει σε μεγάλο βαθμό
τις καθιερωμένες ισορροπίες, την κοινωνική συμμαχία που στήριξε αποφασιστικά τις επιλογές των κυρίαρχων
κέντρων εξουσίας.
Η πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ στη συγκυρία
αυτή κατάφερε να συνασπίσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, που
γέννησε η εφαρμογή του μνημονίου,
δημιουργώντας παράλληλα και την ίδια του
την πολιτική φυσιογνωμία. Ακόμα κι αν κάποιος ισχυριζόταν ότι αντιπολιτεύτηκε
με ειλικρίνεια την αυταρχική εφαρμογή του μνημονίου, δεν αμφισβήτησε όμως τις
βαθύτερες ταξικές συγκρούσεις, που
συμπυκνώνονται σ’ αυτού του είδους την
πολιτική και προσέγγισε την κοινωνική
δυσαρέσκεια χωρίς να αμφισβητήσει από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης την υποστήριξη του κεφαλαιοκρατικού συμφέροντος.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο της αξιωματικής
αντιπολίτευσης τον αναδεικνύουν σταδιακά σε ρεαλιστική εναλλακτική προοπτική
κόμματος εξουσίας. Πιθανόν, μετά απ’
αυτό θ’ αρχίσει να προσαρμόζεται ως
υπεύθυνος και σοβαρός μελλοντικός διαχειριστής της εξουσίας. Η αυξημένη πολιτική δύναμη που κατέχει πλέον, του δίνει τη δυνατότητα να μεγεθύνει το κοινωνικό ακροατήριο
του, παρεμβαίνοντας καίρια τώρα στις κρίσεις και τις αντιθέσεις της διαδικασίας
εμπέδωσης και σταθεροποίησης του πολιτικού κατεστημένου. Συγχρόνως, η κρίση
της πολιτικής του μνημονίου αναδεικνύει ταυτόχρονα το ΣΥΡΙΖΑ σε πρόταση για
πιθανή προοπτική και στους κόλπους της
αστικής τάξης, αφού φαίνεται να απαντά
στο ερώτημα της ανανέωσης της κοινωνικής βάσης στήριξης της εξουσίας,
μετά την συρρίκνωση και την αναταραχή στους κόλπους των πρώην κομμάτων
εξουσίας, Ν.Δ, και ΠΑΣΟΚ, που προκάλεσε ο τρόπος άσκησης της πολιτικής τους.
Το στοίχημα της ουσιαστικής ανανέωσης της ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων αποτελεί το
βασικό πλεονέκτημα που καταγράφει το ΣΥΡΙΖΑ σαν πιθανό και εναλλακτικό κόμμα της εξουσίας. Ισως γι’
αυτό η ανάδειξή του σε συνασπισμό με
ευρύτατη λαϊκή αποδοχή και
υποστήριξη, αντί να συναντά την υστερική
άρνηση των κυρίαρχων τάξεων, δημιουργεί
τους όρους της αποδοχής του από
τη μεριά τους.
Οι εκλογές ανέδειξαν μια νέα δύναμη για τη διαχείριση της εξουσίας, το ΣΥΡΙΖΑ. Επιβεβαίωσαν την εμμονή της κυρίαρχης
τάξης, που ενστερνίζονται μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, στην συναίνεση, που ενδύεται λόγο εθνικό, προς αποφυγή των
ταξικών συγκρούσεων. Έδωσαν την ευκαιρία για την μονιμότητα της Χ.Α στο
πολιτικό σκηνικό, σε ρόλο ίσως εφεδρικό,
που θα ετοιμάσει το έδαφος για λύσεις
αυταρχικές, όταν η κρίση θα αποκαλύψει την αδυναμία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
να λύσει τα δύσκολα προβλήματα που ανακύπτουν.
Ο δρόμος είναι δύσκολος και δυστυχώς δεν μπορεί να μην είναι δύσκολος
σήμερα παρά μονάχα για τους άπραγους ή δειλούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου