Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ


Κι αν τα εγκαίνια της ΔΕΘ με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας του και τα επεισόδια   είναι από τις πρώτες ειδήσεις, μια απεργία εργαζομένων και μια δήλωση στρατηγού  των ΗΠΑ μοιάζει να σηματοδοτούν την πορεία του μέλλοντός μας.
Από τη μια το Πρωτοδικείο του Πειραιά έκρινε παράνομη την απεργία των εργαζομένων στις προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ στο σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ ο ΣΕΒ στην  ανακοίνωσή του τρομοκρατεί με τη ««σημαντική βλάβη που προκαλείται στην ελληνική οικονομία από τις αυθαίρετες δράσεις μιας μικρής μειοψηφίας συνδικαλιστών» ζητώντας παρέμβαση της Δικαιοσύνης και των αρμοδίων αρχών.
Από την άλλη ο Στρατηγός Ντάνφορντ, αρχηγός του γενικού επιτελείου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, μίλησε στους αμερικανούς δημοσιογράφους, μετά από την συνάντηση που είχε με τον Α/ΓΕΕΘΑ Βαγγέλη Αποστολάκη, επισημαίνοντας την «αυξανόμενη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ» της Ελλάδας και δηλώνοντας πως ««Αν δούμε το χάρτη και τις τρέχουσες επιχειρήσεις σε Λιβύη και Συρία αλλά και τις πιθανές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οι ευκαιρίες εδώ είναι αρκετά σημαντικές».
Από τη μια αγώνας των εργαζομένων, από την άλλη ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί που απειλούν να ισοπεδώσουν τα πάντα.
Οι αποφάσεις της δικαιοσύνης, η οποία ακριβώς επειδή λειτουργεί με νόμους που βασίζονται και δικαιώνουν το υφιστάμενο σύστημα του καπιταλισμού,  για άλλη μια φορά ταυτίζονται με την ικανοποίηση των κυρίαρχων ταξικών συμφερόντων, όπως μάλιστα εκφράζονται ξεκάθαρα από το ΣΕΒ.
Και μπορεί  η αστική μας δημοκρατία με την πίεση από τους αγώνες του εργατικού κινήματος να υποκρίθηκε την αναγνώριση της απεργίας ως δικαιώματος, όσο όμως αποδυναμώνεται το εργατικό κίνημα τόσο το αστικό κράτος περιορίζει το δικαίωμα της απεργίας με νομικά, αλλά και όταν αυτά δεν επαρκούν, με κατασταλτικά μέσα. Γιατί οι εργαζόμενοι έχουν την πιο μεγάλη δύναμη, για τον απλό λόγο πως οι καπιταλιστές μπορούν να συσσωρεύουν κέρδη μόνο αν οι εργαζόμενοι κάνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους. Αν αρνηθούν όμως, οργανωμένα όλοι μαζί, τα κέρδη σταματούν. Κι αν υπάρχει ένα πράγμα που ενδιαφέρει τους εργοδότες είναι η ροή των κερδών.  Αυτή η ικανότητα να συντρίψουν όλο το σύστημα, απλά με το να αρνούνται να εργαστούν, δίνει στους εργαζόμενους μια δύναμη που καμία άλλη κοινωνική ομάδα δεν έχει, εκτός από τους ίδιους τους καπιταλιστές που εξαρτώνται όμως απ’ αυτούς.  Και αυτό δεν είναι απλά μια θεωρία. Αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία και οι πιο μικρές  μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν τις υλικές συνθήκες των λαϊκών μαζών ή που τις έδωσαν περισσότερα δικαιώματα ήταν πάντα με βάση  κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης
 Γι’ αυτό χρησιμοποιούνται από το αστικό μας κράτος   όλα τα μέσα που διαθέτει, για να πεισθούν οι εργαζόμενοι πως δεν υπάρχει λόγος να αντισταθούν και να αποδέχονται την ιδέα ενός κόσμου όπου πρέπει να φοβούνται τη δύναμη του κεφαλαίου, ποτέ το αντίστροφο να μη συμβαίνει. Προσπαθεί να αποδυναμώσει τις δυνάμεις που ενεργούν εναντίον του συνθλίβοντας τα συνδικάτα ή, κρατώντας ακόμα τα προσχήματα, δημιουργώντας νέα  που παρέχουν υπηρεσίες προς τον καπιταλισμό, όπως η εργοδοσία των "COSCO" - "DPORT" – Εργολάβων στο λιμάνι του Πειραιά,  με το σωματείο σφραγίδα που προέκυψε με νόθες και διαβλητές διαδικασίες.
Το κεφάλαιο μπορεί να μην είναι κυριολεκτικά παγκόσμιο, αλλά η παγκοσμιοποίησή του επαρκεί για να μπορεί να σκάψει το λάκκο των εργαζομένων βάζοντας τον ένα εργαζόμενο εναντίον του άλλου από διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Η παγκοσμιοποίηση λοιπόν του κεφαλαίου σ’ αυτή τη δεκαετή καπιταλιστική κρίση, απειλεί, για να επιβάλει τους όρους του,  συνεχώς τον κόσμο της εργασίας με την ανεργία. Κι επειδή  πάντα υπάρχουν μέρη όπου οι εργαζόμενοι δέχονται να δουλέψουν με ψίχουλα, ο εκβιασμός είναι αποτελεσματικός όσο η αλληλεγγύη, η οργάνωσή και ο συντονισμός  τους μοιάζουν ανύπαρκτοι.
 Αν το κεφάλαιο επομένως έχει μια ικανότητα για εκβιασμούς και οργάνωση ακόμα και ετερογενών ομάδων τότε και η εργατική τάξη πρέπει να έχει την αντίστοιχη ικανότητα. Γι’  αυτό και   η όποια  απαξίωση για  οργάνωση της εργατικής τάξης μέσα από το κόμμα της, το κομμουνιστικό, στρέφεται εναντίον της. Γι’ αυτό χρειάζεται ένα κομμουνιστικό κόμμα σε κάθε χώρα, για να οργανώνει τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα, να αναπτύσσει ρίζες ανάμεσα στις μάζες, ξεκινώντας από τα συγκεκριμένα προβλήματά τους. Γι’  αυτό στη δική μας χώρα πρέπει να παλέψουμε τους καπιταλιστές, στη  δική μας χώρα ν’ αγωνιστούμε ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Επειδή η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης είναι το αποκορύφωμα της κάθε γνήσιας θεωρίας, είναι η ολοκλήρωσή της, ακόμα και για  να σκεφτούμε μια κλίμακα για την πολιτική δράση και  την οργάνωσή μας πέρα από εθνικά σύνορα πρέπει να ξεκινήσουμε από το δικό μας εθνικό χώρο.
Για να βοηθήσουμε λοιπόν τους Παλαιστίνιους να νικήσουν το Ισραήλ, για να συμπαρασταθούμε στους κατατρεγμένους λαούς της  Συρίας, του Ιράκ κλπ. πρέπει   αντιδράσουμε στις επιλογές της δικής μας  κυβέρνησής, που εκφράζει τις φιλοδοξίες της άρχουσας τάξης, για συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ, που εκτός από τη Συρία περιλαμβάνουν και « τις πιθανές επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο».
           Συνοπτικά, το σύστημα πνίγεται σε έναν υπερπληθωρισμό πλούτου,  με τις  παραγωγικές δυνάμεις  να έχουν τη δυνατότητα να παράγουν ένα σύνολο προϊόντων που δεν μπορεί όμως να απορροφηθεί από τις αγορές και με τόσους πολλούς ανθρώπους να τους εξαθλιώνει η φτώχεια. Στη Μέση Ανατολή οι αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού εκτίθενται σε συμπυκνωμένη μορφή και η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού ταυτίζεται με την  κρίση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Υπάρχουν κοινωνικοί και πολιτικοί κραδασμοί παντού, που συνοδεύονται από ακραία αστάθεια σε παγκόσμια κλίμακα και βίαιες αλλαγές στις σχέσεις των κρατών.
Κι είναι που με τον αγώνα των εργαζομένων η ανικανότητα του καπιταλισμού να κάνει παραγωγική χρήση των κολοσσιαίων ποσών υπεραξίας που εξάγονται από τον ιδρώτα και το αίμα των εργατών  και αυξάνει την οργή τους θα γίνει και η καταδίκη του.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΙΑ


Στον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης το ενδιαφέρον εστιάστηκε, για διαφορετικούς λόγους, στην υπουργοποίηση της Κ. Παπακώστα, βουλευτή της Ν. Δημοκρατίας που ανεξαρτητοποιήθηκε, αλλά και της νεαρής Κ. Νοτοπούλου. Η υπουργοποίηση της Παπακώστα, που έχει υπάρξει ιδιαίτερα προσβλητική απέναντι στους μετανάστες,  όπως και πρώην  στελεχών   του ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δικαιολογείται από την ΑΥΓΗ ως «Γέφυρα προς το κοινωνικό κεντροδεξιό ακροατήριο» και «Άνοιγμα στον κόσμο της Κεντροαριστεράς» αντίστοιχα, ενώ της 30χρονης πρώην διευθύντριας του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη άνετα μπορεί να θεωρηθεί, μαζί με εκείνη της Ε. Αχτσιόγλου, η έμπρακτη εφαρμογή ισότητας  των γυναικών και κυρίως προώθησης νέων ανθρώπων με την ελπίδα ενίσχυσης ενός προοδευτικού προφίλ του κόμματος.
               Μόνο που ούτε οι δικαιολογίες της κυβέρνησης για τις επιλογές προσώπων στην κυβέρνηση, ούτε οι κριτικές σ’ αυτές από την αξιωματική αντιπολίτευση, οι οποίες εξαντλούνται σε πρόσωπα και συμπεριφορές, ξεφεύγουν από το βασικό πλαίσιο που κινείται η πολιτική ζωή μας της αποϊδελογικοποίησης, της αποδυνάμωσης κάθε δράσης οργανωμένης που αντιδρά στη συναίνεση και δεν οδηγεί στην πειθήνια διαβίωσή μας. Αν σε κάτι διαφοροποιείται αυτός ο ανασχηματισμός είναι πως ο ίδιος ο λόγος της κυβέρνησης μοιάζει να εξαντλείται σε εφευρετικότητα  στην αναζήτηση δικαιολογιών για  τις επιλογές προσώπων, έστω και προσχηματικά, και καταφεύγει στα χιλιοειπωμένα περί δημοκρατικής συσπείρωσης και σύγκρουσης με Δεξιά ή στην ανάδειξη νέων ανθρώπων και ακόμα την προώθηση ισότητας των φύλων.
               Ο Α. Τσίπρας και η κυβέρνησή του μαζί με το κόμμα του  δεν κάνουν άλλο παρά επάξια  να κινούνται στα πλαίσια εκείνου του θεάματος της πολιτικής που ο Γιώργος Παπανδρέου πριν μια δεκαετία καθιέρωσε, άξιος γόνος του ΠΑΣΟΚ,  μ’  έναν πολιτικό λόγο που ήθελε ν’ αποπνέει οικειότητα, άνεση, ζεστασιά, μετατρέποντας την πολιτική σε θέαμα της καθημερινότητας με τις ποδηλασίες του, τα σακίδια των υπουργών στις κρίσιμες συναντήσεις με τους ευρωπαίους εταίρους, με τους μαραθώνιους δρόμους του, περιθωριοποιώντας σχεδόν κάθε πολιτικό σημαινόμενο. Ακόμα και οι υπουργοποιήσεις με επικοινωνιακά κριτήρια στηρίζονταν σε πάλαι ποτέ δικαιώσεις παλιών διεκδικήσεων όπως ισότητα των φύλων ή στο μύθο της δεκαετίας του ΄60 στην ταύτιση  επαναστατικότητας και νεότητας. Έτσι π.χ. υπουργοποιήσεις όπως της Τίνας Μπιρμπίλη στο υπουργείο Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου έμοιαζε να δικαιολογούνται από τον εναλλακτικό τρόπο ζωής της με τα γυμναστήρια και τα ποδήλατα και τον θαυμασμό της για τον Γ. Παπανδρέου που ήταν η μόνη σύνδεσή της με την πολιτική. Αυτό που προστέθηκε επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ ήταν βέβαια η μίμηση επαναστατικού λόγου και η οικειοποίηση, κατόπιν διαστρέβλωσης,  ενός αγωνιστικού παρελθόντος, εξουδετερώνοντάς τα. Χρησιμοποιώντας την ψευδαίσθηση της εναλλακτικής πρότασης και παρέχοντας την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι στα προκαθορισμένα πλαίσια του συστήματος υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για λύση του προβλήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση, για να εγκλωβίσει αντιδράσεις, να δυσφημίσει ιδεολογίες, να τσακίσει οράματα και να οδηγηθεί το λαϊκό κίνημα στην παραίτηση.
               Όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων απροκάλυπτα πια έγινε φανερό πως αυτό που ανακοινώνεται από τα ΜΜΕ ως σχηματισμός ή ανασχηματισμός κυβέρνησης δεν είναι παρά η πολιτική–θέαμα για κατανάλωση, το περιτύλιγμα που κρύβει το παρασκήνιο όπου διεξάγεται το ουσιώδες της πολιτικής. Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός,  μέσα στις αντιφάσεις του, διαβεβαιώνοντας  πως στη ΔΕΘ  «μετά από οχτώ χρόνια ο πρωθυπουργός θα μιλήσει έχοντας σχέδιο της δικής του κυβέρνησης» για να τονίσει τη σημασία της «εξόδου» από τα μνημόνια, ακυρώνει στην ουσία όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών, και τη δική του, εφόσον ομολογεί πως απλοί διεκπεραιωτές ήταν μιας  υπαγορευμένης πολιτικής. Με τις  κρίσιμες αποφάσεις να  έχουν εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα της πολιτικής ζωής, με τους πολίτες θεατές στη λήψη αποφάσεων, αν και αποδέκτες της εφαρμογής τους, με τα πολιτικά κόμματα να σκιαμαχούν, οι ανασχηματισμοί, ακόμα και οι σχηματισμοί  κυβερνήσεων όλο και περισσότερο φαίνεται να έχουν ελάχιστη σημασία. Το αστικό πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να το σταματά τίποτε στην απροκάλυπτη, χωρίς ιδεολογικές επικαλύψεις, εφαρμογή πολιτικής που του υπαγορεύεται από τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας του καπιταλισμού και ο μοναδικός του ρόλος πια περιορίζεται στην προσπάθεια  νομιμοποίησης αυτών των πολιτικών στους λαούς,  με όρους διαφήμισης που ενισχύει το θεαματικό στοιχείο και αποϊδεολογικοποιεί τον πολιτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η  αστική μας δημοκρατία με τους δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης μοιάζει να περιορίζει, και όχι μόνο στη χώρα μας, τη δικαιοδοσία της στην επιλογή χειμερινής ή θερινής ώρας.
               Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά πολιτική δύναμη  πέρα από το ΚΚΕ, που  οργανωμένο δυναμικά, επιμένει και μπορεί να διαμορφώσει  κίνημα αντίστασης με βάση τη συλλογική έκφραση ενός οράματος, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, συνδέοντας τα καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων με ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά πεδία στοχεύοντας στο καπιταλιστικό σύστημα που τα προξενεί.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

«ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΑΠΡΟΚΑΤΑΛΗΠΤΟΝ»


Τέτοιες μέρες πριν  96 χρόνια άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτό που στην εθνική μας ιστορία χαρακτηρίζεται ως Μικρασιατική Καταστροφή, μετά την αναδίπλωση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων απ’ όλες της γραμμές του Μετώπου. 
 Κι επειδή οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή μας συνεχίζουν να είναι επικίνδυνοι για τους λαούς της, η πολιτική προσέγγιση της μικρασιατικής εκστρατείας, ως μέρος των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των επιδιώξεων της δικής μας άρχουσας τάξης,  από το νεαρό τότε ΣΕΚΕ, το ΚΚΕ, όπως αποτυπώνεται και σ’ ένα άρθρο του Ριζοσπάστη, το «Επίσημον όργανον του Σοσιαλιστικού Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος  και της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών Ελλάδος» δεν έχει βέβαια  μόνο ιστορικό ενδιαφέρον.
«Ότι  η εκκένωσις της Μικράς Ασίας από τον Ελληνικόν στρατόν, καθ’ όν τρόπον έγινε μάλιστα, έπληξε κυριώτατα τα Αγγλικά συμφέροντα και την Αγγλικήν επιρροήν είναι αναμφισβήτητον. Η δριμεία επίκρισις όλου σχεδόν του Αγγλικού τύπου κατά της κυβερνήσεως του Λόυδ Τζώρτζ δια την χρεωκοπίαν της Ανατολικής του πολιτικής, δια την απότομον λύσιν του Μικρασιατικού δράματος, την αντίστασιν των Μεσοποταμίων και Παλαιστινίων κατά της Αγγλικής εντολής, το αναρριπισθέν γόητρον του Μουσταφά Κεμάλ και την αντιαγγλικήν εξέγερσιν εν Ανατολή αποδεικνύουν οποίας σημασίας ζήτημα εινε για την Αγγλίαν η εκ του ατυχήματος του Ελληνικού στρατού ζημία  της Αγγλικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Όχι μόνον απομακρύνει αυτήν από τα μέρη ένθα έχει τα κύρια αυτής συμφέροντα, αλλά, όπερ και το σπουδαιότερον, μεταθέτει το πεδίον της αντιθέσεως μεταξύ αυτής και των Μπολσεβίκων από την Ανατολής εις την Μεσόγειον. Δύο κόσμοι συγκρούονται αποφασιστικών πλέον. Ο ιμπεριαλισμός της Αγγλίας και ο Μπολσεβικισμός. Η τάσις της απολύτου κυριαρχίας επί της Ανατολής προς εκμετάλλευσιν των λαών και η μονιμοποίησις του αποκλεισμού της Ρωσίας αφ’ ενός, η Αγγλική πολιτική, και η τάσις προς διέξοδον, προς λύσιν του αποκλεισμού, προς ελευθέρωσιν των Ανατολικών λαών η Ρωσική πολιτική,  αφ’ ετέρου.
         Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη είναι τα δύο επίμαχα σημεία. Η Σμύρνη εχάθη πλέον δια τον Αγγλικόν ιμπεριαλισμόν. Μένει η Κωνσταντινούπολις.
         Εκεί στρέφει ολόκληρον την προσοχή του. Αλλά καθώς δια τν Σμύρνην δεν ήτο δυνατόν να τηρηθή η Αγγλική επιρροή δι’ Αγγλικών δυνάμεων, ούτω και δια την Κων/πολιν και τα Στενά επιζητείται η παρένθεσις τρίτου παράγοντος, εμμέσως υπέρ της Αγγλίας ενεργούντος. Άμεσος σύγκρουσις της Αγγλίας προς τον Μουσουλμανισμόν και αδύνατος ίσως, αλλα και επιζημιωτάτη είνε δια την Αγγλίαν. Εντεύθεν τίθεται ζήτημα Θράκης. Και το ζήτημα τίθεται ουχί υπό των Βουλγάρων, ή των  Τούρκων, τίθεται αμέσως υπό του μεγάλου Ευρωπαϊκού τύπου και ιδία του Αγγλικού.
          Ανακύπτει όθεν και πάλιν η κατά το 1912-1913 ανάγκη δια την Αγγλίαν, τότε η διάλυσις, σήμερον η οριστική παρεμπόδισις της αναγεννήσεως της Τουρκίας.
           Και ως τότε μεν η πολιτική εστρέφετο κατά της Γερμανίας, σήμερον στρέφεται κατά της Ρωσίας. Αλλά το πρόβλημα  σήμερον λαμβάνει μορφήν κοινωνικού αγώνος. Κατά της Ρωσίας, κατά της Εργατικής  Επαναστάσεως και του Κράτους των Εργατών και χωρικών  και κατά της Ενσαρκώσεως της ιδέας της απελευθερώσεως των λαών από παντός ιμπεριαλισμού. Θάττον ή βράδιον το ζήτημα θα τεθή  οξύτερον. Η κίνησις της Μικράς Αντάντ, γνωστού οργάνου της Ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας υπέρ της Θράκης, είνε χαρακτηριστική κίνησις των προσκόπων της Ευρωπαϊκής πολιτικής κατά της Ρωσσίας.
          Η Ελλάς θα ευρεθή πιθανώς τάχιστα εντός του δικτύου τούτου των αντιμαχομένων συμφερόντων και θα παίξη ίσως τον σπουδαιότερον ρόλον.
            Θα γίνη πάλιν όργανον της Αγγλίας;
         Ναι φωνάζουν οι Βενιζελικοί. Είναι αύτη η ηθελημένη και μελετημένη πολιτική των. Επάνοδος εις τα Συμμαχίας προς Συμμαχικήν πολιτικήν δράσιν μετά της Μικράς Αντάντ εναντίον της Ρωσσίας, αυτή είνε η πολιτική των. Την ήσκησαν ήδη αποδραμόντες κτάτ ης Ουκρανίας, την ήσκησαν μεταβάντες εις Μικράν Ασίαν. Αλλ’ είδομεν όλοι τα αποτελέσματα της και την ανηθικότητα, ήν περιέχει, αντιθέτουσα τους εργάτες και χωρικούς της Ελλάδας κατά της ισχυράς Δημοκρατίας των Σοβιέτ των εργατών και Χωρικών.
              Η τέως κυβέρνησις, χωρίς να το ομολογή, ηκολούθησε και υπό χειροτέρους μάλιστα όρους την Βενιζελικής εξωτερικήν πολιτικήν και είδομεν, πού εφθάσαμεν. Η Ελλάς εθυσιάσθη δια την Αγγλίαν.
             Η νυν κυβέρνησις θα εξακολουθήση την ιδίαν πολιτικήν; Αλλά κατέστη πλέον  φανερόν, ότι η περίφημος αυτοτέλει, εις ήν εμμένουν πάντες οι οπαδοί της «Ηνωμένης» είνε αδύνατος, όταν η ιδία η κυβέρνησης θεωρεί εαυτήν αισμάλωτος της Αγγλικής θαλασσοκρατορίας. Εξ άλλου αυτή η θέσις της Αγγλίς μετβλήθη ήδη εν Μεσογείω.
         Εάν θέλωμεν αληθώς να διασώσωμεν τους Ελληνικούς πληθυσμούς της Θράκης, της Κωνσταντινουπόλεως, τους εναπομείναντας ακόμη πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, ενδεικνύεται πλέον πολιτική Συνενοήσεως με την Σοβιετικήν Ρωσσίαν. Μόνον πολιτική απροκατάληπτος, μακράν των προσωπικών προβλέψεων περί των κοινωνικών ιδεολογιών είνε δυνατόν σήμερον όχι μόνον να σώση την Ελλάδα, αλλά και να ωθήση εις ελευθέραν και δημοκρατικήν ανάπλασιν της πολυπάθου Ανατολής.»
                                Από το  Ριζοσπάστη  της  Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου 1922

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

ΕΝΟΧΕΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΩΝ;


Κι ανάμεσα στις ειδήσεις των ημερών κι εκείνη για την παράδοση 10 τόνων γραμμάτων και δεμάτων, μεγάλο μέρος των οποίων έχει βέβαια καταστραφεί,  που προέρχονταν από  την Ιορδανία, στους παραλήπτες παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης, την οποία  επέτρεψαν μετά από οκτώ χρόνια οι ισραηλινές αρχές.
               Και βέβαια, συγκριτικά με φυλακίσεις, δολοφονίες Παλαιστινίων, κατασκευές υποθαλάσσιων και υπόγειων τειχών που αποκλείουν τους παλαιστίνιους σε στενές λωρίδες γης μετατρέποντάς τες σε γιγαντιαία στρατόπεδα συγκέντρωσης,  αυτή η είδηση θα έμοιαζε και ασήμαντη αν δεν σηματοδοτούσε το μέγεθος της αυθαιρεσίας, του μίσους,  αλλά και του φόβου των Ισραηλινών που χρησιμοποιούν κάθε μέσο για εξουθενώσουν τους κατοίκους αυτής της γης που τους την άρπαξαν.
               Οι αποφάσεις του ΟΗΕ το 1947 για διχοτόμηση της Παλαιστίνης και της δημιουργίας κράτους του Ισραήλ φάνηκαν σαν συναισθηματική απάντηση στη φρίκη του ολοκαυτώματος. Μόνο που αυτή η αντίδραση, που πατούσε πάνω στην ενοχή των εμπολέμων, ήταν εις βάρος των κατοίκων της Παλαιστίνης, οι οποίοι θα έπρεπε να πληρώσουν για εγκλήματα που διέπραξαν οι ευρωπαίοι, δημιουργώντας το κράτος του Ισραήλ, ένα «προγεφύρωμα της αγγλοαμερικανικής αποικιοκρατίας στην Ανατολή» κατά την έκφραση του Νεχρού. Ουσιαστικά, πριν εβδομήντα χρόνια, μετά τον  πόλεμο με τη κατανομή της περιοχής σε τεχνητά κράτη με νέες συνοριακές γραμμές που καταρτίστηκαν από τις πρώην αποικιακές δυνάμεις, στη Παλαιστίνη  μια μειονότητα εκτόπισε, όχι μόνο πολιτικά αλλά κυρίως φυσικά, τους αυτόχθονες πληθυσμούς μιας περιοχής, εφόσον η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στην  Παλαιστίνη από τον 7ο αιώνα ήταν αραβική.  Κι όλα αυτά τα χρόνια  της ύπαρξής του, το Ισραήλ δείχνει με την πολιτική του πως προσβλέπει σε μια σχεδόν πλήρη εξόντωση του αραβικού πληθυσμού προσπαθώντας να είναι εξ ολοκλήρου ένα εβραϊκό κράτος, αν και η έννοια της εβραϊκής εθνότητας είναι μια εφεύρεση του 19ου αιώνα.
               Κι αν  οι διωγμοί των Εβραίων για αιώνες στην Ευρώπη κάνουν κατανοητή την επιθυμία για έναν τόπο εγκατάστασης που να είναι κύριοι της τύχης τους, όμως η παραβίαση των δικαιωμάτων των κατοίκων της περιοχής όπου εγκαταστάθηκαν μετέτρεψε αυτήν την εγκατάσταση σε αποικιακή επιχείρηση.  Κι αν μπόρεσαν κι επικράτησαν στην περιοχή, εκδιώκοντας τους ντόπιους κατοίκους για να τους δώσουν «χώρο»,  ήταν μόνο λόγω ανώτερων στρατιωτικών και οικονομικών πόρων. Εξάλλου η  αμερικανική οικονομική βοήθεια προς το Ισραήλ υπήρξε και εξακολουθεί να είναι τεράστια, ενώ η διπλωματική τους  υποστήριξη είναι ο κρίσιμος παράγοντας που επιτρέπει τη συνεχιζόμενη κατοχή των Αραβικών εδαφών από το Ισραήλ.
               Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως στην Παλαιστίνη εφαρμόστηκε ένα είδος αποικιοκρατίας σε μια περίοδο μάλιστα γενικής αποαποικιοποίησης. Με απόφαση του ΟΗΕ, που υποτίθεται δεν ευνοούσε την αποικιοκρατία και προστάτευε τους λαούς, δημιουργήθηκε ένα αποικιακό κράτος, το Ισραήλ, που διαιωνίζει το καθεστώς του ως μια συνεχώς επεκτεινόμενη κατοχή με εξαιρετικά ανώτερη στρατιωτική δύναμη. Έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση των ΗΠΑ  έχει υπό κατοχή, εξαθλιώνοντας, τους πληθυσμούς που ζούσαν εκεί για αιώνες. Η χρήση στρατιωτικής καταπίεσης, που είναι βίαιη όσο και άδικη, δεν έχει τέλος, εφόσον οι Ισραηλινοί έχουν αποκομίσει σημαντικά οφέλη από αυτήν στην πάροδο των ετών, με τη μορφή γης και πολιτικής κυριαρχίας.
               Χρόνια τώρα, όλο και λιγότερο τη διεθνή ειδησεογραφία απασχολεί το μεγάλο χάσμα ανάμεσα σ’ αυτό που επιτρέπεται στους Παλαιστίνιους και σ’ αυτό που επιτρέπεται στους Ισραηλινούς. Η μεροληψία της πλειοψηφίας των μέσων ενημέρωσης υπέρ των Ισραηλινών είναι δεδομένη και οι πολιτικές των δυτικών κυβερνήσεων, με τη δική μας κυβέρνηση που φιλοδοξεί να παίξει πετυχημένα τον ιμπεριαλιστικό της ρόλο στην περιοχή να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές ως στενός σύμμαχος πια του Ισραήλ, όλο και θέλουν να μας παραπλανούν για την πραγματικότητα της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης. Χρόνια τώρα ο χώρος που δίνεται από τη διεθνή ειδησεογραφία για το ζήτημα της Παλαιστίνης αφορά όλο και περισσότερο μεμονωμένες περιπτώσεις βίας Ισραηλινών που συμψηφίζεται μ’ εκείνη των παλαιστινίων με τις πέτρες και  το όλο ζήτημα κατοχής που επικρατεί εκεί κατακερματίζεται έτσι σε σκόρπιες υποθέσεις που θα πρέπει να βρίσκεται για την καθεμιά μεμονωμένη λύση. Και το συνολικό πρόβλημα μ’ αυτόν τον τρόπο βυθίζεται στο σκοτάδι, για να μπορούν απερίσπαστοι οι Ισραηλινοί να αποκλείουν ανθρώπους σε μια περιοχή  κάτω από τη δεσποτική και θανατηφόρα τους στρατιωτική διοίκηση υψώνοντας τείχη και οχυρώνοντας οικισμούς.   
               Ο αντισημιτισμός αιώνων στην Ευρώπη, που εκμεταλλεύτηκε η ναζιστική Γερμανία για να εφαρμόσει την τελική λύση στους Εβραίους, υποχωρώντας σε εκτεταμένη κλίμακα σαν συνέπεια της ήττας του ναζισμού, αντιστράφηκε με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Το στρατοκρατούμενο κράτος του Ισραήλ επιβάλλει στην περιοχή την κυριαρχία του και χαρακτηρίζει αντισημίτη όποιον υποβάλει σε οποιαδήποτε σοβαρή κριτική το κράτος και επικρίνει την πολιτική του που έχει αφετηρία  αποικιακή  και αποκτά  όλο και περισσότερο  χαρακτηριστικά ρατσιστικά.
               Κι αν για εκατοντάδες χρόνια οι κυρίαρχες τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών τροφοδοτούσαν τον  αντισημιτισμό, κατά τα συμφέροντά τους, προβάλλοντας  τις χρηματικές και τραπεζιτικές δραστηριότητες των εβραίων, καθώς πολλοί απ’ αυτούς εξυπηρετώντας τις άρχουσες τάξεις στην είσπραξη φόρων και στην εκμετάλλευση των λαϊκών στρωμάτων ήταν εύκολο κάθε φορά να γίνονται εξιλαστήρια θύματα για εκτόνωση λαϊκής οργής, ο σιωνισμός όμως, σαν πολιτικό κίνημα για τη δημιουργία στην περιοχή της Παλαιστίνης ενός εβραϊκού κράτους, προσκολλημένος στην ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ έχει μετατρέψει το κράτος του Ισραήλ σε ρατσιστικό που γεννά το δικαιολογημένο  μίσος των γηγενών αράβων κατοίκων της περιοχής. Κι αυτό βέβαια δεν είναι αντισημιτισμός.