Λοιπόν, μόλις πατάς το πόδι σου
στο στρατόπεδο της φτώχειας ανακαλύπτεις τον κόσμο. Ο κόσμος είναι αλλιώτικος
όταν τον κοιτάς από πάνω κι αλλιώτικος
όταν τον κοιτάς από κάτω. Και όλοι αυτοί οι πολιτικοί των αστικών κομμάτων
θέλουν να πείσουν ότι βλέπουν τον κόσμο από κάτω και ισχυρίζονται ότι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή
της καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων και των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ
κοινωνικών ομάδων που δεν τολμούν καν να ονομάσουν κοινωνικές τάξεις.
Είναι όμως
μόνο λυρικά ξεσπάσματα τα στομφώδη λόγια για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων,
για οικονομική ενίσχυση των φτωχών, γενικά για ξεπέρασμα των μεγάλων ανισοτήτων,
που μετά βίας κρύβουν την αδιαφορία για την τύχη των λαϊκών στρωμάτων, όταν
προέρχονται από τους αστούς διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων. Αν μάλιστα η
υποκρισία υπάρχει με όρους κοινωνικών ανισοτήτων, προέρχεται από την
ονομαζόμενη αριστερά, τη σοσιαλδημοκρατία με τα διάφορα ονόματα, ή και τους φιλελεύθερους, αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης, που
επιδεικνύουν μόρφωση και κοσμοπολίτικο πνεύμα,
που μιλούν σκληρά ενάντια στις ανισότητες, αλλά η μοίρα των εργαζομένων σε
γραμμές παραγωγής ή ταμείων δεν είναι στην πραγματικότητα το πρόβλημά τους. Όλοι
αυτοί, αστοί και μικροαστοί, κολακεύουν τον προλετάριο πολλές φορές
υποκρινόμενοι τον συνοδοιπόρο του για να εκμαιεύσουν συναίνεση και ηρεμία.
Παρουσιάζονται
γενναιόδωροι στην φυλετική ανάμειξη σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, αρκεί
να ισχύει για άλλες κατηγορίες και να
μην εισβάλλει στις γειτονιές που μένουν. Υπερασπίζονται τα προνόμια τους,
αναδεικνύοντας τις ανισότητες που δεν αμφισβητούν την εξουσία τους, όπως
χάσματα μεταξύ φύλων, γενεών, διακρίσεων. Αυτές οι νέες ανισότητες εισβάλλουν
στο λόγο, καταλαμβάνουν όλο το πεδίο και εξαλείφουν τις ταξικές ανισότητες. Η
δραματοποίηση των λόγων τους γύρω από την κρίση και επισφάλεια λειτουργεί προς
όφελος του ίδιου του συστήματος, γιατί εάν η επισφάλεια, η υποβάθμιση, οι κακές συνθήκες εργασίας
και η ανεργία επηρεάζουν όλους, δεν επηρεάζουν πλέον κανέναν, δεν υπάρχουν
θύματα αυτής της κρίσης. Όταν η κρίση
είναι παντού, δεν είναι πουθενά. Δεν υπάρχει αιτία, δεν υπάρχει και λύση άλλη
από αυτή που οι ίδιοι επιλέγουν.
Οι πιο προοδευτικοί,
αλλά και κάποιοι στα δεξιά της πολιτικής σκακιέρας, υποδεικνύουν μια χούφτα υπερτυχερών καπιταλιστών,
αφού είναι μάλλον η τύχη και όχι ο τρόπος λειτουργίας του καπιταλισμού που τους
έκανε πλούσιους, οι οποίοι ελέγχουν τον
κόσμο και είναι ο εχθρός. Ο εχθρός αυτός έρχεται απ' έξω, ιδιαίτερα από την
«καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» που καθοδηγείται από αυτό το διάσημο 1% των πιο
πλούσιων καπιταλιστών. Κι ο καπιταλισμός αυτό που θέλει επομένως είναι μια
διόρθωση, για να μπορεί να λειτουργεί σωστά.
Και όσο περνούν τα χρόνια, πρώην
επαναστατημένοι, αριστεροί, φιλελεύθεροι, προσποιούνται όλο και λιγότερο ότι
αντιτίθενται στις ανισότητες, δίνοντας παραδείγματα ατομικής επιτυχίας. Δίνουν έμφαση
στις νέες ανισότητες με τη δικαιολόγηση ότι αυτές είχαν επισκιαστεί για πολύ
καιρό με την ταξική ανάλυση της κοινωνίας. Εξάλλου η άνοδος του βιοτικού
επιπέδου, ιδιαίτερα μέχρι την πρώτη δεκαετία του 2000, η ομογενοποίηση του
τρόπου ζωής θόλωσαν τα ίχνη των ανισοτήτων.
Τα πιο ευνοημένα λοιπόν κοινωνικά στρώματα θέλουν να
εκμεταλλευτούν πλήρως την έλευση της καταναλωτικής κοινωνίας, ενώ μπορεί και να
την επικρίνουν. Για να γίνει αυτό, χρειάζονται ιδιαίτερα τον χρόνο των άλλων,
τον οποίο αγοράζουν σε μια μεγάλη ποικιλία μορφών. Επωφελούνται από την ύπαρξη
ενός ευέλικτου εργατικού δυναμικού του οποίου οι κοινωνικοί αγώνες δεν είναι
συγχρονισμένοι και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα των λαϊκών στρωμάτων. Και
καθώς όλοι ετούτοι δεν βρίσκονται μόνο στο
ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ αλλά και σε μέρος της Ν.Δ
που θέλει να καταλάβει όλο τον πολιτικό χώρο που η αναξιοπιστία των
ονομαζόμενων αριστερών αφήνει κενό, χωρίς να εγκαταλείπει όμως άστεγους και ακροδεξιούς
ή και φασίστες που καμουφλάρονται δημοκρατικοί με επιτυχία, γι’ αυτό και δεν
αντιτίθενται στη βουλή στην ψήφιση των διαφόρων αντεργατικών νόμων.
Κι
αν σε περιόδους οικονομικής προόδου, όπως
στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι., θα μπορούσε κανείς να δώσει
ή να συναινέσει να πάρουν λίγο περισσότερο οι λιγότερο τυχεροί, που δεν ήταν
ικανοί να πετύχουν, αρκεί να αυξηθεί βέβαια
και το δικό του μερίδιο, η στασιμότητα όμως ή και ύφεση της οικονομικής
δραστηριότητας από τη δεύτερη ιδιαίτερα δεκαετία του 21ου αι.,
αποτρέπει άλλες επιλογές κατανομής του εισοδήματος. Καθώς οι αντιθέσεις
δυναμώνουν, τα ευνοημένα κοινωνικά στρώματα δικαιολογούν τα πλεονεκτήματά τους
με άνιση βαρύτητα στον δημόσιο χώρο. Κι αυτές οι ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες,
και όχι μόνο η μεγάλη οικονομική αστική τάξη, κινητοποιούνται στο πλευρό της
για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.
Κι
ενώ με την επέκταση της εκπαίδευσης, μεταπολιτευτικά, η άνοδος του μορφωτικού
επιπέδου είχε δώσει στα παιδιά από τις εργατικές τάξεις περισσότερα όπλα για να
υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, συγχρόνως όμως λειτούργησε και σαν
συγκολλητική ουσία που στερεοποίησε τις ανισότητες. Τα εκπαιδευτικά προσόντα πρόσφεραν
νέα νομιμότητα σε όσους τα κατέχουν. Η ευόδωση κάποιων προσπαθειών για
ενσωμάτωση στις κυρίαρχες τάξεις επαλήθευσε το κυρίαρχο αφήγημα ότι οι
ανισότητες βασίζονται όλο και περισσότερο σε μια διαδικασία που είναι ένα
κοκτέιλ προσωπικής αξίας, ευφυΐας και σκληρής δουλειάς. Επικροτείται ο ακαδημαϊκός ανταγωνισμός που είναι το αντίστοιχο του οικονομικού και οι
νικητές του γίνονται πιο δυνατοί, γι’ αυτό αντιδρούν σε κάθε απόπειρα
εκπαιδευτικού εκδημοκρατισμού.
Η
υποκρισία αυτής της αστικής τάξης που
δηλώνει αριστερή ή και φιλελεύθερη βασίζεται σε πολλούς παράγοντες. Η ίδια
είναι διχασμένη, αποτελούμενη από διαφορετικές υποομάδες και οι λιγότερο
ευνοημένες δείχνουν να μη θέλουν να αποκοπούν από τα λαϊκά στρώματα, συνεχίζοντας
να διεκδικούν εκδημοκρατισμό σχολικής εκπαίδευσης, στήριξη μεταναστευτικών
πληθυσμών, καταπολέμηση φτώχειας, ελπίζοντας ότι οι ίδιες θα κρατήσουν τα δικά τους
προνόμια.
Η λαιμαργία όμως των
πιο ευνοημένων έχει συνέπειες. Αυτή η αστική τάξη που αδιαφορεί στην πραγματικότητα
για τις συνέπειες της συμπεριφοράς της για τις εργατικές τάξεις, πίσω από την
κατακραυγή της για την ανισότητα μοιάζει να μη βλέπει τόσο μεγάλη ζημιά στην
πρόσβαση στην εξουσία ενός ακροδεξιού ή και φασιστικού κόμματος, με το
κατάλληλο προκάλυμμα. Μια απλή ένδειξη είναι τα μέσα ενημέρωσης, που
διευθύνονται από πρόσωπα αυτής της αστικής τάξης και έχουν γίνει οχήματα για την προπαγάνδα της
ακροδεξιάς. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο πριν από κάποια χρόνια, όπως και μετατόπιση ενός αυξανόμενου αριθμού αριστερών
διανοουμένων να κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Και όλοι μαζί συμφωνούν σ’
έναν αντικομμουνιστικό λόγο, που συκοφαντεί κάθε αγώνα των εργαζομένων, απαξιώνει κάθε όραμα για μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Κι έτσι οι εργατικές τάξεις, περιφρονημένες, εν μέρει αποκλεισμένες από την
πρόοδο του εισοδήματος και της εκπαίδευσης, σπρώχνονται για να υποστηρίζουν την
ακροδεξιά.
Οι κοινωνίες μας όμως δεν
είναι χωρίς τάξεις, αλλά οι αστικές
τάξεις κάνουν προσπάθειες να μείνουν χωρίς
ταξικό λόγο. Είναι όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα που συνεχίζει να αρθρώνει ταξικό λόγο, προσαρμοσμένο στην
σύγχρονη πραγματικότητα. Είναι αυτό που αποκαλύπτει την υποκρισία αστών και
μικροαστών και συγκρούεται με τους φασίστες. Δίνει μια θεωρητική εξήγηση αυτών των
ανισοτήτων σε ένα πολιτικό σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού, αξιόπιστο και
επαληθεύσιμο, οργανώνοντας την εργατική τάξη για να αγωνιστεί για τα συμφέροντά
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου