Σ’ αυτές τις εκλογές όλα τα κόμματα
του διαφημιζόμενου δημοκρατικού τόξου μαζί με τους δημοσιογράφους τους απορούν
και εξανίστανται για την είσοδο του κόμματος «Σπαρτιάτες» στη βουλή, χωρίς να ερευνούν
ποιες υπόγειες διαδρομές και συγκοινωνούντα δοχεία αξιοποιήθηκαν σε τόσο μικρό
χρονικό διάστημα. Για ένα κόμμα άγνωστο
μέχρι πριν λίγες ημέρες που δεν είχε λάβει μέρος στις εκλογές του Μαίου, αν και
σύμφωνα με το καταστατικό του υφίσταται από το 2017, χωρίς κομματικά γραφεία. Του
οποίου ο πρόεδρός του Β. Στίγκας, που
πέρασε από Πολιτική Άνοιξη, ΛΑΟΣ Ένωση Κεντρώων, στις πρώτες δηλώσεις του, μετά
το αποτέλεσμα των εκλογών, θρασύτατα ευχαρίστησε τον Η. Κασιδιάρη για τη βοήθειά του χαρακτηρίζοντάς τον «καύσιμο που μας
έδωσε την ώθηση για να φτάσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα».
Επειδή όμως ο εκφασισμός της πολιτικής και κοινωνικής ζωής
δεν ξεκινά με την κοινοβουλευτική παρουσία αυτού του φασιστικού μορφώματος, τη
στιγμή που η είσοδος στη Βουλή της Χρυσής Αυγής πριν πάνω από μια δεκαετία ήταν
ήδη σύμπτωμα του εκφασισμού και στοιχείο επαναπροώθησης του φασισμού, αυτές οι
αντιδράσεις μοιάζουν περισσότερο σαν προπέτασμα καπνού για να κρυφτεί το παιχνίδι
φασισμού και ρατσισμού που χρόνια τώρα παίζεται από την κυρίαρχη εξουσία,
μετατοπίζοντας την πολιτική ατζέντα προς
την ακροδεξιά.
Έχει ξεχαστεί ότι έχει ξεκινήσει η δειλή νομιμοποίησή του φασισμού, το
Νοέμβριο του 2011, με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ στη κυβέρνηση Παπαδήμου με την
υποστήριξη των ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ, που άφησε κληρονομιά στη Ν.Δ τα τρία στελέχη της, τα
οποία φρόντισε η τελευταία να αξιοποιήσει. Επιπλέον πριν από την είσοδο των
φασιστών της Χ.Α στη Βουλή, το 2012, στελέχη της προβάλλονταν από τα συστημικά
μέσα ενημέρωσης κατά κόρον, ενώ κι αργότερα, και επί συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς Ανεξάρτητους Έλληνες του Καμμένου, καθυστερούσε χρόνια η διεξαγωγή της δίκης της για
το φόνο του Π. Φύσσα. Και βέβαια δεν δόθηκε ποτέ επαρκής εξήγηση πώς ο καταδικασμένος σε φυλάκιση Η. Κασιδιάρης
μέσω τηλεφωνικών επικοινωνιών έκανε διαγγέλματα παρακάμπτοντας το σωφρονιστικό
κώδικα, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση της Ν.Δ θέλοντας να πείσει για την διαφοροποίησή της από
φασιστικά μορφώματα, αλλά κυρίως να εξασφαλίσει και ψήφους από τα δεξιά, κατέφευγε σε νομικές διαδικασίες, εκ προοιμίου ανεπαρκείς
και ύποπτες, για να αποκλειστούν από τη Βουλή φασιστικά κόμματα.
Βέβαια, τα νέα
ακροδεξιά ή φασιστικά μορφώματα, εκτός από τους «Σπαρτιάτες» και η ΝΙΚΗ, μετά
την καταδίκη της Χ.Α μοιάζει να διστάζουν τώρα να επιδείξουν την ωμή δύναμή τους
αδιαφορώντας για τη νομιμότητά τους. Προβάλλοντας θρησκευτικά ή εθνικιστικά
προτάγματα κρύβουν άτσαλα το φασισμό τους,
τόσο ώστε να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι
στο πολιτικό σύστημα, που καλλιεργώντας
την ανασφάλεια και το φόβο, να καλύπτει τη μετατόπισή του προς όλο και αυταρχικότερες
πρακτικές.
Το ανησυχητικό
είναι ότι ένας αξιόλογος αριθμός
εκλογέων, κοντά μισό εκατομμύριο, επιμένει χρόνια τώρα στην φασιστική επιλογή
του. Ίσως είναι που όλα αυτά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, η καλλιέργεια της
ηττοπάθειας από τον κυρίαρχο λόγο για
τον μονόδρομο των μηχανισμών της Ευρωζώνης, συμπληρωμένη από την πολιτική του
ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος βεβαίωνε την ανυπαρξία εναλλακτικής στην πολιτική της ΕΕ που
επιβάλλεται στη χώρα εξαθλιώνοντας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, απέκλειαν κάθε
έξοδο διαφυγής. Έτσι αποδυναμωμένοι εργαζόμενοι χωρίς ταξική συνείδηση, με το
φόβο της κοινωνικής τους υποβάθμισης, χωρίς να το ομολογούν, στοιχήθηκαν πίσω
από τις σιδερένιες γροθιές των φασιστών, ενώ η ενίσχυση
της απαξίωσης της αριστεράς με την καπηλεία της από τον ΣΥΡΙΖΑ καθήλωσε τις λαϊκές
αντιδράσεις.
Το θετικό όμως είναι ότι αυτός ο δισταγμός της απροκάλυπτης
προβολής φασιστικών ιδεολογιών είναι η απόδειξη της ήττας που υπέστη την πρώτη
φορά η κομματική εκπροσώπηση του φασισμού, είναι η απόδειξη της αδυναμίας τους να
κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να τους εμποδίζει κανένας, με την ανοχή της κυρίαρχης
εξουσίας. Κι αυτό κατορθώθηκε με τους αγώνες του αντιφασιστικού κινήματος που βρίσκεται συνεχώς σε επαγρύπνηση.
Γι’ αυτό και οι
πορείες του ΚΚΕ που βγήκε με τα σφυροδρέπανα
ανήμερα των αποτελεσμάτων των εκλογών στους δρόμους ήταν και η επίδειξη της δικής
του δύναμης ενάντια στην είσοδο των φασιστών στη Βουλή. Γιατί είναι το ΚΚΕ που εμπνέει και οργανώνει ταξικούς
αγώνες, η πιο ισχυρή οργανωμένη δύναμη που αντιστέκεται στην ηττοπάθεια και τους
φασίστες.
Συγχρόνως
βέβαια, η άνοδος των ποσοστών του μετά από μια δεκαετία
καθίζησης μπορεί να είναι ένας καλός λόγος για να γιορτάσουν οι κομμουνιστές,
που χρόνια τώρα αγωνίζονται σε κάθε χώρο δουλειάς, που εμπράκτως εκφράζουν την
αλληλεγγύη τους στα θύματα της κυρίαρχης πολιτικής, που βρίσκονται πάντα
μπροστά σε όλους τους λαϊκούς αγώνες, προωθώντας και αναπτύσσοντας την ταξική
συνείδηση των μαζών, σ’ ένα περιβάλλον εχθρικό με απαξιωμένη την κομμουνιστική
ιδεολογία. Δεν είναι ότι η εργατική τάξη
μπορεί να κερδίσει την εξουσία μέσω των εκλογών ή από τους εκπροσώπους του
κόμματος που συμμετέχουν σε κοινοβούλια. Μπορεί όμως η αύξηση της εκλογικής
δύναμης των κομμουνιστών να συμβάλλει στην προώθηση της ιδεολογίας του Κομμουνιστικού
Κόμματος, απελευθερώνοντας την εργατική τάξη από τη λαβή της αστικής
ιδεολογίας, μπορεί ν’ αυξήσει την εμπιστοσύνη του λαού στον εαυτό του και
εναντίον της αστικής κυβέρνησης.
Φυσικά, η βίαιη καταστολή δεν είναι πια η πιο
αποτελεσματική μορφή ταξικής κυριαρχίας και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες οι
δημοκρατικές διαδικασίες προκρίνονται, γιατί υποστηρίζουν την ψευδαίσθηση
μεταξύ των εκμεταλλευομένων ότι πραγματικά έχουν λόγο στον τρόπο διακυβέρνησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτονται από
το ταξικό κίνημα, όπως ακριβώς δεν απορρίπτεται, αλλά αντίθετα επιδιώκεται, και η σύσταση συνδικαλιστικών οργανώσεων για
την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, η οποία και μ’ αυτόν τον
τρόπο αναπτύσσει την ταξική της ταυτότητα. Ο αγώνας γίνεται έξω στους δρόμους, το
κοινοβούλιο όμως χρησιμοποιείται ως μορφή βοηθητική για την έκθεση του εκμεταλλευτικού καθεστώτος
και των εκμεταλλευτικών τάξεων, συνδυάζοντας κοινοβουλευτικές δραστηριότητες πάντα
με εξωκοινοβουλευτικές και επιδιώκοντας και άμεσα βελτιώσεις στη ζωή της εργατικής τάξης.
Και είναι το
κομμουνιστικό κόμμα που δεν χάνει τους μακροπρόθεσμους στόχους για
μετασχηματισμό της κοινωνίας, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος οργανώσεις και συνδικάτα
να γίνουν απλώς ένα λειτουργικό κομμάτι της αστικής κοινωνίας, όπως συνέβη με
τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που ενσωματώθηκαν στον καπιταλισμό και συνεχίζουν
να καταφέρονται εναντίον των κομμουνιστικών κομμάτων, σαν τον ΣΥΡΙΖΑ στα καθ’
ημάς.
Σε έναν κόσμο
που αντιμετωπίζει οικονομική κρίση, πόλεμο και βαρβαρότητα από όλες τις
πλευρές, οι εθνικές λύσεις και μεταρρυθμίσεις που υπόσχονται στις αστικές
εκλογές είναι πιο απατηλές από ποτέ. Η εργατική όμως τάξη εξακολουθεί να είναι η τάξη
που δημιουργεί τον πλούτο σε αυτό το σύστημα, εξακολουθεί να είναι η
εκμεταλλευόμενη τάξη και επομένως εξακολουθεί να είναι η μόνη δύναμη που μπορεί
να αλλάξει την κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου