Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΣΧΟΛΙΑ


Στον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης το ενδιαφέρον εστιάστηκε, για διαφορετικούς λόγους, στην υπουργοποίηση της Κ. Παπακώστα, βουλευτή της Ν. Δημοκρατίας που ανεξαρτητοποιήθηκε, αλλά και της νεαρής Κ. Νοτοπούλου. Η υπουργοποίηση της Παπακώστα, που έχει υπάρξει ιδιαίτερα προσβλητική απέναντι στους μετανάστες,  όπως και πρώην  στελεχών   του ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δικαιολογείται από την ΑΥΓΗ ως «Γέφυρα προς το κοινωνικό κεντροδεξιό ακροατήριο» και «Άνοιγμα στον κόσμο της Κεντροαριστεράς» αντίστοιχα, ενώ της 30χρονης πρώην διευθύντριας του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη άνετα μπορεί να θεωρηθεί, μαζί με εκείνη της Ε. Αχτσιόγλου, η έμπρακτη εφαρμογή ισότητας  των γυναικών και κυρίως προώθησης νέων ανθρώπων με την ελπίδα ενίσχυσης ενός προοδευτικού προφίλ του κόμματος.
               Μόνο που ούτε οι δικαιολογίες της κυβέρνησης για τις επιλογές προσώπων στην κυβέρνηση, ούτε οι κριτικές σ’ αυτές από την αξιωματική αντιπολίτευση, οι οποίες εξαντλούνται σε πρόσωπα και συμπεριφορές, ξεφεύγουν από το βασικό πλαίσιο που κινείται η πολιτική ζωή μας της αποϊδελογικοποίησης, της αποδυνάμωσης κάθε δράσης οργανωμένης που αντιδρά στη συναίνεση και δεν οδηγεί στην πειθήνια διαβίωσή μας. Αν σε κάτι διαφοροποιείται αυτός ο ανασχηματισμός είναι πως ο ίδιος ο λόγος της κυβέρνησης μοιάζει να εξαντλείται σε εφευρετικότητα  στην αναζήτηση δικαιολογιών για  τις επιλογές προσώπων, έστω και προσχηματικά, και καταφεύγει στα χιλιοειπωμένα περί δημοκρατικής συσπείρωσης και σύγκρουσης με Δεξιά ή στην ανάδειξη νέων ανθρώπων και ακόμα την προώθηση ισότητας των φύλων.
               Ο Α. Τσίπρας και η κυβέρνησή του μαζί με το κόμμα του  δεν κάνουν άλλο παρά επάξια  να κινούνται στα πλαίσια εκείνου του θεάματος της πολιτικής που ο Γιώργος Παπανδρέου πριν μια δεκαετία καθιέρωσε, άξιος γόνος του ΠΑΣΟΚ,  μ’  έναν πολιτικό λόγο που ήθελε ν’ αποπνέει οικειότητα, άνεση, ζεστασιά, μετατρέποντας την πολιτική σε θέαμα της καθημερινότητας με τις ποδηλασίες του, τα σακίδια των υπουργών στις κρίσιμες συναντήσεις με τους ευρωπαίους εταίρους, με τους μαραθώνιους δρόμους του, περιθωριοποιώντας σχεδόν κάθε πολιτικό σημαινόμενο. Ακόμα και οι υπουργοποιήσεις με επικοινωνιακά κριτήρια στηρίζονταν σε πάλαι ποτέ δικαιώσεις παλιών διεκδικήσεων όπως ισότητα των φύλων ή στο μύθο της δεκαετίας του ΄60 στην ταύτιση  επαναστατικότητας και νεότητας. Έτσι π.χ. υπουργοποιήσεις όπως της Τίνας Μπιρμπίλη στο υπουργείο Περιβάλλοντος στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου έμοιαζε να δικαιολογούνται από τον εναλλακτικό τρόπο ζωής της με τα γυμναστήρια και τα ποδήλατα και τον θαυμασμό της για τον Γ. Παπανδρέου που ήταν η μόνη σύνδεσή της με την πολιτική. Αυτό που προστέθηκε επί εποχής ΣΥΡΙΖΑ ήταν βέβαια η μίμηση επαναστατικού λόγου και η οικειοποίηση, κατόπιν διαστρέβλωσης,  ενός αγωνιστικού παρελθόντος, εξουδετερώνοντάς τα. Χρησιμοποιώντας την ψευδαίσθηση της εναλλακτικής πρότασης και παρέχοντας την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι στα προκαθορισμένα πλαίσια του συστήματος υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για λύση του προβλήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση, για να εγκλωβίσει αντιδράσεις, να δυσφημίσει ιδεολογίες, να τσακίσει οράματα και να οδηγηθεί το λαϊκό κίνημα στην παραίτηση.
               Όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων απροκάλυπτα πια έγινε φανερό πως αυτό που ανακοινώνεται από τα ΜΜΕ ως σχηματισμός ή ανασχηματισμός κυβέρνησης δεν είναι παρά η πολιτική–θέαμα για κατανάλωση, το περιτύλιγμα που κρύβει το παρασκήνιο όπου διεξάγεται το ουσιώδες της πολιτικής. Και ο ίδιος ο πρωθυπουργός,  μέσα στις αντιφάσεις του, διαβεβαιώνοντας  πως στη ΔΕΘ  «μετά από οχτώ χρόνια ο πρωθυπουργός θα μιλήσει έχοντας σχέδιο της δικής του κυβέρνησης» για να τονίσει τη σημασία της «εξόδου» από τα μνημόνια, ακυρώνει στην ουσία όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων οκτώ ετών, και τη δική του, εφόσον ομολογεί πως απλοί διεκπεραιωτές ήταν μιας  υπαγορευμένης πολιτικής. Με τις  κρίσιμες αποφάσεις να  έχουν εξοβελιστεί από τη δημόσια σφαίρα της πολιτικής ζωής, με τους πολίτες θεατές στη λήψη αποφάσεων, αν και αποδέκτες της εφαρμογής τους, με τα πολιτικά κόμματα να σκιαμαχούν, οι ανασχηματισμοί, ακόμα και οι σχηματισμοί  κυβερνήσεων όλο και περισσότερο φαίνεται να έχουν ελάχιστη σημασία. Το αστικό πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται να το σταματά τίποτε στην απροκάλυπτη, χωρίς ιδεολογικές επικαλύψεις, εφαρμογή πολιτικής που του υπαγορεύεται από τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας του καπιταλισμού και ο μοναδικός του ρόλος πια περιορίζεται στην προσπάθεια  νομιμοποίησης αυτών των πολιτικών στους λαούς,  με όρους διαφήμισης που ενισχύει το θεαματικό στοιχείο και αποϊδεολογικοποιεί τον πολιτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η  αστική μας δημοκρατία με τους δημοκρατικούς θεσμούς αντιπροσώπευσης μοιάζει να περιορίζει, και όχι μόνο στη χώρα μας, τη δικαιοδοσία της στην επιλογή χειμερινής ή θερινής ώρας.
               Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά πολιτική δύναμη  πέρα από το ΚΚΕ, που  οργανωμένο δυναμικά, επιμένει και μπορεί να διαμορφώσει  κίνημα αντίστασης με βάση τη συλλογική έκφραση ενός οράματος, του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, συνδέοντας τα καθημερινά προβλήματα των εργαζομένων με ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά πεδία στοχεύοντας στο καπιταλιστικό σύστημα που τα προξενεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: