Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΟΙΟΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΙΣΟΔΥΝΑΜΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ

 

Στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση, στο άρθρο 85 ορίζεται πως για την κατανομή των μαθητών στα τμήματα, με απόφαση του Συλλόγου Διδασκόντων, τα κριτήρια  δεν είναι πια η αλφαβητική σειρά. Αντίθετα είναι πέρα από την « ποσοτική αναλογία μαθητών/τριών», οι «ειδικότερες μαθησιακές ανάγκες των μαθητών/τριών και η «διαμόρφωση ομάδων με στόχο τη διευκόλυνση της κοινωνικής ένταξης και μαθησιακής προόδου των μαθητών/τριών». Η απόφαση λαμβάνεται από το Σύλλογο των διδασκόντων και σε περίπτωση άρνησής του η απόφαση βαρύνει τον Διευθυντή ή Προϊστάμενο της σχολικής μονάδας, ενισχύοντας έτι περαιτέρω το ρόλο τους.    
       Ο βομβαρδισμός μας με τα ιδεολογήματα της αξιοκρατίας και αριστείας φαίνονται τώρα ιδιαιτέρως χρήσιμα, αφού δικαιολογούν αρκούντως  κατά τον κυρίαρχο λόγο, όχι μόνο τον πολλαπλασιασμό των προτύπων σχολείων, αλλά και  την κατηγοριοποίηση στο ίδιο το σχολείο των μαθητών με  την κατανομή στα τμήματα ανάλογα με την επίδοση και τις μαθησιακές ανάγκες. Για να δικαιωθεί έτσι ο καταμερισμός εργασίας, που γίνεται με τη βοήθεια των σχολικών μηχανισμών, με άμεση συνέπεια την αναπαραγωγή κοινωνικών κατηγοριών   που κάθε μια έχει  αναλάβει ένα δικό της  ρόλο στην παραγωγή. Και να αποκαλυφθεί πως παρόλα όσα λέγονται για την αποδοχή της διαφορετικότητας στεγανοποιούνται κοινωνικές διακρίσεις, αφού σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι η ««δημιουργία ισόρροπων, ομοιογενών και ισοδυνάμων τμημάτων».
       Για δεκαετίες η μονόγραμμη διάρθρωση του σχολικού μας συστήματος θεωρήθηκε πως λειτούργησε έτσι, ώστε, τουλάχιστον σ’ ένα θεσμικό επίπεδο, να διευκολυνθεί η κοινωνική άνοδος και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Και ήταν λιγότερο η δημοκρατικότητα του συστήματος και περισσότερο η αδυναμία,  σ’ ένα νεοσύστατο κράτος με μια αστική τάξη που προσπαθεί να συγκροτηθεί  και ν’ αποκτήσει ερείσματα σ’ αυτό, να ευδοκιμήσει κάποιο ιδιαίτερο για τους προνομιούχους  σχολικό δίκτυο όπως συνέβη στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν η διάχυτη εντύπωση  ότι το σχολικό μας σύστημα ως κριτήριο επιλογής δεν είχε και δεν έχει την κοινωνική προέλευση, αλλά την προσωπική ικανότητα. Μόνο που αυτό εν μέρει αληθεύει, γιατί στην πραγματικότητα, όλες αυτές τις δεκαετίες η επιλογή σε μεγάλο βαθμό, αν και αθόρυβα, γινόταν με κριτήρια κοινωνικά, παρόλα τα ιδεολογικά κηρύγματα για κοινωνική ισότητα, δημοκρατικοποίηση της Εκπαίδευσης, ισότητα ευκαιριών κλπ. Και δεν είναι μόνο, όπως στις αρχές του προηγούμενου αιώνα,  η δυσκολία πρόσβασης στο σχολείο για τα παιδιά  των αγροτών  ή  η διαφορά  μορφωτικού  περιβάλλοντος για τα παιδιά της εργατικής τάξης  που δυσκόλευε την προσαρμογή τους στο σχολικό περιβάλλον, αλλά και το αυξανόμενο οικονομικό κόστος τότε και στις μέρες μας για σπουδές ιδιαίτερα στο σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Κι όμως ο κυρίαρχος λόγος επιμένει πως η επιτυχία στο σχολείο επηρεάζεται αποφασιστικά μόνο  από τα φυσικά προτερήματα, όπως ευφυία, ικανότητα μάθησης, ειδικά ταλέντα,  ενδιαφέροντα και την επιμέλεια, τον κόπο ή τα  κίνητρα. 
           Με το συγκεκριμένο άρθρο του νομοσχεδίου στην πραγματικότητα έχουμε ξεκάθαρα και στο σχολείο την αναπαραγωγή της κοινωνικής δομής, δηλ. τον τρόπο της τακτοποίησης των ατόμων σε κοινωνικά προκαθορισμένες θέσεις ή ρόλους Γιατί η λειτουργία του σχολείου έχει σκοπό  να επηρεάσει τους  μαθητές με τέτοιο τρόπο, ώστε να  αναγνωρίσουν τις υπάρχουσες πολιτικές σχέσεις, να τις αποδεχτούν και να συμπεριφερθούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις τους. Και μέσα σ’ αυτή την λειτουργία υπάρχει η ιδεολογία της επίδοσης, που νομιμοποιεί την άνιση κατανομή των αγαθών.  Η ανισότητα δικαιολογείται ως αποτέλεσμα της διαφορετικής προσπάθειας που καταβάλλει κάποιος, καθώς και των διαφορετικών ταλέντων που διαθέτει. Είναι μέσα στις υποχρεώσεις του σχολικού  συστήματος να πείσει τους μαθητές ότι η αξιολόγησή τους έγινε με βάση την απόδοσή τους. Ο μαθητής ταξινομεί τον εαυτό του και καθημερινά του γίνεται γνωστό  ότι οι διαφορές οφείλονται στην ατομική προσπάθεια. Το σχολείο γίνεται ένα χώρος ανταγωνισμού. Μέσα του ενισχύεται ένας ατομικός προσανατολισμός ανόδου. Το σχολείο ξυπνά σε όλους την προσδοκία ν’ αποκτήσει ο καθένας υψηλή βαθμολογία, κατά συνέπεια την επιθυμία ανόδου σε υψηλές θέσεις και όποιος μπορέσει και αντέξει.
          Με το νομοσχέδιο που νομιμοποιεί ενέργειες διάκρισης και διαχωρισμού εντός του σχολείου ταυτόχρονα νομιμοποιεί και κοινωνικές ρυθμίσεις εκτός σχολείου, αφού το σχολικό σύστημα παρουσιάζει τις ίδιες δομικές τάσεις με την κοινωνία, δηλ. την ιεράρχηση της επίδοσης και της αμοιβής. Καθώς μάλιστα το σχολείο περιλαμβάνεται στους πολύμορφους μηχανισμούς κοινωνικοποίησης των νέων η  διαπλαστική επίδραση σ’ αυτούς είναι σημαντική. Από την πλευρά του σχολείου εγείρονται αξιώσεις, ώστε ο μαθητής να προσαρμοστεί στον τρόπο δουλειάς και συμπεριφοράς που απαιτείται, ενώ θα πρέπει κάθε φορά να εξομαλύνονται αντιθέσεις και να λύνονται προβλήματα που δημιουργούνται στη σχολική κοινότητα με τις τόσες διαφορετικές προσωπικότητες μαθητών, κι επομένως να ενισχύονται οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συμμαθητών,  να αναπτύσσονται αισθήματα αλληλοβοήθειας, εμπιστοσύνης, συνεργασίας. Οι μαθητικές τάξεις όμως  αρίστων με περιορισμένη ποικιλομορφία συμπεριφορών, εστιασμένες κατά βάση στην επίδοση και τον ανταγωνισμό συμβάλλουν στη οικοδόμηση αντίστοιχων προσωπικοτήτων σ’ ένα περιβάλλον τεχνητό με ελεγχόμενες αντιφάσεις. Και από την άλλη μαθητικές τάξεις με χαμηλές επιδόσεις που η ένταξή τους σ’ αυτές περιθωριοποιεί μαθητές, περιορίζουν και μόνο με την κατάταξή τους τις δυνατότητες τους  και ακυρώνουν προσδοκίες. Εφαρμόζοντας αυτούς τους διαχωρισμούς δεν ενισχύεται παρά η αποδοχή αντίστοιχων κοινωνικών διαχωρισμών και εσωτερικεύονται τα κανονιστικά πρότυπα του κοινωνικού συστήματος  συντελώντας στην σταθεροποίησή του.
          Καθώς το κάθε εκπαιδευτικό σύστημα  υπηρετεί κοινωνικές ανάγκες, κατατάσσεται  με τον τρόπο λειτουργίας του και  τις παιδαγωγικές αρχές που κάθε φορά υιοθετεί στους θεσμούς εκείνους  που ολοκληρώνουν τη διαδικασία της κοινωνικής ένταξης και μέσω του οποίου προσαρμόζεται το άτομο στις μορφές οργάνωσης του κοινωνικού βίου που είναι αναγνωρισμένες απ’ αυτόν ως ορθές. Κι επειδή τα τελευταία χρόνια οξύνονται οι ταξικές διαφορές και η κοινωνία διαμορφώνεται σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς, με κέντρο τις επιχειρήσεις, είναι επόμενο πως κυριαρχεί το πνεύμα του επιχειρηματία και προωθείται μια αντίστοιχη εκπαίδευση. Το είδος και η μορφή της θα καθορίζεται από τις ανάγκες και τις δυνατότητες της αγοράς η οποία απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις που σχετίζονται με την εργασία του ατόμου για καταρτισμένο προσωπικό παρά από το αίτημα για γενικότερη και συνολική μόρφωση των ατόμων, που  θα εξασφαλίζει σχεδόν αποκλειστικά η κυρίαρχη τάξη για τα μέλη της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: