Βρισκόμαστε εν μέσω μιας βαθύτατης κρίσης που συνταράσσει την ελληνική κοινωνία σε
όλα τα επίπεδα. Κι αυτό που την προσδιορίζει ως τέτοια είναι ακριβώς το γεγονός ότι οι συνέπειές της δεν
περιορίζονται στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά διατρέχουν ολόκληρο τον
κοινωνικό ιστό, πολλαπλασιάζοντας τις επιπτώσεις
των αδιεξόδων της κεντρικής πολιτικής
σκηνής.
Δυόμιση χρόνια τώρα βιώνουμε την πλήρη
χρεωκοπία του οικονομικού μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας και την
αποσύνθεση του εκδημοκρατισμένου
μεταπολιτευτικού κράτους. Η κοινωνία βρίσκεται σε αδιέξοδο και ιδιαίτερα η μικρομεσαία τάξη των μικρομεσαίων οραμάτων, που πια αναιρούνται τη στιγμή που τίθενται. Αναζητούμε όμως ακόμα κοινούς
στόχους με την άρχουσα τάξη, συνεχίζοντας να ζούμε τις αυταπάτες μας για απόδοση δικαιοσύνης, πάταξη φοροδιαφυγής,
αξιοκρατία, διαφάνεια κλπ. αδυνατώντας να καταλάβουμε ότι η ταξική συμμαχία που
εξασφάλιζε τη συναίνεση στο καπιταλιστικό σύστημα ήταν δυνατή όσο υπήρχαν οικονομικές
δυνατότητες αναδιάρθρωσης και αναδιανομής εισοδημάτων, κάτω από την πίεση ενός
ισχυρού εργατικού κινήματος. Ακόμα και τώρα βέβαια η ίδια η άρχουσα τάξη, θεωρώντας ότι προκειμένου
να διατυπώσει μια διέξοδη απάντηση στην κρίση του συστήματος πρέπει να
διευρύνει το χάσμα μεταξύ κυρίαρχων και υποτελών τάξεων, δεν θα διστάσει να
επιχειρήσει να αμβλύνει τις συνέπειες
αυτής της επιλογής στην πολιτική σφαίρα,
πράγμα που σημαίνει την άσκηση της εξουσίας από πολιτικούς φορείς με λαϊκά ερείσματα. Είναι εναλλακτική
λύση για την άρχουσα τάξη τη διαχείριση
της καπιταλιστικής κρίσης να μπορεί να
αναλάβει ένας κυβερνητικός συνασπισμός αριστερών αποχρώσεων (ΣΥΡΙΖΑ;) με
έμβλημά του το κοινωνικό κράτος, αλλά με
απαραίτητα στοιχεία, έστω κι αν θα θεωρούνται προσωρινά, του οικονομικού του
προγράμματος τη διαχείριση ανεργίας και ανέχειας για τα υποτελή κοινωνικά στρώματα. (Μια πρόβα
έγινε με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Σαμαρά). Έτσι θα κερδηθεί
χρόνος, ώστε η πολιτική της βίαιης
οικονομικής ύφεσης που χτυπάει ταυτόχρονα, αλλά όχι με την ίδια
ένταση, όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα να μπορέσει να λειτουργήσει κερδίζοντας, έστω
και βραχυπρόθεσμα, την ιδεολογική και
πολιτική συναίνεση των μαζών.
Για τις
υποτελείς όμως τάξεις από τη στιγμή που η συναίνεση δεν οδηγεί παρά στην
εξαθλίωσή τους δεν υπάρχει άλλος δρόμος
από τη ρήξη. Η ρήξη όμως δεν οδηγεί παρά σε αντιπαράθεση που έχει σαν όρους της
πια την υπέρβαση του συστήματος. Έχουμε φτάσει σε σημείο τομής, ανατροπής,
χωρίς να σημαίνει ότι θα επέλθει αυτή η ανατροπή. Στο εξής ή το κεφάλαιο θα
υποτάξει την εργατική τάξη επιβάλλοντας πλήρως την ηγεμονία του κι αφαιρώντας
του ολοσχερώς όλες τις κατακτήσεις είτε
η εργατική τάξη, με τις σύμμαχες κοινωνικές ομάδες, θα βαδίσει μια πορεία ανατροπής του κεφαλαίου
προβάλλοντας το μοντέλο και την ανάγκη μια νέας πορείας πέρα από το υπάρχον
σύστημα. Κι εδώ είναι το φοβερό κενό.
Καμιά πολιτική δύναμη, πλην ΚΚΕ, δεν προβάλλει την ανάγκη ανατροπής του
συστήματος, όχι σε επίπεδο διαθέσεων αλλά πολιτικής πρακτικής, και μάλλον ούτε και οι ίδιες οι μάζες, ίσως
μόνο κάποια πρωτοπόρα
κομμάτια τους, έχουν φανταστεί κάποια τέτοια πιθανότητα. Έχουμε φτάσει
πια μπροστά σε μεγάλα και αποφασιστικά
διλήμματα, χωρίς όμως να υπάρχει παρά ελάχιστη κατανόηση της φύσης της περιόδου που
διανύουμε και των προτεραιοτήτων ανατροπής που αντικειμενικά μπαίνουν μπροστά. Γίνονται αναφορές στο ΕΑΜ και στη δημιουργία μετώπων, αισιοδοξώντας στη συνένωση διαφόρων κοινωνικών δράσεων με βασικό στόχο την ανατροπή της
πολιτικής των μνημονίων, παίρνοντας ως
δεδομένη τη διαταξική ενότητα, παρακάμπτοντας
έτσι τις κοινωνικές τάξεις και τα
συμφέροντά τους. Οι πρωτοβουλίες αυτές
γίνονται εκ των άνω, μέσα από τη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης, ενώ μεγάλα
στρώματα του πληθυσμού ούτε καν ταξική συνείδηση δεν έχουν διαμορφώσει.
Ριζοσπαστισμός στα λόγια και τη
θεωρία αλλά στην κοινωνική πρακτική
αναιμικές αντιδράσεις και ατέλειωτες συζητήσεις, χωρίς ταξικό περιεχόμενο και ξεκάθαρο
στόχο. Κι όμως ο τόπος παραγωγής είναι ο
πρώτος και κύριος κοινωνικός χώρος που πρέπει να οργανωθεί μεθοδικά και είναι
αυτή η αποφασιστική στιγμή, της συνειδητοποίησης
του εργαζόμενου στο χώρο δουλειάς και της ωρίμανσής του. Κεντρικό σημείο λοιπόν θα πρέπει να είναι η
αφύπνιση και η οργανωμένη αντίσταση ενάντια στο ίδιο το σύστημα, που θα φουσκώνει στον κόσμο εργασίας, για να
επεκταθεί και σ’ αυτόν της ανεργίας.
Ακόμα όμως η
πλειοψηφία ψάχνουμε δράσεις που να λούζονται στο φως της ανεξάρτητης κι
αυτόνομης δραστηριότητας, όχι πάνω σε μια μαζική ταξική βάση, σε μια ενιαία πολιτική γραμμή,
αλλά μέσα από τις ενέργειες αυτόνομων ομάδων, διαφορετικών σε συμφέροντα,
τακτικές και πολιτικές γραμμές, ενωμένες μόνο για να πολεμήσουν τα μνημόνια κι
αυτά στο βαθμό που την κάθε ομάδα τη βλάπτει. Σ’ αυτό οφείλεται η ποικιλία, η
αντιφατικότητα, το κομμάτιασμα των δράσεων και οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις
ανάμεσα σε τμήματα των εργαζομένων.
Κι ενώ οι κυρίαρχες
τάξεις δεν μπορούν να κυβερνούν όπως
παλιά, αλλά καταφέρνουν να διαχειρίζονται
με νέους τρόπους την εξουσία, η συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων των εργαζομένων
δεν έχει επιτευχθεί κι ας εδράζονται όλες οι προτάσεις για κοινωνικά μέτωπα
στην προϋπόθεση της ενότητάς τους. Μάλιστα η μεγάλη πλειοψηφία δεν έχει
βάλει καν αιτήματα συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, ακριβώς γιατί δεν
έχει καν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα
ενός άλλου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας κι ίσως γιατί ακόμα ελπίζουμε,
ιδιαίτερα τα μικρομεσαία στρώματα, ότι θα αποφύγουμε τα χειρότερα. Κι ίσως γι’ αυτό δεν υπάρχουν οι μαζικές κινητοποιήσεις
που θ’ αντιστοιχούσαν στις συνθήκες που
βιώνουμε. Σκεφτόμαστε κι ενεργούμε με όρους των χρόνων πριν από την ολομέτωπη
επίθεση του κεφαλαίου, περιχαρακωμένοι στα ιδιαίτερα συμφέροντά μας η στη συνένωσή μας σε ένα συμβολικό επίπεδο και
αναμένοντας τη μαγική λύση έξω από δικούς μας αγώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου