Τα τελευταία γεγονότα στη κοινωνικοπολιτική μας ζωή έδειξαν τα όρια κυνισμού των κυβερνώντων. Από το σεβασμό στο νεκρό Χριστούλα που απαιτεί ο Βενιζέλος, προσπαθώντας να μη συγκρουστεί με το κοινό αίσθημα, αλλά απολιτικοποιώντας την ενέργειά του, και τις «απορίες» των Μπεγλίτη και Κουκουλόπουλου, που αποκαλύπτουν (συνειδητά;) αυτό που κρύβεται πίσω από τα σύννεφα πολιτικών πομφόλυγων, μέχρι την διαβεβαίωση από το Χρυσοχοΐδη για άμεση διερεύνηση (για μια ακόμα φορά) των συνθηκών τραυματισμού του φωτορεπόρτερ Λώλου.
Οι φόβοι για την ευθύνη, που μπορεί να τους αποδοθεί για τις τεράστιες καταστροφές στην κοινωνία, δίνουν καινούργια καθήκοντα στους πολιτικούς, αλλά και σε πολλούς διανοούμενους, να διατηρήσουν από τη μια το φόβο και την ανασφάλεια για να κρατούν σε αδιάκοπη ανησυχία τη δημόσια γνώμη, κι από την άλλη να μεταδώσουν και μια ελπίδα και απαντοχή για βελτίωση στο εγγύς μέλλον, ώστε να στραφεί αλλού η προσοχή του ρημαγμένου λαού, μακριά από τα ερείπια και προβλήματα του παρόντος.
Αλλά όλοι εμείς που η πραγματικότητα μας συμπιέζει καθημερινά, πόσο καιρό μπορούμε να ανεχόμαστε αυτά τα κενά νοήματος λόγια, όταν μάλιστα η συμπίεση προς τα κάτω θα είναι τέτοια που δεν πρόκειται , όπως γινόταν μέχρι τώρα, να ξεφύγει κανείς;
Η απελπισία μας, η παραίτησή μας δομείται γύρω από ένα βαθύ αίσθημα ανασφάλειας και καλλιεργείται από τον φόβο μιας κοινωνικής αναπηρίας, όπως βιώνεται τις περισσότερες φορές η ανεργία και η ανέχεια. Κι εδώ αρχίζουν οι ψυχολογικές ερμηνείες για τα κοινωνικά προβλήματα και η ψυχολογική επανατοποθέτησή τους που μπορεί να λειτουργήσει σαν αποτελεσματικός τρόπος χειραγώγησής μας.
Τα περισσότερα προβλήματά μας, κοινά σε πολλούς, αποτελούν έκφραση των αντιθέσεων που απορρέουν από μια συνολική κατάστασης της ζωής μας. Η προσπάθεια που γίνεται να ερμηνευτούν με ψυχολογικούς όρους καταστάσεις που απορρέουν από το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τα ερμηνεύει με άλλου γένους κριτήρια συσκοτίζοντας την κατανόησή τους.
Η γενική κατάθλιψη, που υποστηρίζεται ότι χαρακτηρίζει τον τελευταίο χρόνο σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού, δεν αναπτύσσεται παρά μέσα σε μια κοινωνική πραγματικότητα σαν κομμάτι αυτής της πραγματικότητας, σαν αποτέλεσμα που βγαίνει από τις αντιθέσεις της. Αναπτύσσεται σαν τρόπος – όχι μόνο ατομικός αλλά διαπροσωπικός και κοινωνικός - αντιμετώπισης ορισμένων δυσκολιών. Δημιουργείται και αναπτύσσεται σαν στάση, σαν τρόπος ερμηνείας, αντιμετώπισης και ανοχής των αντιθέσεων της ζωής, της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης.
Κατάθλιψη, απελπισία είναι χαρακτηρισμοί που δίνονται σ’ αυτήν την ατομική δυσφορία που οφείλεται σε μια κατάσταση σύγκρουσης που βιώνουμε εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης. Αυτές λοιπόν οι ψυχολογικές καταστάσεις, που βιώνουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, γεννιούνται και καθορίζονται από τις συνθήκες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που είναι ταξικά διαιρεμένη και καθορίζεται σε κάθε στιγμή της αυτογνωσίας της από μια σειρά προϋπάρχοντα ερμηνευτικά σχήματα.
Αυτή η κοινωνία είναι οργανωμένη πάνω σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα ανισορροπιών της εξουσίας και βασίζεται πάνω στη δυναμική της κυριαρχίας, πάνω στη βία, που οι εκδηλώσεις της δεν περιορίζονται μόνο στη φυσική άσκησή της – και η ανεργία είναι μέρος αυτής της βίας. Αποτέλεσμα του αποκλεισμού από την εργασία, που είναι συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ύπαρξής μας και της απαξίωσής μας σε μια ταξική κοινωνία, είναι η καταπίεση, η επιθετικότητα αλλά όμως και η θέληση της εξέγερσης, η ελπίδα και η εικόνα μιας αλλιώτικης ζωής.
Οι αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις που βιώνει ο καθένας μας δεν είναι παρά η αντανάκλαση σε ατομικό επίπεδο των κοινωνικών αντιθέσεων. Υποφέρει κανείς όταν ζει την καταπίεση χωρίς να μπορεί να απελευθερωθεί απ’ αυτήν. Η κατάθλιψη που νιώθουμε δεν σημαίνει παρά ότι ζούμε αυτόν τον πόνο με ατομικίστικο τρόπο, ότι βυθιζόμαστε και πνιγόμαστε σ’ αυτόν χωρίς να μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία του. Αυτή η κατάθλιψη είναι μια όψη μιας πολύ ευρύτερης δυσφορίας από την οποία σήμερα υποφέρουμε σχεδόν όλοι μας. Χωρίς να είναι αποκομμένη από την ιστορία του ατόμου βρίσκεται ταυτόχρονα σε σχέση με τα συλλογικά προβλήματα μέσα στα οποία υπάρχει το άτομο.
Η ψυχολογική κατάσταση της παραίτησης και κατάθλιψης εξαφανίζεται όταν οι ανάγκες και η καταπίεση είναι συνειδητές κι έχουν ξεκαθαριστεί οι τρόποι υπέρβασής τους. Όταν δηλ. αυτή η συνειδητοποίηση παίρνει την μορφή προσωπικής επιλογής για συλλογική πολιτική δράση.
Σίγουρα την εξουσία διευκολύνει να αντιμετωπίζονται οι αντιδράσεις μας σαν παθητικές ή βιολογικές και να περιορίζονται απλώς σε αντικείμενα στατιστικών ερευνών, παραβλέποντας το συλλογικό χαρακτήρα των διαταραχών και των αιτιών τους. Μ’ αυτήν την αντιμετώπιση πληθαίνουν οι τάσεις μοιρολατρίας και άγχους και όλα εμφανίζονται σαν απρόβλεπτες απειλητικές συμφορές.
Η κατάσταση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού που δεν νιώθει καλά με το περιβάλλον του και με τον εαυτό του, που μπορεί όμως να μετατραπεί σε κατάσταση θετική για την δημιουργία μιας ταξικής συνείδησης, παρόλη την ένταση και την αντιφατικότητά της τείνει να αντιμετωπίζεται σαν αρρώστια ή παραλογισμός που θα πρέπει να προληφθεί και να θεραπευτεί. Για την αστική ιδεολογία αυτή η κατάσταση δεν έχει καμιά σχέση με τη σταδιακή εξέλιξη της εργατικής συνείδησης ούτε με τη συνειδητοποίηση της εκμετάλλευσης και της καπιταλιστικής καταπίεσης.
Η συλλογιστική της εμμονής στην συγκινησιακή και άλογη δυναμική των ψυχικών διαταραχών και της διαμαρτυρίας, όχι μόνο ισοδυναμεί με μια πολύ συγκεκριμένη πεσιμιστική αντίληψη για τον άνθρωπο και τον ψυχισμό του, αλλά επιπλέον τείνει να εξηγήσει τις ταξικές ιστορικές αντιθέσεις με βάση αποκλειστικά υποκειμενικά και ψυχολογιστικά κριτήρια, με αποτέλεσμα να αποκρύβεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση, εγκυρότητα και ιστορική σημασία της διαμαρτυρίας.
Η υπερτίμηση καταθλιπτικών εκδηλώσεων και η υποτίμηση των ανταγωνιστικών σχέσεων στην κοινωνία στο επίπεδο μόνο ψυχοσυγκινησιακών συμπλεγμάτων οδηγούν στις πιο διαστρεβλωμένες θεωρητικοποιήσεις που αρνούνται τη σύγκρουση που βιώνει το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Από τη μια η ζωή μας καθορίζεται από τη συμμετοχή μας στο σύστημα των καταναλωτικών αγαθών και ο βαθμός ένταξής μας στην καταναλωτική κοινωνία είναι τέτοιος που καθορίζει τις αξίες μας σε ό, τι αφορά την προσωπική ζωή, και από την άλλη γίνεται αδύνατη η συμμετοχή μας στην εργασία που θα μας τα εξασφαλίσει. Το μόνο που μένει είναι να επιθυμούμε τρόπους ζωής και αξίες ασυμβίβαστες με την πραγματική μας κατάσταση. Η παθητική βίωση αυτής της αντίθεσης και η εσωτερίκευσή της απομυζά την ενέργειά μας.
Μόνο η διαδικασία συλλογικής συνειδητοποίησης της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας πάνω στην ιδιωτική ζωή μας μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η αντίθεση αυτή να θεωρείται ένα καθαρά συλλογικό πολιτικό πρόβλημα που οι δικοί μας ταξικοί αγώνες μπορεί να λύσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου