Στις δηλώσεις από
τη προχθεσινή σύσκεψη του Α. Σαμαρά με την ηγεσία του υπουργείου εργασίας για άλλη μια φορά η μαγική λέξη
ανάπτυξη επιστρατεύτηκε για να δώσει λύσεις στο βασικό και δυσεπίλυτο πρόβλημα
της ανεργίας. Ο πρωθυπουργός υποστήριξε και πάλι ότι «H ανεργία αντιμετωπίζεται μόνο με
μακροχρόνια ανάπτυξη που δημιουργεί υγιείς, νέες θέσεις εργασίας» και
ισχυρίστηκε ότι η ανάπτυξη ξεκινά για πρώτη φορά στην Ελλάδα φέτος "μετά
από έξι δραματικά χρόνια ύφεσης".
Η ανάπτυξη είναι η κυρίαρχη
έννοια σήμερα που απασχολεί όλο τον
κόσμο. Η κυβέρνηση υπόσχεται ανάπτυξη ακόμα και ξεπουλώντας σε τιμή ευκαιρίας
δημόσιο πλούτο και ο ΣΥΡΙΖΑ
κριτικάροντάς την ψάχνει για κάποια άλλα
μοντέλα, για κάποιους άλλους δρόμους που θα υποκαταστήσουν τη σημερινή και θα
βάλουν στη θέση της κάποια άλλου τύπου
ανάπτυξη, που την ονομάζει ανθρωποκεντρική,
βιώσιμη κλπ. Η ανάπτυξη έχει
ιδεολογικοποιηθεί απολύτως, έγινε το
τρέχον ζήτημα σε κυβερνήσεις και καφενεία, έγινε ο κυρίαρχος στόχος κυβερνώντων και
κυβερνωμένων.
Η τάξη πραγμάτων που
έχει εγκατασταθεί διακηρύττει ότι στοχεύει στην ανάπτυξη ως λύση όλων των
προβλημάτων. Οι θέσεις που παίρνουν τα κόμματα που διαχειρίζονται την κρίση
μιλούν και για κρίση της ανάπτυξης που θέλουν να την ξεπεράσουν με μια νέου
τύπου ανάπτυξη που προϋποθέτει «ελκυστικότητα της Ελλάδας ως τόπου επενδύσεων» «φορολογική
πολιτική που πρέπει να υποστηρίζει την καινοτομία και τις διεθνώς
ανταγωνιστικές δραστηριότητες και όχι να είναι προϊόν πελατειακών διευθετήσεων»
όπως επισημαίνει ο Γκ. Χαρδούβελης. Γενικά, η τωρινή μας αθλιότητα ανάγεται
στην κατασπατάληση ανθρώπινου δυναμικού με ιδέες, γνώσεις, οράματα κλπ. και
χρήματος χωρίς αποτέλεσμα, γιατί χάθηκαν οι
ευκαιρίες, από μικροπολιτικές, συντεχνιακές και λοιπές σκοπιμότητες, για
να τεθούν τα θεμέλια του προγραμματισμού της ανάπτυξης της χώρας. Τώρα όμως
διαφημίζεται ότι με το πρόγραμμα προσαρμογής της ΕΕ και την τεχνογνωσία της ξεπερνιούνται αυτά τα εμπόδια
και το επιθυμητό αποτέλεσμα, η επιδίωξη ανάπτυξης
κάθε επιχείρησης και οικονομικής δραστηριότητας ατόμων ή ομάδων θα γίνεται μέσα
από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας
και αποτελεσματικότητας και όχι μέσα από
μικροπολιτικούς χειρισμούς.
Μόνο που στον καπιταλισμό τα παραγωγικά μέσα είναι ατομική ιδιοκτησία, η κάθε παραγωγή γίνεται
για το κέρδος, κάθε αύξηση της αποβλέπει στην μεγαλύτερη κερδοφορία, οπότε όταν
δε μπορεί να δημιουργηθεί κέρδος η παραγωγή σταματάει και χιλιάδες
ανθρώπων καταδικάζονται στην ανεργία.
Επειδή όμως τις
δεκαετίες μετά τον πόλεμο παρατηρήθηκε οικονομική ανάπτυξη που εδραίωσε
μεν το καθεστώς της καπιταλιστικής
εκμετάλλευσης, ταυτόχρονα όμως έδωσε
απάντηση στα άμεσα και σκληρά προβλήματα της διατροφής, στέγης, ένδυσης
κλπ. διευρύνοντας συνεχώς το ποσοστών των εργαζομένων που αποκτούσαν
ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, η
ανάπτυξη έγινε στόχος που κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει. Κι έτσι
δημιουργήθηκε η ιδεολογική προϋπόθεση, ώστε ο στόχος του καπιταλισμού που ήταν η αύξηση της
καπιταλιστικής παραγωγής να εξυπηρετείται αδιαμαρτύρητα. Το κράτος ευημερίας
και πρόνοιας προσφέροντας μια υψηλή κατανάλωση στις μάζες
χάρη στην περιορισμένη ανεργία και τις κοινωνικές παροχές, έγινε το κυρίαρχο
επιχείρημα για κάθε ιδεολογία που θα επιχειρούσε τη δικαίωση του συστήματος. Ακόμα
κι αν καταγγελλόταν ο ταξικός χαρακτήρας
της ανάπτυξης, η άνιση κατανομή του
κοινωνικού πλούτου, οι σκληρές συνθήκες
εργασίας των μισθωτών, ελάχιστα αμφισβητούνταν η κεντρική κατεύθυνση της
ανάπτυξης, γιατί στις τότε συνθήκες θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους κοινωνικούς
προσδιορισμούς και τις άμεσες ανάγκες των μαζών. Υπόβαθρο λοιπόν εκείνης της
ευημερίας ήταν η ανάπτυξη που είχε σαν τίμημα την εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και κατά συνέπεια των αστικών κοινωνικών σχέσεων. Κι έτσι εν
πολλοίς δεν αμφισβητήθηκε η καπιταλιστική ανάπτυξη ούτε στόχευαν οι εργατικοί αγώνες στην απόκτηση ελέγχου πάνω στην οργάνωση και τις σκοπιμότητες της παραγωγής. Αυτά ήταν ζητήματα της
αρμοδιότητας της καπιταλιστικής επιχείρησης, που για την αντιμετώπισή τους
γνωρίζει μόνο το κριτήριο της
κερδοφορίας και της οικειοποίησης του κέρδους. Για πολλές λοιπόν δεκαετίες η πάλη ήταν για την αύξηση της αγοραστικής
δύναμης των εργαζομένων και την πλήρη απασχόληση.
Με την οικονομική
όμως κρίση τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο για την κερδοφορία
και το κεφάλαιο προσπαθεί με την ελαστικοποίηση της εργασίας, την ανεργία, το
κλείσιμο παραγωγικών μονάδων ή εξαγωγή ολόκληρων τομέων παραγωγής σε χώρες με
πιο χαμηλό κόστος εργασίας να παρέμβει
για την ανασύσταση του ποσοστού του κέρδους, αφού η καπιταλιστική οικονομία
θεμελιώνεται στην απόσπαση υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Ταυτόχρονα όμως η
στρατηγική της ανάπτυξης προϋποθέτει
αύξηση επενδύσεων αλλά και αύξηση
της ζήτησης. ¨Όταν όμως δεν εξασφαλίζεται η κερδοφορία, το ίδιο το σύστημα, που
στις προηγούμενες δεκαετίες για λόγους οικονομικούς, (διεύρυνση της αγοράς), αλλά
και για λόγους ιδεολογικής ένταξης αναγκάστηκε να αναπαράγει για το ευρύ κοινό το καταναλωτικό πρότυπο των
ανώτερων εισοδηματικών τάξεων με προϊόντα βέβαια χαμηλότερου
κόστους, τότε προχωρά στην εκμηδένιση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Με μειωμένη
όμως την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων πολλά εμπορεύματα θα μένουν απούλητα
και η κερδοφορία θα μειώνεται. Αντιφάσεις καπιταλιστικές.
Στην αναζήτηση όμως κερδοφορίας
το κεφάλαιο δεν ορρωδεί προ ουδενός. Και αν η πολεμική σύρραξη το ευνοεί, μετά
απ’ αυτήν, πέραν όλων των άλλων, οι
επενδύσεις αποκατάστασης των ζημιών θα εκτινάξουν την κερδοφορία στα ύψη, όσο
οι εργαζόμενοι δεν οργανώνονται για να αντιδράσουν, ο γενικευμένος πόλεμο δεν είναι αδύνατος και στη
Δύση.
Σε αναζήτηση πάντα
της ανάπτυξης…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου