Κι επειδή ξανάρθε στην επικαιρότητα η Αργεντινή που για άλλη μια φορά χρησιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη εξουσία για
φόβητρο, με την επισήμανση του πρωθυπουργού ότι «Στην Ελλάδα αποφύγαμε αυτά που δεν μπόρεσε να
αποφύγει η Αργεντινή» δικαιολογώντας έτσι την εξαθλίωση των εργαζομένων, -θυσίες
τις αποκαλεί η κυρίαρχη εξουσία κολακεύοντάς μας μέσα από τον κυνισμό της. Κι
επειδή ο χαρακτηρισμός της Αργεντινής ως
πτωχευμένης από τον οίκο Standard and Poors έγινε επειδή δεν πλήρωσε τα 1,3 δισ δολάρια σε μια επενδυτική
εταιρία που αγόρασε ομόλογά της από τη δευτερογενή αγορά, από αυτούς που τα
πουλούσαν πανικόβλητοι λόγω της χρεοκοπίας, με μόνο 50 εκατομμύρια δολάρια. Κι
επειδή οι διεθνείς συναλλαγές από ανταλλαγές εμπορευματικές έγιναν ανταλλαγές χρηματιστηριακές διευρύνοντας το
χάσμα ανάμεσα στη λογιστική αξία του ενεργητικού των επιχειρήσεων και την κεφαλαιοποίηση των
μετοχών στο χρηματιστήριο. Κι επειδή επενδυτικά κεφάλαια, κερδοσκοπικά ή όπως κατά περίσταση χαρακτηρίζονται αποσπούν από το σύνολο του πλανήτη όλο τον πλούτο που
παράγουν οι εργαζόμενοι, υπάγοντάς τον
στην ηγεμονία το κεφαλαίου. Κι επειδή κατά καιρούς προβάλλονται φόβοι
για την αποτυχία διατήρησης αξιών και
θεσμών μιας δημοκρατικής κοινωνίας που απειλείται από κερδοσκόπους και την
ανεξέλεγκτη αγορά προτείνονται μέτρα ως
αντικίνητρα κατά της κερδοσκοπίας. Κι επειδή στη λωρίδα της Γάζας οι ισραηλινοί
βομβαρδισμοί καταστρέφουν κάθε υλική υποδομή
και σκοτώνουν αδιακρίτως τους αμάχους, ενώ η ΕΕ κρατώντας ίσες αποστάσεις, ζητά
από τους Ισραηλινούς και Παλαιστίνιους
ηγέτες να βρουν «το κουράγιο» που χρειάζεται για να τερματιστεί η βία. Κι
επειδή στην Ουκρανία συνεχίζονται οι συγκρούσεις. Κι επειδή …
Η «Κριτική του ιμπεριαλισμού» από
τον Β. Λένιν στο « Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» έναν αιώνα
σχεδόν μετά βοηθά να κατανοήσουμε για να αμφισβητήσουμε μια οικονομικοπολιτική πραγματικότητα που μάθαμε για αυτονόητη και
φυσιολογική.
«Όταν λέμε κριτική του ιμπεριαλισμού, εννοούμε, με την πλατιά σημασία της
λέξης, τη στάση των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας, εξαιτίας της γενικής τους ιδεολογίας
απέναντι στην πολιτική του ιμπεριαλισμού.
Από τη μια μεριά οι γιγάντιες διαστάσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου, που
είναι συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια και δημιουργεί ένα αφάνταστα πλατύ και πυκνό
δίχτυ σχέσεων και δεσμών, που υποτάσσει στο κεφάλαιο τη μάζα όχι μονάχα των
μεσαίων και των μικρών, αλλά και των
πάρα πολύ μικρών καπιταλιστών και
νοικοκυραίων, και από την άλλη, η οξυμένη πάλη με τις άλλες εθνικοκρατικές ομάδες των χρηματιστών για το μοίρασμα του κόσμου
και την κυριαρχία πάνω στις άλλες χώρες –όλα αυτά προκαλούν το γενικό πέρασμα
όλων των εύπορων τάξεων με το μέρος του
ιμπεριαλισμού. Ο «γενικός» ενθουσιασμός για τις προοπτικές του ιμπεριαλισμού, η
λυσσασμένη υπεράσπιση του ιμπεριαλισμού και ο κάθε λογής εξωραϊσμός του –αυτά είναι τα σημεία των καιρών. Η ιμπεριαλιστική
ιδεολογία διεισδύει και στην εργατική τάξη. Δεν τη χωρίζουν σινικά τείχη από τις άλλες τάξεις. (…)
Οι αστοί επιστήμονες και δημοσιολόγοι εμφανίζονται σαν υπερασπιστές του
ιμπεριαλισμού συνήθως με κάπως σκεπασμένη μορφή, συγκαλύπτοντας την απόλυτη
κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και τις βαθιές
του ρίζες, επιδιώκοντας να προωθήσουν
στην πρώτη γραμμή τα μικροπράγματα
και τις δευτερεύουσες λεπτομέρειες, προσπαθώντας να αποτραβήξουν την
προσοχή από την ουσία του ζητήματος με εντελώς ασήμαντα σχέδια για «μεταρρυθμίσεις»,
όπως η αστυνομική επίβλεψη των τραστ ή των τραπεζών κλπ. Πιο σπάνια
εμφανίζονται οι κυνικοί, ανοιχτοί ιμπεριαλιστές, που έχουν την τόλμη να
αναγνωρίσουν ότι είναι ανόητη η σκέψη για μεταρρύθμιση των βασικών ιδιοτήτων
του ιμπεριαλισμού. (…)
Τα ζητήματα αν μπορεί ν’ αλλάξουν με μεταρρυθμίσεις οι βάσεις του
ιμπεριαλισμού, αν πρέπει να τραβήξουμε μπροστά προς την παραπέρα όξυνση και το
παραπέρα βάθεμα των αντιθέσεων που γεννάει ο ιμπεριαλισμός, ή προς τα πίσω, προς την άμβλυνσή τους, είναι τα βασικά ζητήματα του
ιμπεριαλισμού. Μια που οι πολιτικές
ιδιομορφίες του ιμπεριαλισμού είναι η αντίδραση
σ’ όλη τη γραμμή και το δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης, συνδυασμένα με
το ζυγό της χρηματιστικής ολιγαρχίας και με την εξάλειψη του ελεύθερου
συναγωνισμού, στις αρχές του 20ου
αιώνα κάνει την εμφάνισή της σχεδόν σ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες η μικροαστική δημοκρατική αντιπολίτευση ενάντια στον ιμπεριαλισμό.(…)
Ολη όμως αυτή η κριτική
παρέμεινε «ευσεβής πόθος», όσο φοβόταν να αναγνωρίσει τον αδιάρρηκτο
δεσμό του ιμπεριαλισμού με τα τραστ και συνεπώς με τις βάσεις του καπιταλισμού,
όσο φοβόταν να προσχωρήσει στις δυνάμεις που γεννάει ο μεγάλος καπιταλισμός και
η ανάπτυξή του (…)
Γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού
δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, συμφερόντων, αποικιών κ.α.
εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη χρηματιστική, τη στρατιωτική
κλπ. δύναμη…
Γι’ αυτό οι «διιμπεριαλιστικές»
ή «υπεριμπεριαλιστικές» συμμαχίες στην καπιταλιστική πραγματικότητα και όχι
στην ευτελή μικροαστική φαντασία των Άγγλων παπάδων ή του γερμανού «μαρξιστή»
Κάουτσκυ -με οποιαδήποτε μορφή κι αν
κλείνονται αυτές οι συμμαχίες, με τη
μορφή ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού ενάντια σ’
έναν άλλο ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, ή με τη μορφή
μιας γενικής συμμαχίας όλων των ιμπεριαλιστικών Δυνάμεων –αποτελούν απλώς αναπόφευκτες «ανάπαυλες» ανάμεσα στους πολέμους. Οι ειρηνικές συμμαχίες
προετοιμάζουν τους πολέμους και με τη
σειρά τους ξεπηδούν από τους πολέμους,
καθορίζοντας η μια την άλλη, γεννώντας
τη διαδοχή των μορφών της ειρηνικής και της μη ειρηνικής πάλης πάνω
στο ίδιο ακριβώς έδαφος των ιμπεριαλιστικών
σχέσεων και των αμοιβαίων σχέσεων της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας
πολιτικής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου