Σε αποτυχία της ελίτ της Ελλάδας,
επί δεκαετίες, απέδωσε ο υπουργός
Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε την ελληνική κρίση, σύμφωνα με
δημοσίευμα της Καθημερινής της 5ης Ιουνίου.
Ο Σόιμπλε απαξιώνει πλήρως την κυρίαρχη ελίτ
στην Ελλάδα, στην οποία όμως στηρίζονται τα κυρίαρχα οικονομικά κέντρα για να
επιβάλουν τις αποφάσεις τους. Γενικά,
από τις δηλώσεις των ευρωπαίων εταίρων φαίνεται πως η αποτυχία των προγραμμάτων στην Ελλάδα χρεώνεται και
στο πολιτικό σύστημα, που θεώρησε ότι εξιλεώθηκε με ένα συγγνώμη, αλλά και στο λαό της, επειδή
προσαρμόστηκε στη διαφθορά του, αν δεν
την προκάλεσε. Και βέβαια τα ίδια τα προγράμματα που επέβαλαν οι ευρωπαίοι
εταίροι προς το παρόν μένουν στο απυρόβλητο.
Στα
πλαίσια της αυτομαστίγωσής μας, αυτά
τα δυο χρόνια των μνημονίων, η βασική
κριτική εντοπιζόταν στη διαπίστωση της κατασπατάλησης ανθρώπινου
δυναμικού, με ιδέες, γνώσεις, οράματα,
και χρήματος, χωρίς αποτέλεσμα, και ταυτόχρονης απώλειας ευκαιριών, για να τεθούν
τα θεμέλια του προγραμματισμού ανάπτυξης της χώρας μας. Μαγικές λέξεις που
θαυμάζουμε στους ευρωπαίους : «προγραμματισμός ανάπτυξης»… Ν.Δ , ΠΑΣΟΚ, κλπ. την
ανάπτυξη δεν θεωρούν σαν πανάκεια για
την κρίση και ο ΣΥΡΙΖΑ για Εθνικό
Σχέδιο Ανόρθωσης για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη δεν μιλά;
Η αδυναμία προγραμματισμού στη χώρα μας οφείλεται σε εγγενή
χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, και μάλιστα εδώ και χρόνια το μοντέλο της μη προγραμματισμένης ανάπτυξης φαίνεται
πως είχε φτάσει σε οριακές καταστάσεις. Οι
αδυναμίες των προγραμμάτων οφείλονταν κυρίως στο ότι ο προγραμματισμός δεν προέκυπτε ως αναγκαιότητα για τη διατήρηση της συνοχής
της κοινωνίας μας, αφού τα περισσότερα κοινωνικά στρώματα επωφελούνταν από την
έλλειψή του. Το φαινόμενο αυτό, δηλ. το ότι ο προγραμματισμός δεν ήταν
αναγκαιότητα για τη διατήρηση της κοινωνίας, αποτελεί ιδιομορφία της χώρας
μας σε σχέση με το ιδεατό τουλάχιστον
πρότυπο των καπιταλιστικών χωρών.
Στις καπιταλιστικές χώρες
η ιδιοκτησία του κεφαλαίου προσδιορίζει τόσο τη θέση του ατόμου στο κοινωνικό
σύστημα όσο και τη δυνατότητα παραγωγής.
Η δυνατότητα παραγωγής, με τη
σειρά της, ορίζει την κατανομή του
εισοδήματος. Δηλ. στις καπιταλιστικές χώρες πρώτον η οικονομία είναι αυτή που
ορίζει, σε τελευταία ανάλυση, το κοινωνικό και πολιτικοδιοικητικό σύστημα και
όχι αντίστροφα και, δεύτερον, στη σφαίρα της οικονομίας οι δυνατότητες παραγωγής ορίζουν την κατανομή
του εισοδήματος και όχι αντίστροφα. Ο ανταγωνισμός μέσα στην αγορά είναι
η μόνη κοινωνικά παραδεκτή
συμπεριφορά, στη συνέχεια μάλιστα η ιδεολογία του ανταγωνισμού διαπερνά όλα τα
επίπεδα της κοινωνίας. Οι διάφορες
διοικητικές και πολιτικές διαδικασίες στοχεύουν στην εξάλειψη
των εξωοικονομικών παραγόντων,
που επηρεάζουν τον τρόπο
λειτουργίας της αγοράς, και στη
διάρθρωση και ρύθμιση της ανταγωνιστικής ελεύθερης οικονομίας.
Η
ελληνική οικονομία όμως χαρακτηρίζεται
από μια ιδιοτυπία σε σχέση με τον ιδεατό τύπο των καπιταλιστικών χωρών. Δηλ. ούτε η παραγωγή, σ΄ ένα μεγάλο μέρος, είναι αυτή που καθορίζει την κατανομή του
εισοδήματος ούτε το κυνήγι του κέρδους με οικονομικά καταρχήν μέσα είναι η
κατεξοχήν κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά. Αντίθετα, τα εξωοικονομικά, βλ.
πολιτικά μέσα, χρησιμοποιούνται ως κύριος τρόπος απόκτησης εισοδήματος,
μετακύλισης της φορολογίας ή κόστους παραγωγής από τα ισχυρότερα πολιτικά στρώματα στα
ασθενέστερα. Και βεβαίως αυτό έχει την αιτία του.
Σ’ εμάς, μετά τον πόλεμο ακολούθησε
ένας εμφύλιος και οι νικητές του για να
εδραιώσουν την πολιτική κυριαρχία τους δημιουργούν ένα κράτος –χωροφύλακα που κυνηγά
τους ηττημένους αντιπάλους, την εργατική
τάξη και ανασυγκροτεί την μικροϊδιοκτησία με πολιτικά κριτήρια (χωρισμός
κοινωνίας σε εθνικόφρονες και μη) Δηλ. οι
οικονομικές διεκδικήσεις των διαφόρων στρωμάτων διευθετούνται με εξωοικονομικά
μέσα.
Μετά
την δικτατορία, το πολιτικό καθεστώς
αναζήτησε την νομιμοποίησή του από το σύνολο του ελληνικού λαού και
ευνοείται το άνοιγμα του κρατικού μηχανισμού σε μεγάλες ομάδες πληθυσμού και η προώθηση παραγωγικών συμφερόντων των
μικροαστικών στρωμάτων μέσω του κράτους.
Το κράτος απέκτησε ευλυγισία, με την
οποία άρθρωνε τα ιδιωτικά συμφέροντα κάτω από την ηγεμονία του
εμπορικού-τραπεζικού κεφαλαίου. Τα
συμφέροντα πλέον διαμεσολαβούνται μέσω
νέων σχέσεων πελατείας, στις οποίες το κόμμα που κατέχει την εξουσία έχει τον κεντρικό ρόλο.
Η
έλλειψη λοιπόν προγραμματισμού στη χώρα μας οφείλεται στην αδυναμία των
κυβερνήσεων να κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί
αντιστρατευόταν στις βασικές κοινωνικές διαδικασίες μια και έτσι θα χάνονταν οι
ευκαιρίες για απόκτηση εισοδήματος με εξωοικονομικές μεθόδους, γεγονός που θα σήμαινε άμεσο κομματικό κόστος.
Εξάλλου,
η σύνταξη των προγραμμάτων για
οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ζήτημα
μιας μηχανής που τη χειρίζονται με τρόπο αντικειμενικό κάποιοι τεχνοκράτες και
συντάσσει, παρακολουθεί αναπροσαρμόζει τα προγράμματα. Η ίδια η έννοια της ανάπτυξης δεν είναι
ουδέτερη ούτε εκφράζει απλώς αφηρημένα
νοήματα που μπορούν εύκολα να εκφραστούν με αντικειμενικά μεγέθη κοινωνικής δραστηριότητας. Έχει
αξιολογικό χαρακτήρα και απορρέει από τις συγκεκριμένες ιστορικές
πραγματικότητες, στις οποίες αναφέρεται, κι εξαρτάται από τη συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Κατά συνέπεια ο προγραμματισμός της
αναπτυξιακής διαδικασίας έχει έντονα πολιτικό χαρακτήρα, μια που σημαίνει
αναδιανομή πόρων στη βάση κάποιου συστήματος αξιών και προτεραιοτήτων.
Όποιο λοιπόν πλαίσιο προγραμματισμού ανάπτυξης θα
διαμορφωθεί στη χώρα μας αυτό θα γίνει στη βάση των συμφερόντων των
κυρίαρχων τάξεων και των συμμαχιών της.
Και ήδη η επιβολή των μνημονίων δεν είναι τίποτε άλλο από ένα πλαίσιο
προγραμματισμού των κυρίαρχων τάξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Μόνο ο αγώνας των εργαζομένων, στη
χώρα μας και πανευρωπαϊκά, ενάντια στις κυρίαρχες τάξεις μπορεί να ανατρέψει αυτό το πλαίσιο προγραμματισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου