Πριν από μερικές μέρες σύμπας ο επιχειρηματικός και πολιτικός
κόσμος που διαχειρίζεται την κρίση συγκεντρώθηκε για να αποδώσει τα εύσημα στην
προ εικοσαετίας πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, προάγγελο της τωρινής. Χθες η συγκέντρωση αυτή, πιο διευρυμένη, επαναλήφθηκε με ευκαιρία την λεκτική
αγιογράφηση του Καραμανλή του πρεσβύτερου. Η εγχώρια ηγεμονική τάξη επιδεικνύει
τη λάμψη της στους ντόπιους, για να επιβεβαιώσει το κύρος και τη δύναμή της
εντός κι εκτός συνόρων, ώστε να πείσει και να πειστεί πως δεν είναι αναλώσιμη.
Η
πολιτική ηγεσία δηλ. οι εταίροι της τρικομματικής κυβέρνησης έπλεξαν το εγκώμιο του Καραμανλή, χωρίς να
υπολείπεται σ’ αυτό και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Τσίπρας.
Ιδιαίτερα ο τελευταίος, στα πλαίσια προσπάθειας
διεύρυνσης του … αριστερού τόξου, επαίνεσε τον Καραμανλή, ο οποίος γι’ αυτόν δεν «υπήρξε
ποτέ παθητικός αποδεκτής εντολών, ούτε παρατηρητής, διέθετε πολιτικό τσαγανό, ο
Καραμανλής υπήρξε ριζοσπαστικός στο συντηρητισμό του». Για να συνοψίσει ότι «Είναι ο πολιτικός που κατάφερε μια σπάνια
πολιτική υπέρβαση. Να υπερβεί τα ασφυκτικά όρια στη χώρα, με τον εμφύλιο πόλεμο
και τους ξένους προστάτες.»
Ακούγοντας τους ύμνους για τον «Εθνάρχη» συνειδητοποιεί κανείς πόσο εύκολα μπορεί η αναφορά γεγονότων του παρελθόντος να καταλήξει σε δικαίωσή τους από τη μεριά του νικητή, ενώ για τους ηττημένους να μην απομένει παρά η αδιαφορία. Γιατί και τότε, στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, υπήρξαν ηττημένοι κι αυτοί δεν ήταν οι χουντικοί, παρά μόνο σαν φυσικά πρόσωπα. Και γι’ αυτό φρόντισε, μ’ επιτυχία μάλιστα, ο Κ. Καραμανλής, που με την νομιμοποίηση του ΚΚΕ έδωσε την εντύπωση του θριάμβου της αριστερής ιδεολογίας. Αντίθετα, άνοιξε το δρόμο στο πολιτικό του alter ego, τον Α. Παπανδρέου που κατάφερε, συνεπικουρούντος και του παγκόσμιου περιβάλλοντος, να συρρικνώσει το όραμα για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην αύξηση μισθών, περιθωριοποιώντας και κάνοντας, όχι χωρίς και δική του ευθύνη, το ΚΚΕ ακίνδυνο για το σύστημα.
Ακούγοντας τους ύμνους για τον «Εθνάρχη» συνειδητοποιεί κανείς πόσο εύκολα μπορεί η αναφορά γεγονότων του παρελθόντος να καταλήξει σε δικαίωσή τους από τη μεριά του νικητή, ενώ για τους ηττημένους να μην απομένει παρά η αδιαφορία. Γιατί και τότε, στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, υπήρξαν ηττημένοι κι αυτοί δεν ήταν οι χουντικοί, παρά μόνο σαν φυσικά πρόσωπα. Και γι’ αυτό φρόντισε, μ’ επιτυχία μάλιστα, ο Κ. Καραμανλής, που με την νομιμοποίηση του ΚΚΕ έδωσε την εντύπωση του θριάμβου της αριστερής ιδεολογίας. Αντίθετα, άνοιξε το δρόμο στο πολιτικό του alter ego, τον Α. Παπανδρέου που κατάφερε, συνεπικουρούντος και του παγκόσμιου περιβάλλοντος, να συρρικνώσει το όραμα για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην αύξηση μισθών, περιθωριοποιώντας και κάνοντας, όχι χωρίς και δική του ευθύνη, το ΚΚΕ ακίνδυνο για το σύστημα.
Ξαναγυρίζοντας σ’ εκείνα τα χρόνια, με την ύστερη γνώση που έχουμε αποκτήσει, να θυμηθούμε ότι η πτώση της δικτατορίας
ενεργοποίησε τις διαδικασίες κοινωνικής ανακατάταξης που είχαν τεθεί σε κίνηση πριν από την
επιβολή της, αλλά αδρανοποιήθηκαν στη διάρκειά της. Με την πτώση της, η έντονη δυσαρέσκεια
των λαϊκών στρωμάτων που έβγαιναν από τη δικτατορία έδειχνε να παίρνει πολλές φορές εκρηκτικές διαστάσεις. Παράλληλα, οι ζωντανές ακόμα μνήμες από τα χρόνια της αντίστασης
τροφοδοτούσαν μια πολιτική ριζοσπαστικότητα που προοιωνιζόταν βαθείςς
ιδεολογικούς μετασχηματισμούς και φαινόταν να παίρνει τόσο πιο καθαρή μορφή όσο πιο ξεκάθαρη ήταν η συνειδητοποίηση ότι τα προδικτατορικά
αστικά κόμματα ήταν υπόλογα για τον
ερχομό της δικτατορίας, καθώς, ακόμα κι αν
δεν την προκάλεσαν άμεσα, στάθηκαν όμως ανίκανα να την αποτρέψουν ή και να την
πολεμήσουν με αποτελεσματικότητα. Γι’ αυτό και η
παλιά ΕΡΕ μεταλλάχτηκε σε Ν.Δ, για
να απαλλαγεί από τη σκουριά της και το ένοχο παρελθόν της, ενώ το Κέντρο μετουσιώθηκε σε σοσιαλιστικό
για να απορροφήσει τους κραδασμούς της κοινωνίας.
Ο Καραμανλής, μέσα σ΄ ένα τέτοια περιβάλλον, συνετά δρων, θεμελίωνε τους νέους θεσμούς της ελληνικής δημοκρατίας, καταργούσε στην
πράξη και θεσμικά τον αντικομμουνισμό, προσπαθώντας ν’ απαλλάξει την αστική
τάξη από τις αμαρτίες της μετεμφυλιοπολεμικής διακυβέρνησης που κουβαλούσε αυτός και η παράταξή του και
που αποσιώπησαν ευλόγως όλοι οι παρευρισκόμενοι
στο Μέγαρο Μουσικής.
Στο νέο πολιτικό
παιχνίδι εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού που η αστική τάξη αναλάμβανε, θα
έπρεπε να πειστούμε ότι μπαίναμε στη δημοκρατική Ευρώπη, ότι καταπολεμούσαμε
τα κατάλοιπα της δικτατορίας και του
χουντισμού που ιδεοληπτικά ταυτίζονταν με τη Δεξιά. Επεδίωξε λοιπόν την αποκατάσταση και σταθεροποίηση της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας με τις πολιτικές εντάσεις θεσμοθετημένες και δημόσιες που
διεξάγονται εντός και εκτός του κοινοβουλίου, στο πλαίσιο όμως πάντα και στη λογική του κομματικού
ανταγωνισμού. Εκείνες οι αντιφάσεις, αντιθέσεις και συγκρούσεις με ταξική
αφετηρία που δεν απορροφούνταν από το
πολιτικό σύστημα παρέμεναν πολιτικά
λανθάνουσες, δεν αναδύονταν στην
πολιτική σκηνή, περιθωριοποιούνταν, άλλοτε
συμπιεσμένες από τους κανόνες του δικομματισμού και άλλοτε λεηλατημένες από την κομματική εκμετάλλευση. Και
η κομμουνιστική αριστερά, στα πλαίσια
του διπολικού συστήματος, απολάμβανε κι
αυτή το τέλος της τριαντάχρονης ηρωικής
και ηθικής περιόδου της, δρώντας νόμιμα
πια και ελεύθερα μέσα στους κρατικούς θεσμούς για να τους μετασχηματίσει. Εγκλωβισμένη μάλιστα από τη ρητορική του Α.
Παπανδρέου κόντεψε να γίνει η ίδια υποτελής της αδυσώπητης κυρίαρχης λογικής, να
μετατραπεί σε κρατικό μηχανισμό. Έτσι, η εξουσία της κυρίαρχης τάξης με ενέσεις σοσιαλδημοκρατίας φαινόταν
άτρωτη. Η αστική μας τάξη στα καλύτερά της, διευρυμένη μάλιστα από τα
μεσοστρώματα που η πολιτική του ΠΑΣΟΚ δημιούργησε, απολάμβανε την ηγεμονία της χωρίς
το φόβο της επαναστατικής της ανατροπής που τη στοίχειωνε μέχρι τη χούντα. Και
συντέλεσαν σ’ αυτό οι δυο μεγάλοι της αστικής πολιτικής Κ. Καραμανλής και Α.
Παπανδρέου.
Γι’ αυτό και
σύμπας ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος της κυρίαρχης τάξης τιμά τον Καραμανλή τον πρεσβύτερο,
ήταν αυτός που διασφάλισε τις νέες βάσεις για την εξουσία της.
Δεν είναι λοιπόν
άξιον απορίας ούτε το εγκώμιο στον Καραμανλή του αρχηγού της αξιωματικής
αντιπολίτευσης, αφού φαίνεται πως ο ΣΥΡΙΖΑ αισιοδοξεί να αναλάβει να
απορροφήσει τις κοινωνικές αντιδράσεις διασώζοντας το οικονομικοπολιτικό status. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραδέρνοντας
στον λαβύρινθο του πολιτικού ρεαλισμού, προσανατολιζόμενος αποκλειστικά προς την
εξουσία κι έχοντας χάσει ακόμα και την οπτική από την οποία θα μπορούσε να
εκπορεύεται μια αριστερή πολιτική, υπερβαίνει τον αριστερό χαρακτήρα του προς εκείνη
την κατεύθυνση που συγκλίνει με όλους αυτούς που παραβρέθηκαν στο μέγαρο
μουσικής.
Μόνο που η
μεταπολίτευση τελείωσε και το βάραθρο
που χωρίζει αυτούς που είναι μέσα στο Μέγαρο μ’ αυτούς που διαδηλώνουν ή
στέκουν στην ουρά για ένα κομμάτι ψωμί
διευρύνεται και όποιος νομίζει πως
μπορεί να παίξει το ρόλο της γέφυρας μάλλον υπάρχει περισσότερος κίνδυνος να
πέσει στο βάραθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου