Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ



Στα πέντε σχεδόν χρόνια της άγριας καπιταλιστικής επίθεσης, όπως εκφράστηκε με τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους, δεν έχει σχηματιστεί στο σύνολο της κοινωνίας μια συμπαγής αντίδραση σ’  αυτά πλήρης και συνολική, αλλά συνεχίζουν να επιβιώνουν ήπιες, ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές τάσεις  -κατάλοιπα της σοσιαλδημοκρατικής μεταπολίτευσης. Το αντιμνημονιακό στοιχείο δεν έχει μετατραπεί σε ένα καθολικό ριζοσπαστισμό που θα μπορούσε να καλύψει και όλο το κοινωνικό φάσμα. Ο μόνος ριζοσπαστισμός, που πριμοδοτείται μάλιστα εμμέσως και  από την κυρίαρχη εξουσία, είναι ο φασιστικός.  Ούτε είδαμε έστω και αδέξια στην πλειοψηφία της κοινωνίας να παίρνει μορφή κανένα όραμα για το μέλλον. Ενώ συνεχίζεται η συκοφάντηση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
 Ο πρώτος καιρός μετά την εγκατάσταση της κρίσης εξέθρεψε μια τυφλή αντίδραση που στρεφόταν στο παρελθόν, επιστροφή στο προ της κρίσεως βιοτικό επίπεδο. Αλλά κι αυτή κράτησε λίγο. Μια καλπάζουσα φθορά, απογοήτευση και κυρίως παραίτηση άρχισαν σύντομα να απλώνονται παντού. Η καθημερινή πραγματικότητα που τσακίζει, οι πανουργίες ενός πολιτικού συστήματος που ελίσσεται, η ανυπομονησία και φόβος μιας τάξης μικρομεσαίων,  η καλλιέργεια για τη ματαιότητα των λαϊκών αγώνων, η οπτική που απομονώνει τα γεγονότα εστιάζοντας σε ανούσιες λεπτομέρειες εκβιάζουν το νόημα της πολιτικοοικονομικής πραγματικότητας αλλοιώνοντας τα πράγματα κι εφευρίσκοντας κάθε φορά νέα ασήμαντα για να αποκαλυφτούν κάτω απ’ αυτά, σαν ουσία τους, συνθετικές έννοιες αμετάβλητες και φετιχοποιημένες, όπως ανάπτυξη, επενδύσεις, δημοσιονομική σταθερότητα, επιχειρηματικότητα, ευρώ κλπ. Δεν είδαμε τα γεγονότα παρά σαν απομονωμένα φαινόμενα, συνέπεια κάποιας διαφθοράς ή δυσλειτουργίας του συστήματος, αρνηθήκαμε να δούμε ότι συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερικές σχέσεις και η παρουσία  του ενός  επιδρά και τροποποιεί  τη φύση  του άλλου. Η απροθυμία αστικών κομμάτων και πολιτικών σχηματισμών να εντάξουν τα επιμέρους γεγονότα σ’ ένα σύνολο είναι γιατί ακριβώς αρνούνται δια μέσου αυτών να φωτίσουν εκείνο, δηλ. το ίδιο τον καπιταλισμό που είναι μέρος του κι εκφάνσεις του. Γιατί  αυτή η σύνδεση είναι που θα δώσει σε κάθε πολιτικοοικονομικό γεγονός, πέρα από την ιδιαίτερη σημασία του, κι ένα ρόλο αποκαλυπτικό, γιατί θα σημασιολογείται σαν μέρος αυτού το όλου, του καπιταλισμού, μέσα στον οποίο το κάθε γεγονός θα βρει τη σημασία του.
Και από όλα αυτά τα γεγονότα της τελευταίας πενταετίας το κυρίαρχο συμπέρασμα που συνάγεται είναι   πως η κοινωνική πραγματικότητα διαμορφώνεται από τη  βούληση κάποιων  ατόμων –φταίει η Α. Μέρκελ, ο Α. Σαμαράς κλπ.-και όλα τα πολιτικοοικονομικά γεγονότα θεωρούνται αποτέλεσμα της δράσης τους και γι’  αυτό αρκεί η αντικατάστασή τους σε θέσεις εξουσίας ή η εσωτερική αλλαγή μας για να αλλάξει και η οικονομικοπολιτική πραγματικότητα. Μόνο που οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία  τους, αλλά τη φτιάχνουν μέσα σ’ ένα δοσμένο  περιβάλλον που τους προσδιορίζει, πάνω σε μια προϋπάρχουσα βάση πραγματικών συνθηκών, ανάμεσα στις οποίες οι οικονομικές συνθήκες δεν παύουν  σε τελευταία ανάλυση να είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες που κρατούν  τον μίτο ο οποίος και επιτρέπει να κατανοήσουμε την πραγματικότητα, γιατί είναι οι υλικές συνθήκες που την  προσδιορίζουν κυριαρχικά. Για να γίνουν όμως αυτές πραγματικές συνθήκες της πράξης, πρέπει κατ’  αρχήν να βιωθούν  σαν ιδιόμορφες υποκειμενικές καταστάσεις: η μείωση της αγοραστικής δύναμης δεν θα προκαλούσε ποτέ απεργιακούς αγώνες αν οι εργαζόμενοι δεν την ένιωθαν  πάνω στη σάρκα τους με τη μορφή μιας ανάγκης ή ενός φόβου που έχει τη βάση του στη σκληρή πείρα  της ζωής. Μόνο που το κυρίαρχο σύστημα όχι μόνο καθορίζει τις υλικές συνθήκες αλλά και σε ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα σ’  αυτές και στον τρόπο που σκεφτόμαστε γι’  αυτές διαμορφώνει στάσεις ελέγχοντας το φαντασιακό μας που καταλήγει μέρος της πραγματικότητας, ταυτιζόμενο  πολλές φορές μαζί της κι έτσι ταυτίζεται η οπτική μας για την κοινωνική πραγματικότητα με αυτή του κυρίαρχου συστήματος.
Κι ίσως γι’  αυτό σ’ αυτά τα πέντε χρόνια καπιταλιστικής επίθεσης μέσα από  τις αλλεπάλληλες εκλογές σε αυτοδιοικητικό, εθνικό, ευρωπαϊκό επίπεδο που έγιναν φάνηκε πως η ενότητα και πολιτική ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων δεν κινδυνεύει. Κι ίσως γι’  αυτό τολμά και ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου να ζητά …τη δικαίωσή του με το νέο κόμμα που ιδρύει και το σπουδαιότερο, να ελπίζει σε ανταπόκριση από τη μάζα των εκλογέων.  
Το πολιτικό σύστημα δείχνει εξαιρετικά σημεία αντοχής στη μεταρρυθμιστική του διαχείριση. Κάτω από την πίεση της οικονομικής κρίσης και με το δεδομένο του αδιεξόδου της για τις λαϊκές μάζες,   από τη μια η  Ν.Δ με τη σταθερότητα για την οποία εγγυάται και από την άλλη  ο ΣΥΡΙΖΑ με την ελπίδα για χαλάρωση της λιτότητας χωρίς κλυδωνισμούς, με όλα τα  ενδιάμεσα κόμματα και κινήσεις, συνεχίζουν να οργανώνουν τη συναίνεση, την προσχώρηση των λαϊκών μαζών  στις προοπτικές και επιλογές της κυρίαρχης τάξης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έναν ρόλο παραπάνω να παίξει στο πολιτικό σκηνικό. Με την επίθεση φιλίας   προς το ΚΚΕ επιδιώκεται όχι μόνο η συρρίκνωσή του αλλά και η διάλυσή του με την απορρόφησή του  σε μετεκλογικές συνεργασίες που  θα ευαγγελίζονται το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από διαδικασίες που θα την νομιμοποιούν σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Έχει επαναληφθεί πολλές φορές ότι η ψήφος στο ΚΚΕ δεν σημαίνει αυτόματη αλλαγή της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, απλώς δείχνει τη δυναμική που υπάρχει για την ανατροπή της, και τη συνειδητοποίηση ότι η εκλογική διαδικασία, που είναι εύκολα χειραγωγίσιμη από πολλούς δρόμους, δεν αρκεί πια για να νομιμοποιεί και να κάνει αποδεκτή την αστική εξουσία.  Κι είναι αυτό  ένα πρώτο βήμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: