Από την
κρίση του 2010 και την προσφυγή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό
Στήριξης, οι πολιτικές της βίαιης
οικονομικής συρρίκνωσης με την συνεχή λιτότητα που χτυπάει ταυτόχρονα το σύνολο
των εργαζομένων δεν εφαρμόζονται χωρίς τριγμούς. Γι΄ αυτό μια τέτοια πολιτική, για να μπορέσει να
λειτουργήσει θα πρέπει να στηρίζεται σε κάποια ιδεολογική και πολιτική
συναίνεση των μαζών. Κι επειδή αυτή η άγρια λιτότητα, με την επακολουθήσασα
εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, έμοιαζε σαν να έπεσε ως δια μαγείας,
σε έναν κόσμο εφησυχασμένο, που πίστευε διεύρυνση των κατακτήσεων και του εισοδήματος και ψήφιζε σε ένα πνεύμα
ευδαιμονίας, ο πιο άμεσος και γρήγορος τρόπος, για να επιτευχθεί η ιδεολογική
και πολιτική προετοιμασία που θα έσπρωχνε τον ίδιο το λαό στην αποδοχή της οικονομικής
λιτότητας, ήταν η ενοχοποίησή του.
Η ρήση του Θ. Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε» ήταν
η συμπύκνωση αυτής της πολιτικής που, θεωρώντας
υπεύθυνες τις λαϊκές μάζες για την οικονομική κατάρρευση, απαιτούσε τη
συναίνεσή τους για τις πολιτικές εξαθλίωσής τους, με το φόβο να μη διαρραγεί η
κοινωνική συμμαχία, παρόλο που η εργατική τάξη καλούνταν να πληρώσει τα σπασμένα. Επιπλέον, για να μην εμφανιστεί στον κυρίαρχο λόγο, σε
θεωρητικό και ιδεολογικό επίπεδο, ένα σχεδόν απόλυτο κενό επιστρατεύτηκαν ξανά,
αναπαλαιωμένες, άλλου είδους
συγκρούσεις, όπως του παλιού και νέου,
της συντήρησης και προόδου, που τα αστικά κόμματα, όπως Ν.Δ ή ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ,
σ’ αυτές τις εκλογές εντοπίζουν τις διαφορές τους. Κι έτσι να αποκρυφτεί η
ταξική σύγκρουση και να αποφευχθεί οποιαδήποτε ρήξη που να οδηγεί σε αντιπαράθεση έχοντας ως
όρους της την υπέρβαση του πολιτικοοικονομικού συστήματος.
Μ’ αυτόν τον
τρόπο οι αντιδράσεις στις κυρίαρχες
πολιτικές χειραγωγημένες δεν θα έφταναν σε σημείο ανατροπής τους, αφού, με
απαξιωμένη και περιθωριοποιημένη τη μόνη πολιτική δύναμη, την κομμουνιστική,
που είχε τη δυνατότητα οργάνωσης και αντίστασης στην καπιταλιστική επίθεση, οι
μεγάλες μάζες δεν έβλεπαν να υπάρχει καμιά εγγύηση επιτυχίας. Ο κυρίαρχος λόγος
εκφόβιζε, χειραγωγούσε συνειδήσεις, εκμηδένιζε το αντίπαλο δέος του
κομμουνιστικού λόγου και δεκατρία χρόνια
τώρα τη διαχείριση της φτώχειας και μιζέριας των εργαζομένων την πρόβαλε ως βελτίωση της κατάστασής τους σε νέες
σταθερές βάσεις.
Μόνο που τελικά φαίνεται ότι επαληθεύεται μόνο η κομμουνιστική
εκδοχή κατανόησης της κάθε κρίσης, ενώ αποδεικνύεται ότι στο εξής δεν υπάρχουν
μετριοπαθείς λύσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Οι όροι του
παιγνιδιού είναι σαφείς: ή το κεφάλαιο θα κατορθώσει να επιβάλλει την ηγεμονία
του και να υποτάξει ολοκληρωτικά την εργατική τάξη, αφαιρώντας και τις
κατακτήσεις της ή η εργατική τάξη θα πρέπει να βαδίσει σε μια πορεία ανατροπής
του κεφαλαίου και να προβάλλει το
μοντέλο και την ανάγκη μιας νέας πορείας έξω και πέρα από τον καπιταλισμό. Η
διατήρηση του σημερινού status quo μοιάζει πολύ δύσκολη, με όποια διαχείριση της
μιζέριας να φαίνεται να οδηγεί σε μεγαλύτερο κακό.
Κι εδώ εμφανίζεται το
τρομερό κενό για τον κυρίαρχο λόγο. Καμιά
πολιτική δύναμη, απ’ αυτές που μιλούσαν εναλλακτικά, αναθεωρητικά,
αντιεξουσιαστικά κλπ. όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν προβάλλει εναλλακτική λύση και δεν
κατευθύνει προς αυτήν μέσα από την οργάνωση και πάλη των εργαζομένων. Οι
επαναστατικές κορώνες των πάλαι ποτέ σοσιαλιστικών ή αριστερών αναθεωρητικών σχηματισμών
σώπασαν κάτω από τον οδοστρωτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μηχανισμών της
και τα κόμματα της δίνουν τα διαπιστευτήρια της
υποταγής στις επιταγές της. Από την άλλη, και τα λεγόμενα συντηρητικά
κόμματα όπως η Ν.Δ δεν έχουν να προτείνουν τίποτε άλλο και υπόσχονται ασφάλεια και
σταθερότητα στη μιζέρια. Όλος ο καυγάς σ’ αυτές τις εκλογές ανάμεσα σ’
αυτά τα κόμματα γίνεται για τις κοστολογήσεις των προγραμμάτων ή το ύψος και
μορφή φορολόγησης με περίεργα μαθηματικά, όπως του Α. Σκέρτσου, αφήνοντας
άθικτο το κεφάλαιο.
Κι αν όλοι
ετούτοι δεν έχουν τρομοκρατηθεί από την οργή και το θυμό των εξαθλιωμένων είναι
που δεν έχουν φανταστεί ούτε οι ίδιες οι
μεγάλες μάζες μιαν ανατροπή, ακόμα κι αν
πρωτοπόρα τμήματά της, που εμπνέονται από το κομμουνιστικό όραμα πιστεύουν σε
μια τέτοια δυνατότητα, η οποία όμως προϋποθέτει ταξική συνειδητοποίηση, αγώνα και προσπάθεια.
Οι εργαζόμενοι
αυτά τα τελευταία χρόνια βρίσκονται στην
ανάγκη να κάνουν ένα άλμα προς τα εμπρός, ξεπερνώντας ψευτοδιλήμματα των
αστικών κομμάτων που είχαν αλώσει τις συνδικαλιστικές τους ενώσεις απαξιώνοντάς
τες. Το ίδιο το γεγονός των υποσχέσεων για μετασχηματισμούς από πολιτικούς της
δημοκρατικής λεγόμενης παράταξης στα χρόνια της μεταπολίτευσης έφραζε τη
δυνατότητα της άμεσης κατανόησης των διλημμάτων μια και από εκείνα τα χρόνια του ρωμαλέου εργατικού
κινήματος δίνονταν η εντύπωση ότι οι
διεκδικήσεις των εργαζόμενων γίνονταν αμαχητί αποδεκτές. Η πλειοψηφία τους, παραμένοντας
σε αντιπαραθέσεις παλαιότερων εποχών,
δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένη
ιδεολογικά, πολιτικά, θεωρητικά να αναγνωρίσει
το άδειο κέλυφος της δημοκρατικότητας, ισότητας ή ελευθερίας για το οποίο η
κυρίαρχη τάξη έκλεβε τη συναίνεσή τους,
επιβάλλοντας την πολιτική της. Γίνεται λόγος
για ανάπτυξη που ευνοεί το μεγάλο κεφάλαιο, επιμένοντας όμως ότι γίνεται
προς όφελος των αδύναμων και
αποσιωπώντας τους μισθούς πείνας που εξασφαλίζει. Προπαγανδίζοντας βελτίωση του συστήματος δημόσια υγείας
παραλείπονται οι οικονομικές προϋποθέσεις που θα το κάνει απλησίαστο για τις μεγάλες
μάζες. Ψηφίζονται νόμοι για δικαιώματα και η ανεργία και η φτώχεια τα
μετατρέπει σε κενό γράμμα χωρίς εφαρμογή.
Μοιάζει η ελληνική κοινωνία να φτάνει μέσα από
τεθλασμένες πορείες, συναίνεσης και σύγκρουσης, υποταγής και αντίστασης, μπροστά στο μεγάλο και αποφασιστικό δίλημμα, εργατική
τάξη ή κεφάλαιο, που ο κυρίαρχος λόγος θέλει πάντα να αποκρύβει. Γι’ αυτό, ενώ βιώνεται
το χάσμα με το κεφάλαιο, σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού φαίνεται να μην υπάρχει
καμιά, ή μάλλον ελάχιστη, κατανόηση της
φύσης της περιόδου και των
προτεραιοτήτων ανατροπής που
αντικειμενικά μπαίνουν μπροστά. Τίποτε πια τις τελευταίες δεκαετίες δεν μοιάζει ξεκάθαρο και οι εργαζόμενοι προχωρούν
ψαχουλευτά και τυφλά, έχοντας δώσει εμπιστοσύνη σε υποσχέσεις ανέφικτες που
δόθηκαν για να παραπλανήσουν, να εγκλωβίσουν σε συμβολισμούς αγωνιστικές
κινητοποιήσεις, να περιθωριοποιήσουν τον κομμουνιστικό λόγο, ώστε στις λαϊκές τάξεις να μην αναπτύσσεται
ούτε καν ο προβληματισμός της υπέρβασης του status quo και πολύ περισσότερο η
οργάνωση της αντίστασης του στην καπιταλιστική επίθεση.
Και τελικά η
μόνη οργανωμένη και συμπαγής πολιτική δύναμη που έχει συνειδητοποιήσει του τι
παίζεται είναι η κομμουνιστική. Είναι η
μόνη που μπορεί να δραστηριοποιηθεί για να ξεκαθαρίσει τους όρους του
διλήμματος στις λαϊκές μάζες, χωρίς αυταπάτες και χωρίς να υποτιμώνται οι όροι
αντιπαράθεσης. Είναι αυτός ο πολιτικός πόλος που με την υπερεκατονταετή ιστορία
του μπορεί να απαντήσει στα προβλήματα και τις ανάγκες του κοινωνικού
μετασχηματισμού, που έχει διαμορφώσει τους κατευθυντήριους άξονες της
αγωνιστικής αντίδρασης ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση. Γιατί είναι το ΚΚΕ
που έχει καταφέρει σε πολύ χαλεπούς καιρούς να αποφύγει την επιδιωκόμενη και
από το πολιτικό σύστημα ολοκληρωτική συρρίκνωση και εξαφάνιση μέσα από την
ενσωμάτωση σε πολιτικά σχήματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που υποκρίνονταν τις
επαναστατικές δυνάμεις, παρασύροντας τους εργαζόμενους στην ηττοπάθεια και
αδράνεια.
Γι’ αυτό και
είναι τόσο σημαντική στις εκλογές η αύξηση της δύναμης του ΚΚΕ, και εννοείται
όχι μόνο και κυρίως εκλογικά, ώστε να μπουν τα αιτήματα μιας άλλης διακυβέρνησης.
Μπορεί η κατάσταση να μην είναι επαναστατική, παρόλο που η κυρίαρχη τάξη δεν μπορεί να κυβερνά όπως παλιά, και οι λαϊκές μάζες δεν έχουν σε μεγάλο
ποσοστό συνειδητοποιήσει το πρόβλημα για μια άλλη διακυβέρνηση. Γι’ αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα, και
αυτά της αστικής δημοκρατίας, για οργάνωση και αγώνα. Αναπόφευκτα πια, τώρα που
όλες οι ανέξοδες υποσχέσεις διαψεύστηκαν, ενώ η εξαθλίωση αυξάνεται, η μόνη
διέξοδος είναι ο σκληρός αγώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου