Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

ΠΕΡΙ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ο λόγος


             Σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ,  ο  Αντώνης  Καρακούσης, με σημείο εκκίνησης του συλλογισμού του   την επισήμανση του Μ.  ΧρυσοχοΪδη  για την πολιτική διάσταση και διεύρυνση του φαινομένου της  «τρομοκρατίας»,  καταλήγει να προτείνει τη «συγκρότηση  ενός πολιτικού δημοκρατικού μετώπου κατά της ένοπλης πολιτικής βίας, που θα ξεπερνά τα κόμματα και θα ζητεί από την κοινωνία να απομονώσει το φαινόμενο, που διχάζει και κλονίζει». Και ο  Μ. Χρυσοχοίδης και ο Καρακούσης συμφωνούν στον χαρακτήρα του φαινομένου, «βαθύτατα πολιτικό, δύσκολα διαχειρίσιμο και η αντιμετώπισή του πάνω από όλα πρέπει να είναι πολιτική», αλλά δεν τολμούν να προχωρήσουν σε μια αναζήτηση των αιτιών δημιουργίας του. Παραδέχεται ο Α. Καρακούσης ότι «έχει απλωθεί, τείνει να μαζικοποιηθεί και κερδίζει συνεχώς υποστηρικτές σε τμήματα της νεολαίας» και αντί να προβληματιστεί  γι΄ αυτήν την εξάπλωση  μεταθέτει την ανησυχία του για το πώς θα επιτευχθεί η υπεράσπιση της δημοκρατίας που είναι συνταγματικό καθήκον όλων.
       Ο θάνατος του Λάμπρου Φούντα άνοιξε μια ρωγμή για να αποκαλυφτούν χαρακτηριστικά «της νέας γενιάς τρομοκρατών». Ένας νέος άνθρωπος, από αστική οικογένεια, με αξιόλογη μόρφωση και  επάγγελμα επιλέγει να δράσει πολιτικά μέσα από τις δαιδαλώδεις ατραπούς της ένοπλης βίας. Τίποτε δεν τον υποχρέωνε για μια τέτοια επιλογή. Ούτε η ηλικία του, ούτε η οικονομική και κοινωνική θέση του. Οι περισσότερες αναφορές από τους «έγκριτους» δημοσιογράφους για το πρόσωπό του εστίαζαν  σε αστυνομικού τύπου περιγραφές και ερμηνείες,  χωρίς να προβληματίζονται σοβαρά για τις αιτίες που μπορεί να οδήγησαν σ’  αυτή την επιλογή. Ίσως γιατί ακριβώς και οι ίδιοι φοβούνται και αναγνωρίζουν ότι αυτές οι αιτίες, κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, θα συνεχίζουν να υφίστανται και να ωθούν και άλλους σε τέτοιες επιλογές.
         Η  γενιά που γεννήθηκε στις πρώτες δεκαετίες μετά τον πόλεμο, και τότε η δημοκρατία συμπυκνώνονταν στη φράση « να σου χτυπάν το πρωί την πόρτα και να είναι ο γαλατάς», θεωρεί εν πολλοίς ότι   οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού συνεχίζουν να είναι ίδιοι, άρα και οι τρόποι αντίδρασης σε αντιλαϊκές  αποφάσεις της κυβέρνησης – απεργίες, διαδηλώσεις, λεκτικές διαμαρτυρίες. Όταν αυτά τα μέσα δεν αποδίδουν οι περισσότερες κοινωνικές ομάδες πέρα του ότι προχωρούν, πολλές φορές, σε μια αυτοσυγκράτηση στη δραστηριότητα τους από το φόβο της πιθανής εκτροπής του πολιτεύματος, αποδέχονται ως αναγκαίες και ίσως μακροπρόθεσμα και ωφέλιμες τις ενέργειες της κυβέρνησης.
          Οι νέοι όμως που γεννήθηκαν μετά την μεταπολίτευση βίωσαν μια πολλά υποσχόμενη δημοκρατία, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, η οποία τα τελευταία χρόνια διολισθαίνει, ανεπαισθήτως στην αρχή, βιαίως τον τελευταίο χρόνο, σε δικτατορικού  τύπου επιλογές και δράσεις χρησιμοποιώντας αξιοθαύμαστα όλα τα επικοινωνιακά μέσα.   Η επίκληση στην ανοχή και κατανόηση της δημοκρατίας αρχίζει να μη γίνεται πια πειστική, κυρίως γιατί αρχίζει να αμφισβητείται  η ίδια η λειτουργία της και η σκοπιμότητά της. Μπορεί  η κατανόηση πολλών υπουργών, και του ίδιου του πρωθυπουργού μάλιστα,   για τις διαμαρτυρίες των πολιτών να εντυπωσιάζει  κάποιους, αλλά φαίνεται σε πολλά κοινωνικά στρώματα και ηλικίες  να εκλαμβάνεται ως εμπαιγμός.
        Όταν το ίδιο το κοινοβουλευτικό σύστημα, που επέτρεψε και θεσμοθέτησε μάλιστα ως δικλείδες ασφαλείας την εκδήλωση αντιδράσεων οριοθετώντας τες μ’ αυτόν τον τρόπο και δείχνοντας ότι μπορεί να επηρεαστεί απ’ αυτές,  έφτασε στις μέρες μας  όχι απλά να τις ενσωματώνει αλλά και να τις αφομοιώνει, εξουδετερώνοντας την αποτελεσματικότητά τους,  ποιοι δρόμοι απομένουν για πολιτικά συνειδητοποιημένους και οργισμένους νέους για ουσιαστική αντίδραση; Αφού δεν μπορεί να επιτευχθεί η μαζικότητα στις εκδηλώσεις αντίδρασης θα επιδιωχθεί η ένταση -  ποιο μέσο γι’ αυτό καλύτερο από τη βία;
         Η  κυβέρνηση, με την ανοχή της  κοινωνίας, δείχνει να αδιαφορεί για τη γενιά των νέων που εμπαίζεται, περιθωριοποιείται, αδρανοποιείται και υπάρχει το ενδεχόμενο  οι περισσότεροι από τους καλύτερούς της  να στελεχώσουν  ομάδες ένοπλης πάλης, μάλλον για τους ιδεολόγους  είναι ένοπλης απελπισίας.
         Η εξουσία πιθανόν να διευκολύνεται, αν δεν τις προκαλεί μάλιστα, μ’  αυτές τις επιλογές. Αν λάβουμε υπόψη  την προπαγάνδα που ταυτίζει την επιλογή της πολιτικής του μνημονίου με εθνικό καθήκον και χαρακτηρίζει σχεδόν  κάθε ουσιαστική αντίδραση σαν περίπου αντεθνική μπορούμε ν’ αντιληφθούμε τον καινούργιο επικοινωνιακό μηχανισμό  που θα στηθεί για να μας πείσει για τον κίνδυνο της πατρίδας μετά και την βομβιστική επίθεση στη Ριανκούρ.
         Ο  Α. Καρακούσης τελειώνει το άρθρο του με την διαπίστωση ότι η δημοκρατία «δεν μπορεί να μείνει ανυπεράσπιστη όταν σηκώνονται όπλα και τοποθετούνται βόμβες τέτοιας ισχύος, ικανές να σκοτώσουν τον καθένα περίοικο ή τυχαίο περαστικό».
         Το πρόβλημα βέβαια είναι όχι μόνο με ποιον τρόπο θεωρείται από την κυβέρνηση ότι θα γίνει η υπεράσπιση της δημοκρατίας αλλά και πώς ακριβώς αυτή ορίζεται στην εποχή του μνημονίου.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλά τα λες, δεν ξέρω γιατί, αλλά φοβάμαι πως ακόμη και αν δημοσίευες σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, γιατί για τέτοιο και πολύ ανώτερο επίπεδο μιλάμε,(παρ όλο που το άρθρο πιθανόν να χανόταν ανάμεσα σε σελίδες για κατανάλωση τέχνης και πολιτισμού-αντίδοτο σε καιρούς χαλεπούς σαν αυτούς που ζούμε!),τα λεγόμενα σου θα είχαν την ίδια απήχηση όσο και μια διαφήμηση για συσκευή οζονοποιητή. Ωστόσο σκέψεις και ιδέες σαν αυτές,ξεκάθαρες, διατυπωμένες με έναν τρόπο κατανοητό για τον στοιχειωδώς υποψιασμένο αναγνώστη, και κυρίως χωρίς "πρόλογο" αλλά καθαρή ουσία, τις χρεαζόμαστε. Βάζουν σε τάξη τον χαοτικό μας ψυχισμό, που δεν μπορεί να βρει ηρεμία, στερείται πνευματικής συνοχής και συγκρότησης, και ας έχει καταπλάκωθεί κάτω από τόνους βιβλίων.keep up the good work!

Προλύτης είπε...

Ευχαριστώ για τα σχόλια.