Και τρεις μέρες τώρα στη Βουλή κυβέρνηση και αντιπολίτευση,
με ευκαιρία της ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, επιδίδονται σε ένα επικοινωνιακό παιχνίδι λειτουργίας της δημοκρατίας με σφήνες κάποιους
βουλευτές που επαναλαμβάνουν το αίτημα για εθνική πολιτική, με κυβερνήσεις
εθνικής ενότητας και άλλα συναφή, καλλιεργώντας το έδαφος για ενοποίηση του
συνασπισμού εξουσίας της κυρίαρχης τάξης
που θα εξασφαλίσει την ηγεμονία της αποδιοργανώνοντας έτι περαιτέρω τις καταδυναστευόμενες
τάξεις.
Ο εκπροσωπών τον πρωθυπουργό Μάκης Βορίδης διαβεβαιώνει ότι
δεν «χρειαζόμαστε τον μηχανισμό στήριξης πλέον» κι αναρωτιέται, έχοντας κατά νου
την αντιπολίτευση «Και τώρα τι θα απογίνουμε χωρίς βαρβάρους, τι θα έχουμε να
λέμε;». Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκης θεωρεί παγιδευμένη την κυβέρνηση
και την κατηγορεί για παραπλάνηση του κόσμου,
ενώ οι υπαινιγμοί για τη δύναμη επιχειρηματιών και μεγαλοεκδοτών στην πολιτική
ζωή της χώρας πυροδοτεί σύγκρουση με τον
υπουργό επικρατείας Δ. Σταμάτη.
Μέσα σ’ ένα σκηνικό πολιτικής ζωής όπου μοιάζουν όλα
ρευστά, κάποιοι προσπαθούν να δικαιώσουν τις επιλογές τους, άλλοι να συσπειρώσουν δυνάμεις για άνοδο στην εξουσία με υποσχέσεις για σοσιαλισμό που «είναι σαν
την άχνη στον κουραμπιέ: αν την τινάξεις δεν μένει τίποτα», άλλοι να
δημιουργήσουν συνασπισμούς προοδευτικότητας, άλλοι αυτοαναιρούνται και αναιρούν
αλλήλους, προσβλέποντας σε
θαυματουργικές ανακατατάξεις μετά τις εκλογές που αναμένονται σύντομα.
Κι έχει
κανείς την εντύπωση ότι ένα ομοίωμα πολιτικής αντικαθιστά την ίδια την πολιτική
που διεξάγεται πέρα από την εικόνα της που μεταδίδεται από την τηλεόραση. Η
απατηλή διάσταση που έχουμε για την πολιτική που ασκείται από την κυρίαρχη
εξουσία σχετίζεται με τη δική μας εθελοτυφλία
και αυταπάτη σχετικά με τους αληθινούς σκοπούς της δράσης της.
Παλιότερα,
χωρίς τηλεόραση, διαδίκτυο κλπ η όποια εξουσία είχε μεγάλα περιθώρια να ασκηθεί
ανεξάρτητα από τη φυσιογνωμική ταυτότητα
του κάθε ηγέτη ή την επικοινωνιακή του ικανότητα. Αρκούσε η πειστικότητα του
μύθου που τον συνόδευε, ακόμα κι όταν η δράση του δεν ήταν πειστική. Τώρα, επειδή
οι ρυτίδες και το χαμόγελο των πολιτικών
αρχηγών φτάνουν στο οπτικό μας πεδίο αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι η δομή της εξουσίας
άλλαξε δραματικά. Εγκαθίσταται μια σχέση ταύτισης με τον πολιτικό, αφού αναγνωρίζουμε
σ’ αυτόν στοιχεία του εαυτού μας, την
ίδια στιγμή όμως υπογραμμίζεται και η
εξαιρετικότητα του με τις δραστηριότητές του που επηρεάζουν την πραγματικότητα
και τις ζωές μας. Κι έτσι από τη μια η πολιτική εξουσία μας φαίνεται οικεία και
φιλική προς εμάς και από την άλλη επικυρώνεται η ηγετική υπεροχή αυτών που
αποδεχόμαστε να κατευθύνουν τις ζωές μας. Και πάνω και σ’ αυτές τις
αυταπάτες θεμελιώνονται και οι πολιτικές μας φαντασιώσεις για τις δημοκρατικές
διαδικασίες.
Μόνο που τελικά ίσως αυτό που μόνο άλλαξε να είναι ο τρόπος επικοινωνίας των πολιτικών με τους εκλογείς τους, που έχει σαν συνέπεια να επηρεαστεί το ύφος του πολιτικού λόγου και ο τρόπος άσκησης της πολιτικής. Επειδή πια η βασική οδός επικοινωνίας έχει γίνει η τηλεοπτική οθόνη ο πολιτικός δεν αναμένει το κοινό του, αλλά εισβάλλει μέσω τηλεόρασης στον οίκο του. Μοιάζει λοιπόν στερημένος από όλα τα πλεονεκτήματα που του εξασφάλιζε η δεδομένη εύνοια του κοινού όταν πήγαινε να τον ακούσει σε συγκεντρώσεις, γιατί τώρα θα πρέπει να προκαλέσει το ενδιαφέρον του και να αποδείξει την οικειότητά του με τους εκλογείς του. Γι’ αυτό απαιτείται κυριαρχία των οπτικών εντυπώσεων, γι’ αυτό σημασία έχουν τα οπτικά σήματα που εκπέμπονται. Συνεπώς πολύ λίγη σημασία έχει η πολιτική ανάλυση, γιατί λίγο ενδιαφέρον έχει αυτό που λέγεται, περισσότερο έχει αυτό που εμφανίζεται. Κι έτσι τη στιγμή που πιστέψαμε ότι η πολιτική εισβάλλει στο σύμπαν μας αυτή στην πραγματικότητα εξαερώθηκε.
Μόνο που τελικά ίσως αυτό που μόνο άλλαξε να είναι ο τρόπος επικοινωνίας των πολιτικών με τους εκλογείς τους, που έχει σαν συνέπεια να επηρεαστεί το ύφος του πολιτικού λόγου και ο τρόπος άσκησης της πολιτικής. Επειδή πια η βασική οδός επικοινωνίας έχει γίνει η τηλεοπτική οθόνη ο πολιτικός δεν αναμένει το κοινό του, αλλά εισβάλλει μέσω τηλεόρασης στον οίκο του. Μοιάζει λοιπόν στερημένος από όλα τα πλεονεκτήματα που του εξασφάλιζε η δεδομένη εύνοια του κοινού όταν πήγαινε να τον ακούσει σε συγκεντρώσεις, γιατί τώρα θα πρέπει να προκαλέσει το ενδιαφέρον του και να αποδείξει την οικειότητά του με τους εκλογείς του. Γι’ αυτό απαιτείται κυριαρχία των οπτικών εντυπώσεων, γι’ αυτό σημασία έχουν τα οπτικά σήματα που εκπέμπονται. Συνεπώς πολύ λίγη σημασία έχει η πολιτική ανάλυση, γιατί λίγο ενδιαφέρον έχει αυτό που λέγεται, περισσότερο έχει αυτό που εμφανίζεται. Κι έτσι τη στιγμή που πιστέψαμε ότι η πολιτική εισβάλλει στο σύμπαν μας αυτή στην πραγματικότητα εξαερώθηκε.
Τις ημέρες αυτές με τη διαδικασία
της ψήφου εμπιστοσύνης στη Βουλή με την τριήμερη άσκηση του δημόσιου λόγου έχει κανείς την
εντύπωση μάλλον μιας αναπαράστασης μιας πολιτικής δραστηριότητας παρά μιας
πραγματικής πολιτικής πράξης. Μέσα από
αυτή τη μίμηση η βουλή γίνεται θέατρο που δίνει την ευκαιρία για φιλοτέχνηση και συμπλήρωση των εικόνων των πολιτικών. Η συζήτηση στη Βουλή
αυτών των ημερών, που μεταδίδεται μέσα από το κανάλι της βουλής, αντικατοπτρίζει
την πολιτική όπως ασκείται στις μέρες μας, ένα ομοίωμα του πραγματικού μοντέλου.
Το ομοίωμα πολιτικής που βλέπουμε μέσα από την οθόνη να μεταδίδεται σαν
σήριαλ σε συνέχειες έχει επεισόδια και κορύφωση με την ψηφοφορία της Παρασκευής.
Υπάρχουν πάντα οι ήρωες, στη συγκεκριμένη περίπτωση πρωθυπουργός και αρχηγός
αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι οι πρωταγωνιστές.
Παρουσιάζονται σαν πρωταγωνιστές ακόμα κι όταν η πολιτική πραγματικότητα εκτείνεται πέρα από τους ορίζοντες που οι ίδιοι θέλουν και μπορούν να κινούνται και ο πολιτικός τους λόγος περιορίζεται στις απαιτήσεις
των εφέ και των σποτ. Τα πραγματικά γεγονότα στο λόγο τους δεν φανερώνουν το πραγματικό τους μέγεθος ούτε καν τη
σημασία τους για να μπορέσουν να κατανοηθούν σε ένα όλο. Μοιάζουν να είναι απλώς
ο διάκοσμος μιας έτσι κι αλλιώς υπερχρονικά και βέβαια υπερταξικά δοσμένης πραγματικότητας διαιρεμένης από τους ίδιιους
σε ζώνες μανιχαϊστικής αντίθεσης: από τη μια μεριά ο χώρος που ελέγχεται από τον
ένα πρωταγωνιστή, όπου κυριαρχεί το
καλό και το αδιάφθορο. Και από την άλλη
ο χώρος του αντιπάλου όπου βασιλεύει
αμετάκλητα το ολέθριο κακό. Μόνο που και τα δυο είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι ενώ γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν σαν υπερήρωες, όμως οι
παρεμβάσεις τους στην υπαρκτή
πραγματικότητα μοιάζει να είναι μικρής πνοής, πολύ κατώτερες από τις διατυμπανιζόμενες
υποσχέσεις ή και ικανότητές τους. Αποσκοπούν
στο ίδιο στόχο που δεν είναι άλλος από τον ιδεολογικό πειθαναγκασμό.
Η συζήτηση στη Βουλή είναι μέρος
του σκηνικού που στήνεται για ανακατατάξεις, συναινέσεις, συνεργασίες, στο όνομα μιας κομματικής πολυφωνίας που επιδιώκει
την αφωνία όσων δεν εντάσσονται σ’ αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου