Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο Ακης Τσοχατζόπουλος μέσω off shore εταιρειών, των οποίων ήταν αφανής ιδιοκτήτης, νομιμοποίησε παράνομες αμοιβές που έλαβε ως υπουργός για συμβάσεις προμήθειας οπλικών συστημάτων, διαβάζουμε σε ειδήσεις έντυπες και ηλεκτρονικές. Η σύλληψή του και η κράτησή του ανήμερα της προκήρυξης των εκλογών δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με σκοπιμότητες της εξουσίας, εκτελεστικής και δικαστικής.
Όλη η συζήτηση και η συνεχής καταγγελία για διαφθορά, η απαίτηση για τιμωρία φαίνεται πως οδηγεί στην αναζήτηση του αποδιοπομπαίου τράγου, που με το ξορκισμό του θα προσφέρει την αναγκαία κάθαρση στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως στο ΠΑΣΟΚ, του οποίου οι πολιτικές επιλογές της τελευταίας διετίας θεωρούνται απαρχή της οικονομικής εξαθλίωσής μας.
Όμως αυτή η ιδεολογική χρήση της διαφθοράς πολύ λίγο συμβάλλει στην αποσαφήνιση των σημαντικών θεωρητικών και πολιτικών προβλημάτων που υποκρύπτονται. Η συζήτηση πια προσλαμβάνει έντονα φορμαλιστικές διαστάσεις, πνίγεται στην περιπτωσιολογία με προφανώς ιδεολογικούς προσδιορισμούς.
Οι παράνομες δραστηριότητες πολιτικών προσώπων, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Τσοχατζόπουλου, ορίζονται σε μια σχέση εξωτερικότητας ή παραλληλίας προς κάποιο υποθετικό κανονικό ή τυπικό πρότυπο οικονομικής δραστηριότητας πολιτικών προσώπων. Μάλιστα η νομιμότητα αυτού του προτύπου προκύπτει από πολιτικές επιλογές που έγιναν νόμοι, πολλές φορές ακατανόητοι για τους πολλούς, ενώ η παρανομία προκύπτει από τα στοιχεία ελέγχου από το κράτος και τους λειτουργούς του. Ο χώρος συνεπώς της διαφθοράς προκύπτει ως άρνηση της εφαρμογής των ρυθμιστικών νόμων για τις οικονομικές ή άλλες δραστηριότητες, που κάθε φορά το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα επιλέγει, αλλά και ως άρνηση των κρατικών λειτουργών καταγραφής δηλ. απόκρυψης και αξιολόγησης όλων των πτυχών αυτών των δραστηριοτήτων.
Αυτός ο αρνητικός ορισμός της διαφθοράς αποδεικνύει την πολιτική και θεωρητική ασάφεια του όρου. Πρώτον γιατί το εύρος και οι μορφές του κρατικού ελέγχου που γίνονται μέσω των οργάνων του είναι ιστορικά προσδιορισμένες, μεταβάλλονται διαχρονικά και προσδιορίζονται από τις εσωτερικές ισορροπίες στο εσωτερικό της εξουσίας. Δεν προκύπτουν δηλ. από ένα αυστηρά καθορισμένο νοηματικό πρότυπο που εκφράζεται με συγκεκριμένους νόμους και δεύτερον γιατί ο ορισμός αυτός της διαφθοράς δεν προκύπτει από την ομαδοποίηση κάποιων κοινών χαρακτηριστικών των οριζομένων ως παράνομες δραστηριότητες, χαρακτηριστικών που να τις καθιστούν διακριτές από τις λοιπές κατηγορίες οι οποίες θεωρούνται σύννομες και κανονικές. Ο,τι απαξιωτικά από ηθική άποψη ονομάζουμε μίζα, με νόμο μπορεί να πάρει τη μορφή της νόμιμης προμήθειας.
Ο κρατικός έλεγχος επί των δραστηριοτήτων των φορέων της εξουσίας ταυτίζεται με την αντίστοιχη νομική ρύθμιση που τον επιτρέπει και τον επιβάλλει, αλλά έτσι καταλήγουμε σε αδιέξοδο. Οι νόμοι έχουν γενική εφαρμογή, ισχύουν για κάθε δραστηριότητα, αφήνοντας όμως κενά για συγκεκριμένες δράσεις. Θα πρέπει λοιπόν εξειδικευμένα σε κάθε περίπτωση να ανατρέξουμε στην εφαρμογή των νομικών κανόνων. Και τότε η διαφθορά προκύπτει ως αποτέλεσμα της μη αποτελεσματικότητας του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού, ως αρνητικό παράγωγο της δράσης ιστορικά καθορισμένων κρατικών μηχανισμών.
Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με προβλήματα άλλης τάξης από εκείνα που προσφέρονται στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο, που εστιάζει στην ηθική διάσταση των παρανομούντων προσώπων. Μας αναγκάζει να θέσουμε τα ερωτήματα της ταξικότητας του κράτους και των τρόπων με τους οποίους η ταξικότητα αυτή αναπαράγεται μέσα στους ίδιους τους κρατικούς μηχανισμούς συνθέτοντας την πρόταση της πολιτικής ηγεμονίας και του ελέγχου της από τους πολίτες. Είναι απαραίτητο λοιπόν να συσχετίζουμε τις οικονομικές συναλλαγές, που στηριζόμενες σε νόμους προκύπτουν από τη δυναμική της καπιταλιστικής λειτουργίας του κράτους εκμεταλλευόμενες τη στο έπακρό της, με αυτές που αποτελούν δραστηριότητες μεμονωμένων ατόμων και φαίνεται, ενώ στην πραγματικότητα είναι συνέπειά τους, να έρχονται σε αντίθεση με τους υπάρχοντες νόμους και το σύστημα για να μη καταλήγουμε σε εσφαλμένες και ιδεοληπτικές αναγνώσεις της πολιτικής πραγματικότητας, οικοδομώντας τη θεωρία, και περιοριζόμενοι σ’ αυτήν, περί έντιμων και μη έντιμων πολιτικών.
Τα προβλήματα διαφθοράς και η όποια πολιτική να αντιμετωπιστούν σημαίνει να εκλείψουν οι συνθήκες όπου τα δημιουργούν. Είναι προβλήματα κατ’ εξοχήν πολιτικά, των οποίων αναγκαία, αλλά καθόλου ικανή και οπωσδήποτε δευτερεύουσα πλευρά, είναι η τιμωρία των ενόχων. Η διαφθορά από πολιτικό πρόβλημα μετατρέπεται σε ποινικό και συρρικνώνεται σε ένα έργο τιμωρίας των ενόχων, όποιων ο έλεγχος αποδείξει ως ενόχους. Σ’ αυτή τη διαδικασία χάνεται κάθε διάσταση που θα αποδείκνυε τις εγγενείς αιτίες που γέννησαν και γεννούν τα σκάνδαλα, δηλ. τις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε και κινήθηκε το πολιτικό μας σύστημα, προβλήματα δομής και λειτουργίας της διοίκησης και του κράτους γενικότερα, προβλήματα νόμων και θεσμών.
Στο τέλος θα καταλήξουμε στο κυνήγι του κλέφτη που θα παίρνει όλο και περισσότερο ένα χαρακτήρα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ πολιτικών αντιπάλων, με βάση τον υπέρτατο νόμο, το δίκαιο του ισχυροτέρου. Ολη αυτή η διαδικασία δεν αποκαλύπτει μόνο μια υποκρισία ως προς το ρόλο των τριών εξουσιών στο πολιτικό μας σύστημα αλλά αναδεικνύει και τον πολιτικαντισμό, την μικροκομματική σκοπιμότητα με τις ιεραρχήσεις, προτεραιότητες και επιδιώξεις της άρχουσας τάξης όχι μόνο εδώ αλλά και στην Ευρώπη.
Η διάσταση που δόθηκε στη σύλληψη του Τσοχατζόπουλου είναι μια προσπάθεια να εξισορροπήσουν οι πολιτικοί των κυρίαρχων κομμάτων την καταρράκωση της αυθεντίας τους στο εκλογικό τους ακροατήριο, τη διάβρωση της δύναμής τους και της αξιοπιστίας τους με μια γιγαντιαία επιχείρηση διαφήμισης περί εντιμότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα κόμματα εφησυχάζουν με τις αυταπάτες τους συνεχίζοντας να πιστεύουν ότι ορίζουν με λανθασμένο τρόπο την πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου