Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΙΝΩΝΤΑΣ … ΕΘΝΙΚΑ

        Με δεδομένο το οικονομικό σύστημα κάτω από το οποίο ζούμε, όταν οι κυβερνώντες αναφέρονται σε εθνικό συμφέρον ευλογοφανώς  θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι εννοούν πως αυτό προάγεται με την αύξηση ισχύος και κερδών των εταιρειών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ο εκφοβισμός επομένως  των κυβερνώντων στηρίζεται στο συλλογισμό, ότι αν καταρρεύσουν εταιρείες, τράπεζες κλπ.  οι άμεσες συνέπειες για την ανεργία, το επίπεδο ποιότητας ζωής μας και πολλά άλλα θα γίνουν  βαθειά αισθητές σ’ ολόκληρο το έθνος. Ποια  ακριβώς όμως  κοινωνικά στρώματα θα υποστούν τις  βαρύτερες συνέπειες και σε τι έκταση;
         Θα μπορούσαμε όμως να υποστηρίξουμε και το αντίθετο, ότι τέτοιες βραχυπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες αποτελούν αναγκαίο, αναπόφευκτο προοίμιο για μια ριζική  αναδιάρθρωση  της οικονομίας, πάλι για το εθνικό συμφέρον.  Ποιοι θα επωμιστούν το βάρος και την ευθύνη γι’  αυτό ;
          Ακόμα όμως  κι αν δεχτούμε  την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται για το εθνικό συμφέρον, η επιλογή μεταξύ των δυο αυτών θέσεων προϋποθέτει και μια  επιλογή μεταξύ ορισμών του εθνικού συμφέροντος.
        Η μόνη δυσκολία όμως  για το εθνικό συμφέρον δεν είναι  ο προσδιορισμός του  αλλά και η εφαρμογή του στην πράξη.  Κι αυτή η διαπίστωση  δεν αμφισβητείται με κανένα τρόπο από το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες ισχυρίζονται κατά κανόνα ότι η πολιτική τους υπηρετεί  το εθνικό συμφέρον και ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
       Τελευταία, οι  κυβερνώντες μας  καταφεύγουν πάλι στην εύκολη επίκληση του  εθνικού  συμφέροντος αποδίδοντας εμμέσως  στο έθνος την εξωιστορική και υπερταξική μορφή κοινωνικής ενότητας  που ισοπεδώνει και ομογενοποιεί όλες τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα που το συγκροτούν, χρησιμοποιώντας και πάλι τον εθνικισμό για να επιτύχουν την ταξική ειρήνη στην κοινωνία.
         Ακόμα όμως και οι   ομάδες εξουσίας  σε κάθε προτεινόμενη γραμμή δράσης διαφέρουν είτε στο θέμα τακτικής είτε στο θέμα των σκοπών όπως π.χ  οι εθνικές κορώνες  του Σαμαρά  με την άρνησή του να υπογράψει τις εγγυήσεις.
          Η ίδια η άρχουσα τάξη, στην προσπάθειά της να πείσει,  χρησιμοποιεί όλα τα ιδεολογικά όπλα της, ακόμα κι αν έχουν σκουριάσει και τα τελευταία χρόνια τα είχε αποσύρει, όπως τον εθνικισμό. Συνεχίζει να παρουσιάζει και στον εαυτό της και σ΄ αυτούς που κατευθύνει μια κοσμοαντίληψη με συνοχή, που είναι αρκετά εύκαμπτη, κατανοητή και διαλλακτική για να πείθει τις υποτελείς τάξεις  ότι η ηγεμονία της και οι ενέργειές της είναι για το καλό τους.   Φροντίζει βέβαια αυτή η  ιδεολογία να μην φαίνεται ότι είναι  αντανάκλαση άμεσων οικονομικών συμφερόντων, γιατί τότε θα ήταν  περισσότερο από άχρηστη, εφόσον  η υποκρισία της άρχουσας τάξης όπως και η απληστία της θα γινόταν γρήγορα εμφανής. Όταν δεν υπάρχει καμιά καινούργια πρόσφορη επιστρατεύονται και παλιές ιδεολογίες, όπως ο εθνικισμός.
         Όταν λοιπόν έγινε εμφανής η ανεπάρκεια του ντόπιου  πολιτικού κόσμου να εφαρμόσει τις αποφάσεις των κυρίαρχων οικονομικών κέντρων μας προέκυψε συγκυβέρνηση που συμβολικώς και λεκτικώς υπογραμμίζει την ενότητα του ελληνικού λαού ή τη συστράτευση για να την πετύχει και στην πράξη. Ολοι πλην Αριστεράς.
        Αλλλωστε, είχε προηγηθεί με τις δηλώσεις του Παπανδρέου και διαφόρων υπουργών και πολιτικών  για την διαφθορά του ελληνικού λαού, την αδυναμία του να πειθαρχεί στους νόμους κλπ. η προσπάθεια ηθικοποίησης και απολιτικοποίησης της πολιτικής. Και τώρα με τη συγκυβέρνηση πραγματοποιήθηκε το οξύμωρο, εθνικοποίηση μιας πολιτικής που επιβάλλεται από το εξωτερικό, με στόχο την κοινωνικοπολιτική συναίνεση, που συγκαλύπτει το πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο των αποφάσεων  και  θέλει να λυγίζει και να αποδιοργανώνει τις αντιστάσεις, να αποδιαρθρώνει τις συνειδήσεις και να οδηγεί στην απάθεια.
        Η απάθεια  όμως μπορεί να βιωθεί και  ως μια αντίδραση  αποχώρησης προ της άνισης δυνατότητας πρόσβασης στα κέντρα λήψης  των αποφάσεων και είναι πιθανό, όταν οι υλικοί όροι διαβίωσης χειροτερέψουν να εγκαταλειφθούν  τελικά, και από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, οι δημοκρατικές διαδικασίες, επειδή πιστεύουν ότι θα είναι ανίκανοι να επιτύχουν τους στόχους τους δημοκρατικά.
        Σε μια δημοκρατία είναι εξ ορισμού δεδομένη η δυνατότητα για μια οποιαδήποτε  αλλαγή μέσα από διαδικασίες συζήτησης, διαλόγου, επιλογής. Σήμερα όμως τις   κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις θέλουν να τις υποβιβάσουν στο επίπεδο απλώς διαφορετικών απόψεων, μέσα από την εξύμνηση  του διαλόγου, που δεν καταλήγει πουθενά παρά σε συναίνεση παθητική και φοβική.
      Εξάλλου, είναι απόρροια της ουσίας της δημοκρατίας οι περιορισμός της δυνατότητας διαμόρφωσης της κυβερνητικής πολιτικής σε μια περιοδική εκλογή μεταξύ ανταγωνιζόμενων πολιτικών  που μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Με τη συγκυβέρνηση γίνεται προσπάθεια να εγκλωβιστεί σ’ αυτές και μόνο τις  συγκεκριμένες πολιτικές ο λαός.
         Σ’  αυτά τα πλαίσια όμως,  ένα κίνημα μπορεί να μετατραπεί σε εξτρεμιστικό   όχι από την έκταση της αλλαγής υπέρ της οποίας συνηγορεί, αλλά από την απόφαση του ότι  οι συμβατικές δημοκρατικές διαδικασίες είναι αναποτελεσματικές για τους σκοπούς του, ότι επομένως πρέπει να εφαρμοστούν  μέθοδοι οι  οποίες υπερβαίνουν το δημοκρατικό πλαίσιο.
        Πρέπει λοιπόν  να ληφθεί υπόψη η δυνατότητα ότι κάθε δεδομένη ομάδα συμφερόντων ή τάξη  θα εγκαταλείψει τις δημοκρατικές διαδικασίες, επειδή  πιστεύει ότι θα είναι ανίκανη να επιτύχει  τους στόχους της δημοκρατικά- αυτό μπορεί να γίνει και στις άρχουσες τάξεις και τις υποτελείς. Ποιος θα προλάβει;

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΙΚΤΑΤΟΡΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

  « … Όταν έπεσε η δικτατορία ειπώθηκαν πολλά, τα περισσότερα μυθιστορηματικού-αστυνομικού τύπου, για τις διαδικασίες και τα γεγονότα πού έδιωξαν τους συνταγματάρχες. Σε  ένα σημείο όμως συμπίπτουν όλες οι αναλύσεις και ερμηνείες: ότι  τη δικτατορία ανέτρεψε η πάλη του λαού. Οι συγκεκριμένες μορφές πάλης κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, από τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων ως τη εξέγερση του Πολυτεχνείου, από μεμονωμένες πράξεις αντίδρασης ως την ανταρσία του «Βέλους», από ένα απλό αντιδικτατορικό φυλλάδιο ως την ακρόαση της Ντώυτσε Βέλε και του BBC, από τον μαζικό εκτοπισμό των αριστερών ως την απλή κλήση στην αστυνομία, αρθρώθηκαν σε έναν ενιαίο, πανεθνικό πολιτικό φαινόμενο μάχης που ονομάστηκε Αντίσταση. Αυτή ήταν, σύμφωνα με την γενικά αποδεκτή ερμηνεία, που  έκαμψε τη δύναμη των αντιπάλων μέχρι που την εξουδετέρωσε, την εκμηδένισε, την κατέστρεψε. Η Αντίσταση δέχτηκε μια τέτοια διασταλτική ερμηνεία που περιέλαβε  το σύνολο του ελληνικού λαού και ενεργοποίησε αναδρομικά το αντιδικτατορικό του φρόνημα, διότι, όντως, αποτελεί στοιχείο  της εποχής ότι η στρατιωτική δικτατορία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει  λαϊκό έρεισμα κι έμεινε ως το τέλος αυτό που ήταν  στην αρχή: δικτατορία.
                 Η παθητική αντίσταση του ελληνικού λαού βαπτίστηκε μεταδικτατορικά σε ενεργητική, σε αυτό δηλαδή που ήταν το ζητούμενο όσο κυβερνούσε το δικτατορικό καθεστώς και, μεταδικτατορικά πάλι, αναγορεύτηκε σε ενεργητικό παράγοντα που έριξε τη δικτατορία. Για  την Αριστερά(τόσο του ΚΚΕ όσο και την ανανεωτική), μια τέτοια ερμηνεία ταίριαζε επίσης στις παλιότερες και στις πρόσφατες αγωνιστικές της παραδόσεις δεδομένου  ότι  από τις γραμμές της κυρίως είχαν οργανωθεί η εμπνευσθεί οι περισσότερες και σημαντικότερες αντιστασιακές πράξεις. Ως προς τη μεγάλη όμως πλειοψηφία του ελληνικού λαού, εκτός από  μεμονωμένες περιπτώσει ή αντιδράσεις επιτελείων, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ο κεντρώος και δεξιός κόσμος, ο πολύς  λαός δηλαδή, δεν έζησε τη μάχιμη αντιστασιακή πραγματικότητα. Δεν ήθελε μεν τη δικτατορία αλλά και δεν την πολέμησε συγκεκριμένα και πρακτικά…
                      Ωστόσο ο απών λαός βρέθηκε παρών στο μεταδικτατορικό προσκλητήριο. Από τη βραδιά του ερχομού του Καραμανλή στην Αθήνα, στα τεράστια συλλαλητήρια του πρώτου εορτασμού του Πολυτεχνείου(«Αι γενεαί αι πάσαι», έγραψε την άλλη μέρα μια δεξιά εφημερίδα), ως το παλλαϊκό ξέσπασμα το βράδυ του δημοψηφίσματος που καταργούσε με συντριπτική πλειοψηφία τη Βασιλεία και σε άπειρες άλλες εκδηλώσεις των πρώτων μεταπολιτευτικών μηνάν τιναζόταν το πώμα της φιάλης όπου μέσα της κλείνονταν τα αέρια του αντιδικτατορικού φρονήματος του κόσμου. Σε τούτο το «αντί» το έθνος ήταν σύσσωμο. Εκτός εννοείται  από τους επίορκους πρωτεργάτες που βρέθηκαν στον Κορυδαλλό, του βασανιστές που  τιμωρήθηκαν και μια δράκα ακροδεξιών που στριμώχτηκαν στα ακροδεξιά μορφώματα τύπου ΕΠΕΝ. Αυτοί ήταν χουντικοί. Αλλά ο αντιδικτατορικός λαός και οι νέες πολιτικές ηγεσίες που αναδιοργανώνονταν στο έδαφος των παραδοσιακών αστικών κομμάτων είχαν ανάγκη ετούτη την ερμηνεία της αναδρομικής «αντιστασιακότητας» που μπέρδευε την επιθυμία με την πραγματικότητα. Η συνακόλουθη «αποχουντοποίηση» του κράτους και της κοινωνίας εξάγνιζε το έθνος από το μίασμα και το στίγμα της επτάχρονης δικτατορίας που, επιπλέον οδήγησε στην εθνική καταστροφή της Κύπρου…
                          Ηταν δηλαδή η «Αντίσταση του ελληνικού λαού» ένας πολύ καλός ιδεολογικός μηχανισμός με βάση τον οποίον σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις της μεταπολίτευσης πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες ανακατατάξεις και ανανεώσεις. Ο μη αντισταθείς μηδέ  εσθιέτω. Γέμισε έτσι το πολιτικό, το κοινωνικό, το καλλιτεχνικό, το διανοούμενο προσκήνιο από αντιστασιακούς. Η «πάλη του ελληνικού λαού» κατά της δικτατορίας έπαιρνε σάρκα και οστά εκεί που φτιάχνονταν οι νέες ηγετικές ομάδες. Αυτοί που κυρίως απουσίασαν από την ενεργητική αντίσταση δηλαδή οι αστικές προδικτατορικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς, χρησιμοποίησαν την παθητική αντίσταση, μεταβαπτίζοντας την  σε ενεργητική, ως ιδεολογική δικαίωση των εξουσιών και του κράτους που οικοδομούνταν μεταπολιτευτικά. Ενας αντιστασιακός τίτλος πραγματικός η χορηγούμενος κατ’ οικονομίαν πουλιόταν πολύ ακριβά στο χρηματιστήριο των πολιτικών αξιών.
                  Η Ν.Δ έτσι θα απαλλαγεί από τη σαραντάχρονη σκουριά της και θα  αναπλαστεί με βάση τα πεφωτισμένα και εκσυγχρονιστικά της στοιχεία. Το Κέντρο θα μετουσιωθεί σε «σοσιαλιστικό» και με βάση αυτή τη μεταστροφή θα αναπλαστεί σε κίνημα ριζοσπαστικό που αντλούσε από τις παλιότερες αλλά και τις εντελώς πρόσφατες αγωνιστικές περγαμηνές του ελληνικού λαού. Ο καθένας έφτιαχνε τον λαό  του κατ’ εικόνα  και ομοίωση των αναγκών του,  συχνά κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την ιστορική πραγματικότητα.
           Όλα αυτά μοιάζουν σαν κάποιοι κατεργάρηδες να εξαπάτησαν τον κόσμο ή σαν ο κόσμος, για να αποενοχοποιηθεί, εξαπάτησε τον εαυτό του εξωραϊζοντάς τον. Δεν πρόκειται όμως ούτε για αυτοεξωραϊσμό ούτε για εξαπάτηση αλλά για  τις «πονηριές» της ιδεολογίας, για τις περιπέτειες των μετασχηματισμών της, αν βέβαια ως ιδεολογία δεν θεωρήσουμε κάποιους μηχανισμούς εξαπάτησης για την  εξυπηρέτηση  των πονηρών…»
             Του  Άγγελου  Ελεφάντη στον ΠΟΛΙΤΗ  πριν 20 και κάτι   χρόνια

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΟ


         Τις τελευταίες μέρες ιστορικές αποφάσεις παίρνονται, σημαδιακές συμμαχίες γίνονται  εν ονόματι μιας κατ’  ουσίαν  υπερβατικής έννοιας, της σωτηρίας και μάλιστα  του έθνους,  το πολιτικό νόημα του οποίου ταυτίζεται με εκείνο το προ πεντηκονταετίας.  Τους τελευταίους μήνες  η επανεθνικοποίηση της πολιτικής αποτελεί νομιμοποιητική λειτουργία σε δυο επίπεδα: τη νομιμοποίηση  της άκρας δεξιάς ως πολιτικού σχήματος εξουσίας ικανού να διαχειριστεί την πολιτική εξουσία μέσα στο κράτος  και την νομιμοποίηση ενεργειών και αποφάσεων, ανεξάρτητα από πού εκπορεύονται,  που βρίσκονται πέρα και σε πλάγια σύγκρουση με θεσμούς.
         Η κυβέρνηση χαρακτηρίζεται  εθνικής σωτηρίας  και διακηρύττει τον τεχνικό-μεταβατικό χαρακτήρα της, για να αντιμετωπίσει κρίσιμα προβλήματα, τα οποία όμως απαιτούν πρωτοβουλίες και αποφάσεις με μακροχρόνιες πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις. Για χάρη αυτού του άμεσου και κρίσιμου  κινδύνου για τη χώρα, η αόριστη ύπαρξη της οποίας σχεδόν διαχωρίζεται από αυτήν των κατοίκων της, απαιτείται η μέγιστη κοινωνικοπολιτική συναίνεση και η απόρριψη κάθε αναφοράς σε ταξική πάλη. Όλα για το έθνος.
          Οι προγραμματικές δηλώσεις του Παπαδήμου για την ανάγκη της συστράτευσης, της ενότητας και δικαίωσης  των θυσιών του ελληνικού λαού δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνουν τα αντίστοιχα λόγια του Παπανδρέου για εθνική ανάγκη και θυσίες του ελληνικού λαού στο διάγγελμά του από το Καστελόριζο. Η σύνδεση ανάμεσα στο Καστελόριζο και τη Βουλή των τελευταίων ημερών είναι άμεση και ευθεία.
         Τότε, δημοσιεύτηκε Στο ΒΗΜΑ της Κυριακής, 9/05/2010, δημοσκόπηση της Κάπα Research  κατά την οποία το 55,2% των πολιτών δήλωσε ότι δέχεται το πακέτο στήριξης,  το 44,6% το απορρίπτει Το 56,3% προτιμούσε την περικοπή των μισθών από τη χρεοκοπία της χώρας ενώ το 71,3% καλούσε  τα κόμματα να λειτουργήσουν σε κλίμα συναίνεσης
         Σε αντίστοιχη δημοσκόπηση για την κυβέρνηση Παπαδήμου, πάλι της Κάπα Research που διενεργήθηκε για το  Βήμα της Κυριακής, 13/11/2011, το 78% κρίνει «θετικό ή μάλλον θετικό» βήμα τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, ενώ το 20% εμφανίζεται «αρνητικό ή μάλλον αρνητικό.  Όσον αφορά στα συναισθήματα που δημιούργησε η συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο το 42,2% απάντησε ελπίδα, το 17,4% ηρεμία, το 8,6% ανησυχία, το 8,5% αδιαφορία, το 7,5% οργή και μόλις το 5,4% απαισιοδοξία και φόβο.
        Ενάμισης χρόνος κινητοποιήσεων, άγριας φορολόγησης, ανεργίας κατέληξε στην πραγμάτωση αυτού που το 71% του λαού το 2010 απαιτούσε,   μια κυβέρνηση συνεργασίας, λεπτομέρεια φαίνεται για τη μεγάλη πλειοψηφία ποιοι είναι οι συνεργαζόμενοι και η μεγάλη πλειοψηφία το βλέπει θετικά. Ακόμα λοιπόν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού επενδύουν σε χαρακτηριζόμενους τεχνοκράτες, πιστεύοντας μάλιστα και το παραμύθι της πολιτικής   παρθενογένεσης  τους.
       Όλα δείχνουν ότι  οι συνειδήσεις μας, οι σκέψεις μας έχουν αλωθεί. Αφού οι μηχανισμοί διαμόρφωσης  κοινής γνώμης αλώθηκαν από πολυποίκιλα κέντρα εξουσίας,   οι ευαισθησίες μας, οι παραστάσεις μας, οι ιδεολογίες μας χειραγωγούνται και καθοδηγούνται  πλέον εύκολα.
       Σε όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, βλέποντάς τα εκ των υστέρων, εντυπωσιάζεται κανείς από τη δεκτικότητά μας να πραγματωθεί αυτός ο στόχος,  δηλ. η εμπορευματοποίηση συμβόλων και ιδεών, η  χειραγώγηση του φαντασιακού μας κόσμου. Ακόμα κι  όταν αυτός ο στόχος,  κάποιες φορές ήταν ευκρινής, αδιαφορούσαμε, αρκεί  τα μέσα που χρησιμοποιούσε να εγγράφονταν στο πεδίο του μοντέρνου
        Δεν αισθανθήκαμε τότε, στον καιρό της ευμάρειας, την απειλή, αλλά το ανησυχητικό είναι ότι ούτε και τώρα, στον καιρό της ανάγκης, δεν αναγνωρίζουμε την σαρωτική επέλαση όλων αυτών  που τους αφήσαμε να κυριεύσουν μαζί με τη ζωή μας και τη σκέψη μας.
       Ενάμιση χρόνο μετά το μνημόνιο και τις συμφορές που έχει προκαλέσει η πολιτική που ακολουθήθηκε, συνεχίζει να  βγαίνει από το πλειοψηφικό κομμάτι του λαού  σαν μόνο υπαρκτό και συγκεκριμένο αίτημα η αντικειμενική, τεχνοκρατική, άντε και διορατική διαχείριση της πολιτικής εξουσίας.
       Με αυτό το δεδομένο  είναι δύσκολο να πει κανείς πια ποιες μορφές, ποιες κατευθύνσεις θα πάρει η αντιπαλότητα με την εξουσία, που εκ των πραγμάτων η εφαρμογή των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου θα πυροδοτήσει. Οι οικονομικοί και κοινωνικοί όροι  ύπαρξης που θα διαμορφωθούν θα τροφοδοτούν ολοένα και πιο αυξανόμενη δυσαρέσκεια, που θα παίρνει ίσως και  εκρηκτικές διαστάσεις, αλλά όχι και απαραίτητα τη μορφή κοινωνικής πάλης.
       Ο μικροαστικός-μεσοαστικός κόσμος που θα αισθανθεί  βαθιά πόσο μη προνομιούχος είναι πια, καθώς το έδαφος θα χάνεται κάτω από τα πόδια του δεν θα είναι  και πολύ δύσκολο να μετατοπιστεί σε συντηρητικότερες επιλογές, η συνεχής επίκληση του έθνους  βοηθά σ' αυτή την κατεύθυνση,  αρκεί οι υποσχέσεις να ταιριάζουν καλύτερα στις κοινωνικές του  προσδοκίες και να μη χρειάζεται να αγωνιστεί γι’  αυτό διακινδυνεύοντας.
       Την ίδια στιγμή, η πίεση από το εσωτερικό και εξωτερικό για κυβέρνηση συνεργασίας, που προσπαθεί να  συσκοτίσει την οικονομική και πολιτική ταύτιση με  τα χρηματοπιστωτικά κέντρα και δίνει  παράταση ανοχής, ανοίγει  το δρόμο για νόθευση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και επιλογές διακυβέρνησης σε ολοένα και πιο ολοκληρωτικές μορφές.
Ο κλοιός σφίγγει….

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΑΓΩΝΙΕΣ

          Μετά το ΄89 και ιδιαίτερα μετά  την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης  και την κατασυκοφάντηση του σοσιαλιστικού παρελθόντος της,  το ΚΚΕ έμεινε μετέωρο. Προσπαθώντας να κρατηθεί, είναι αλήθεια με νύχια και με δόντια,   φάνηκε ν’ αλλάζει στρατηγική. Δεν έχουμε πια επαναστατικές ασκήσεις αναμονής της επανάστασης η της ένταξης της  χώρας στο κομμουνιστικό στρατόπεδο εξαιτίας αλλαγής των διεθνών συσχετισμών. Περιορίστηκε, ανεξάρτητα αν συνέχιζε να αναφέρεται στην κομμουνιστική κοινωνία σχεδόν σα μια ουτοπία,  σε μια προοπτική διαχείρισης του συστήματος κι αναλωνόταν περισσότερο σε μιας μορφής κοινωνικό συνδικαλισμό, αποβλέποντας περισσότερο στην αύξηση της εκλογικής του δύναμης,  χωρίς στη βάση και πρακτικά  να αμφισβητεί και το ρόλο του κεφαλαίου.
           Με το μνημόνιο  έγινε φανερό σ’   όλους ότι το ΚΚΕ έχει λόγο ύπαρξης,  γιατί στην περίπτωση της αντιπαλότητας προς το πολιτικό κατεστημένο, η αντιπαλότητα αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων  δικαιωμένη.
          Εξάλλου, το ΚΚΕ, οργανωμένο δυναμικά, μοιάζει να είναι η μόνη  δύναμη που μπορεί  να διευκολύνει την επαφή των μαζών, των λαϊκών ανθρώπων με την πολιτική, ανοίγοντας δρόμους για μια ένταξη των καθημερινών προβλημάτων τους σε ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά πεδία.
         Σ΄ όλους αυτούς τους μήνες της  έντονης, αν και ακόμα υποφώσκουσας αντιπαράθεσης, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της οργάνωσης μιας δομής που να αντιπαρατίθεται με την κυρίαρχη εξουσία, η οποία διαθέτει και δομές και μέσα  πανίσχυρα.
          Μ΄ όλο το ιστορικό των αντιφατικών θέσεων ή και στάσεων (όρα δημοψήφισμα), το ΚΚΕ είναι  η πιο συγκροτημένη και ενεργητική  ομάδα πρωτοβουλίας στην οργάνωση της αντίδρασης ενάντια στην κυρίαρχη εξουσία. Το πολιτικό κενό, οι καιροσκοπισμοί των διαλυμένων  παραδοσιακών κομμάτων, η  αυξανόμενη εξαθλίωση  των μεσαίων στρωμάτων δημιουργούν προϋποθέσεις για διαμόρφωση ενός μπλοκ αντίδρασης και το ΚΚΕ  με την κομματική του οργάνωση έχει τις προϋποθέσεις να απαντήσει και να αντιτεθεί στην οργανωμένη κρατική δύναμη της αστικής τάξης. Πως όμως θα γίνει αυτό;  Πως οι εργαζόμενοι θα το εμπιστευτούν για να πυκνώσουν τις τάξεις του;
        Τα χρόνια  που θα έρθουν θα είναι χρόνια υλικής εξαθλίωσης, σχεδόν του συνόλου του πληθυσμού, και θα είναι αναγκαίο να διαμορφωθεί μια συλλογική, ταξική συνείδηση, ενώ η υπέρβαση του ατομισμού θα  πρέπει να καταλήξει να είναι σχεδόν γενικό αντανακλαστικό. Η πολιτική μας όμως ζωή και κουλτούρα συγκροτήθηκαν μέχρι τώρα από προσομοιώσεις παθών και απαξιωμένων θεσμών, ενώ καλλιεργήθηκε στην κοινωνία ο ατομικισμός, ο κυνισμός και  η ανευθυνότητα.  Πόσο πιο πιθανό είναι να  επιφυλαχτεί και πάλι η πιο βάναυση μοίρα στους καλύτερους και μάλιστα μέσα στις τάξεις του κινήματος;
         Σε μια ακραία αναμέτρηση, ακόμα κι όταν δεν είναι ένοπλη, η αυτόβουλη και ανεξάρτητη συμμετοχή δεν είναι εφικτή, εκ των πραγμάτων  πρέπει να ενταχθεί κανείς ή όχι σ΄ έναν σχηματισμό.  Θα πρέπει όμως το κίνημα αντίστασης να διαμορφωθεί με βάση  τη συλλογική έκφραση ενός οράματος, ακόμα κι αν αυτό φαίνεται σαν ένας όχι και τόσο ρεαλιστικός πόθος, με βάση μάλιστα το τι θέλουμε και όχι μόνο τι μπορούμε να πετύχουμε. Γενικά,  η Αριστερά μπορεί να μορφοποιήσει αυτά τα οράματα και το ΚΚΕ με την οργάνωσή του να πείσει για την δυνατότητα πραγμάτωσής τους. Κι είναι αυτή η οργάνωση δίκοπο μαχαίρι.
         Πώς θα απαντηθούν  τα διλήμματα που γεννά πάντα η στράτευση και η οργάνωση σ’ ένα σκοπό; Πώς οι συμβιβασμοί που θα απαιτηθούν δεν θα ισοπεδώνουν το άτομο, και πώς είναι δυνατό να υπάρχει θέση  γι’ αδογμάτιστο στοχασμό, αν θέλουμε να αντιταχτούμε με ελπίδες νίκης στον οργανωμένο και σίγουρο αντίπαλο; Το κόμμα, η όποια πολιτική οργάνωση είναι απαραίτητα για την οργανωμένη αντίδραση, αλλά πόση ανάσα, ανάπαυλα για σκέψη και συζήτηση μπορεί ν΄ αφήνουν, όταν αυτό που απαιτείται είναι  η ετοιμότητα για πάλη, η πειθαρχία, η ενότητα σκέψης;
         Μεγαλωμένοι σε μια κοινωνία που εκθειάζει τον ατομικισμό είμαστε έτοιμοι ώστε όλα αυτά για την προσωπικότητα και την ελευθερία της να περάσουν σε δεύτερη μοίρα; Η πίστη σε ένα όραμα μπορεί να μας δώσει τη δύναμη για ένταξη, αλλά πόσοι θα πιστέψουν πάλι σε ιδανικά που εδώ και μια εικοσαετία θεωρήθηκαν χρεωκοπημένα; Αν πάλι δεν υπάρχει ένα στήριγμα, ένα όραμα που ν’  αγκαλιάζει τον κόσμο,  η ομφαλοσκοπία μας θα συνεχίζεται. Κι αν  όμως γίνει το ίδιο λάθος με τη δεκαετία του ’40, το ασύμμετρο  της ιδέας που εμψύχωνε  με την πολιτική που ασκήθηκε; 
       Πολλές φορές βέβαια όταν σκέψη και συνείδηση πειθαρχούν ησυχάζοντας μέσα στην ναρκωτική αγκαλιά του κόμματος λυτρώνουν τον φορέα τους και ίσως και προωθούν την υπόθεση. Τι γίνεται όμως με την αφροσύνη και την πολιτική σχιζοφρένεια της ηγεσίας;
     Το κίνημα είμαστε όλοι εμείς,  όταν συνειδητοποιημένοι και αποφασισμένοι πάψουμε να ανεχόμαστε την κηδεμονία της σκέψης μας και της ζωής μας. Και τότε αρχίζουν τα δύσκολα...

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ


        Μέρα με τη μέρα η κατάσταση φαίνεται να   σταθεροποιείται παίρνοντας και  την  πραγματική της μορφή. Ίσως είναι καιρός να  καταλάβουμε καθαρότερα τι γίνεται γύρω μας. Γιατί έχουμε πάθει και έχουμε δει  τόσες μεταβολές, και ζούμε με  τόση ένταση  τα τελευταία δυο χρόνια, ώστε τελικά πολλές ιδέες να  συγχέονται, και άλλες τόσες πεποιθήσεις να  κλονίζονται. 
        Ασκώντας εξουσία το ΠΑΣΟΚ τα δυο τελευταία χρόνια διαμορφώνει θεσμούς και καταστάσεις κομμένες και ραμμένες στα μέτρα που επιβάλλονται από τα διεθνή οικονομικά κέντρα, ενώ η Νέα Δημοκρατία ψελλίζει κάποιες αντιρρήσεις, που εντοπίζονται στην ταχύτητα και τρόπο επιβολής των μέτρων,  όσο για να δικαιολογεί το ρόλο της αντιπολίτευσης.
         Η   μικροπολιτική και των δυο κομμάτων εξουσίας  συμφωνεί να εμφανίζει με αξιώσεις ιδεολογίας ένα σύνολο ιδεών περιορισμένων  στην πραγματικότητα  στο οικονομικό  επίπεδο, και που ακόμα και εκεί δεν έχουν  να πουν τίποτε παραπέρα από την άρνηση του ρόλου του κράτους και δεν  εκφράζουν  παρά ένα αίτημα, να απελευθερωθεί το οικονομικό επίπεδο από τα κάθε λογής δεσμά. Και έτσι δικαιολογούν τις πολιτικές αποφάσεις τους.
         Με τη νέα κυβέρνηση επιχειρείται  νέα συναινετική  νομιμότητα, που περιλαμβάνει εκτός των δυο κομμάτων εξουσίας  και τους μεταλλαγμένους  κλώνους της ακροδεξιάς, η οποία με τον κραυγαλέο οπορτουνισμό της δεν δυσκολεύεται να συνταιριάσει την υποταγή στις επιταγές  της «αγοράς» με το εθνικό συμφέρον, που διακηρύττει ότι υπερασπίζεται.
           Οι τέσσερις  του κόμματος του ΛΑΟΣ,  που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, δίνουν από τη μια το στίγμα της ίδιας  της κυβέρνησης και του πολιτικού κόσμου και αφετέρου  σηματοδοτούν, όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο,  το τέλος της μεταπολίτευσης.
         Εδώ και δυο χρόνια  όλοι μιλούν για το τέλος της μεταπολίτευσης, της οποίας όμως  η ληξιαρχική πράξη θανάτου της ταυτίζεται με την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης.  
          Με την μεταπολίτευση αποκαταστάθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί και το κύρος τους, στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, και εξασφαλίστηκε η ομαλή λειτουργία του με τη δημοκρατική ανασυγκρότηση των θεσμών του. Παρόλο τους κατά καιρούς κλυδωνισμούς του το σύστημα λειτουργούσε και η πλειοψηφία των πολιτών πίστευε σταθερά στην ιδέα της δημοκρατίας
           Με το μνημόνιο άρχισε να δοκιμάζεται κάθε πίστη και πεποίθηση που ενοποιούσαν ετερόκλητα τμήματα  του πληθυσμού και  άρχισε να απειλείται η αξιοπιστία και η επιρροή  του  πολιτικού συστήματος με την παρούσα μορφή του. Και τον τελευταίο καιρό,  εν χορώ, τύπος, ηλεκτρονικά μέσα, βουλευτές,  ευρωπαίοι και λοιποί εταίροι κλπ.  σχεδόν απαιτούσαν «κυβέρνηση  σωτηρίας», που για περισσότερη συσκότιση των σκοπών της την προσδιόριζαν σαν εθνική. Για τη συγκρότησή της παρέκαμψαν ή επιμήκυναν διαδικασίες, προέβησαν σε διασταλτικές ερμηνείες νόμων και συντάγματος, με λίγα λόγια οι ίδιοι οι υποτιθέμενοι υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας δεν δίστασαν να την απαξιώσουν.
        Ολη η  μεταπολίτευση στηρίχτηκε στον ιδεολογικό μηχανισμό της αντίστασης του λαού στην δικτατορία και της δικαίωσής του με την αποκατάσταση και ανανέωση  του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού εύκολα βρέθηκε, κι εκ των υστέρων, από την καλή πλευρά της ιστορίας, ενώ το πολιτικό σύστημα που ανανεώθηκε και μετασχηματίστηκε  ώμνυε στη δημοκρατία και στα λαϊκά δικαιώματα, βγάζοντας από το κάδρο κάθε σχηματισμό που συνδέονταν με ιδεολογίες, οι οποίες  παρέπεμπαν σ’ αντίστοιχες μ’ αυτές της επταετούς δικτατορίας.
        Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης, όπως η δημιουργία της υπερέβη επί της ουσίας  δημοκρατικές διαδικασίες, κατήργησε την αίσθηση της διαφοράς και  μετασχημάτισε την έννοια της ταυτότητας για το πολιτικό σύστημα.
        Το ΠΑΣΟΚ, αφού μετασχηματίστηκε άπειρες φορές  μετεξελίχτηκε τόσο την τελευταία διετία ώστε με τη νέα κυβέρνηση  να  ταυτιστεί  σε πραγματικό  και σε συμβολικό επίπεδο με το  ΛΑΟΣ.  Η Νέα Δημοκρατία, με την περιορισμένη οπτική της, παρασυρμένη από τα πολιτικά παιχνίδια του ΠΑΣΟΚ σε επιλογές που, εκ των πραγμάτων,  ακυρώνουν το ρόλο της ως αντιπολίτευση, συνεχίζει να αρνιέται την πραγματικότητα, υποστηρίζοντας ότι  και συγκυβερνά και αντιπολιτεύεται. Το ΛΑΟΣ,  με τη επαρχιώτικη  αλλά επικίνδυνη λογική του, εν πλήρει  δόξη, το απέσπασαν από το περιθώριο και το κατέστησαν ισότιμο συνομιλητή με τα δυο κόμματα εξουσίας. Και επικεφαλής όλων ένας τραπεζίτης, σύμβουλος σε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, που δεν σταματούν να εκθειάζουν τα μέσα ενημέρωσης, ταυτιζόμενα πλήρως με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
         Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα φαίνεται πια πως δεν έχει, και τυπικά, καμιά ιδεολογική αναστολή που να το   σταματά στην εφαρμογή της πολιτικής που του υπαγορεύεται.  
      Μ’  αυτή την κυβέρνηση φαίνεται να θεωρούνται όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, ομάδες, πρόσωπα,  που  είναι πρόθυμοι  να συνεισφέρουν στην επιβίωση του συστήματος,   σαν  εφεδρείες του, ενώ συγχρόνως πέφτουν και τα ταμπού της μεταπολίτευσης, σχετικά με ακροδεξιές ιδεολογίες.
      Το επόμενο εγχείρημα του κυρίαρχου συστήματος θα είναι ένα βήμα παραπέρα. Αν τώρα παρέκαμψαν ουσιαστικά, αλλά όχι  ξεκάθαρα τυπικά,  δημοκρατικές διαδικασίες, την επόμενη αυτό δεν είναι σίγουρο...