Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

«…ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ ΟΙ ΜΕΤΑΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΤ…»



      «Με το ισχύον νομικό πλαίσιο και με κοινή υπουργική απόφαση σταματούν οι μεταδόσεις της ΕΡΤ μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος σήμερα το βράδυ», ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Σίμος Κεδίκογλου και στις 23.15 έπεσε το σήμα της  ΕΡΤ σε όλη την Ελλάδα.
          Η αρχή του τέλους, πιθανόν σύντομου πιθανόν παρατεταμένου, ενός  κράτους συγκροτημένου (μ’ όλες του τις ανεπάρκειες)   και της μετατροπής του απροκάλυπτα σε ανώνυμη εταιρεία και   ενός λαού από πολίτες  σε φορολογούμενους  μόνο στην εποχή της εικόνας δεν θα έχει πια την αντιπροσωπευτική του εικόνα.
         Πριν 46 χρόνια η κατάληψη των τηλεπικοινωνιακών κέντρων δηλ.  κτίριο ΕΙΡΤ, τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο  κλπ. από τους πραξικοπηματίες συνταγματάρχες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του πραξικοπήματος. Και σε όλη την επτάχρονη δικτατορία ο έλεγχος στον τύπο και το δίκτυο ραδιοτηλεόρασης ήταν ασφυκτικός. Και τότε λοιπόν πέρα από τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας απαραίτητος ήταν ο έλεγχος και των μέσων ενημέρωσης.
       Σήμερα μια χώρα ανήκει σ’ αυτόν που ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης. Η κυβέρνηση με τα συνήθη προσχήματα της εξυγίανσης, αξιοκρατίας, περιορισμού σπατάλης κλπ. έκλεισε την ΕΡΤ. Περιφρονώντας κάθε κανόνα δικαίου απόλυσε πάνω από 2500 ανθρώπους σε μια νύχτα. Κι   έμειναν μόνο οι ιδιωτικοί σταθμοί που ανήκουν, μ’ ένα θολό καθεστώς,  σε συγκροτήματα μεγαλόσχημων οικονομικών παραγόντων του τόπου. Και αυτή η κατάληξη στα μέσα ενημέρωσης εικονίζει τη χώρα με τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο. Η χώρα ανήκει στους ιδιοκτήτες των μέσων επικοινωνίας, απροκάλυπτα πια.  Κι αυτό πάει να πει πως το κράτος ταυτίζεται και σ’  αυτόν τον τομέα ξεκάθαρα με την κυρίαρχη τάξη της οποίας εκφράζει τα συμφέροντα. Και βέβαια η αναπαράσταση του πραγματικού που θα προσφέρεται από την ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης δεν θα συναρμολογείται με άλλες αξίες ή ιδεολογίες από εκείνες της κυρίαρχης ιδεολογίες, αφού αυτοί που ελέγχουν τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης δεν είναι άλλη από την ίδια την κυρίαρχη τάξη, απροκάλυπτα.
       Γι’ αυτό   δεν έχει πια νόημα ν’ αναρωτιόμαστε για  τη θέση στο ένα ή άλλο ζήτημα των πολιτικών δυνάμεων που συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Το να αντιπολιτεύεται κανείς σήμερα τη Ν. Δημοκρατία, να αγανακτεί με τις ανακοινώσεις  Κεδίκογλου, να διαφωνεί με  τη συμπεριφορά Μανιτάκη, να χλευάζει τον Βενιζέλο ή Παπανδρέου, είναι ίσως βιωματικά αναγκαίο δεν συγκροτούν όμως  ούτε καν μια αντιπολιτευτική συμπεριφορά. Όλοι αυτοί είναι αναλώσιμοι πολιτικοί,  ο βασικός μας  αντίπαλος είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.   
            Η κυβέρνηση κλείνοντας την ΕΡΤ διαμορφώνει καινούργιους κανόνες του παιχνιδιού στον τομέα της ενημέρωσης και   ενεργοποιεί τις κυρίαρχες δυνάμεις του καθεστώτος να δουλέψουν για την υπεράσπισή του, ενώ ελπίζει  ταυτόχρονα να διαχέεται η κριτική  προς διάφορες  κατευθύνσεις, αποδεσμεύοντας τους πολιτικούς από κάποιες ευθύνες. Συγχρόνως, τα μέσα ενημέρωσης προσφέροντας μια  πλασματική πραγματικότητα θα συνεχίζουν να  καθορίζουν την ιδεολογική και πολιτική συνείδησή μας  ισχυριζόμενα μάλιστα πολιτική ουδετερότητα.  Έχοντας μάλιστα  καλλιεργηθεί  συστηματικά η επιθυμία για περισσότερα ελαφρά ψυχαγωγικά  προγράμματα, με τα ιδιωτικά κανάλια θα   ικανοποιηθεί  στο μάξιμουμ μόνο  αυτή η επιθυμία.  Η επιλογή του προσφερόμενου θεάματος θα  αντικατασταθεί ολοκληρωτικά  από τις σφυγμομετρήσεις των επιθυμιών του κοινού. Προκειμένου τα ιδιωτικά κανάλια να προσελκύσουν  τη μεγαλύτερη διαφήμιση που είναι το κύριο  έσοδό της πρέπει να επιτύχουν  μεγάλους δείκτες  ακροαματικότητας στα προγράμματά τους. Και για να επιτύχουν  αυτούς τους δείκτες πρέπει να ανταποκρίνονται σ’ αυτά που θέλει το κοινό. Ο ενημερωτικός, μορφωτικός και ψυχαγωγικός  ρόλος της τηλεόρασης, χωρίς την δημόσια πια τηλεόραση,  θα περιοριστεί  κατά κανόνα στο ρόλο  προσφοράς διασκέδασης. Αντί να διαμορφωθούν τα κριτήρια  της επιλογής θα καταργηθεί  η επιλογή. Η αναπαραγωγή της επιθυμίας πρόκειται να είναι  το μόνο κριτήριο. Δεν θα μας δίνουν πια ούτε  καν «άρτο και θεάματα» που έδιναν οι Ρωμαίοι, αλλά μόνο θεάματα. Η πορεία προς μια ασφυκτική χειραγώγηση διαγράφεται με βεβαιότητα. 
                  Η απόφαση της κυβέρνησης για το κλείσιμο της ΕΡΤ  με πράξη νομοθετικού περιεχομένου μπορεί να
μην συνιστά  ανατροπή του κοινοβουλευτισμού, αλλά σίγουρα αποτελεί παρέκκλισή του. Με ανάληψη όλης της ευθύνης από τη Ν.Δ, εμφανίζεται να είναι σίγουρη  για τη δική της δύναμη και τη δική μας παθητικότητα ή τουλάχιστον να μη φοβάται να προκαλέσει την αγανάκτηση, πεπεισμένη ότι μπορεί να τη διαχειριστεί. Αφού επιστράτευσε κάθε κλάδο που τόλμησε να απεργήσει ή κι ακόμα που σκέφτηκε να απεργήσει όπως τους καθηγητές δεν δίστασε σε μια επίδειξη πυγμής, συκοφαντώντας τους εργαζομένους στην ΕΡΤ να κλείσει τον οργανισμό βεβαιώνοντας ότι  η αξιοκρατία και η αύξηση της παραγωγικότητας θα αποτελέσουν τη γραμμή πλεύσης του νέου οργανισμού που σε μερικούς μήνες θα πάρει τη θέση της.   Είναι βέβαια πιθανόν όλες αυτές οι κινήσεις να μην είναι άλλο από κινήσεις πανικού στην προσπάθεια τους ν’ ανταποκριθούν  στις επιταγές των κυρίαρχων κέντρων, ενός πανικού που  θα πολλαπλασίασε η κινητοποίηση του κόσμου, ενός πανικού που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σκλήρυνση της στάσης… ή μήπως υποχώρηση;
      Αλλά δεν έχει νόημα να ερμηνεύουμε τις επιμέρους πράξεις των κυβερνώντων παρά μόνο για να συνειδητοποιούμε την χωρίς τέλος  καπιταλιστική επίθεση και την ταξική διάσταση της κρίσης.
       Η σύγκρουση με την κυρίαρχη  τάξη θα είναι τελικά  αναπότρεπτη, μακρόχρονη και μπορεί και  βίαιη. Θα γίνεται σε όλους τους χώρους, τους τομείς και τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, καθημερινά και με κάθε μορφή πάλης και πρέπει να αντέξουμε.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ;


        Μέρες τώρα με τις μαζικές διαδηλώσεις στην  Τουρκία αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για εξέγερση η απλώς  για μια διαμαρτυρία που απόκτησε δυναμική περισσότερο από τη βιαιότητα  της εξουσίας στην προσπάθεια καταστολής της. Είναι πολύ δύσκολο αν  κανείς δεν ξέρει την πολιτικοκοινωνική κατάσταση  στην Τουρκία να ερμηνεύσει αυτήν την κοινωνική έκρηξη που πυροδότησε η απόφαση της κυβέρνησης  για τη διαμόρφωση της πλατείας Ταξίμ.
         Φαίνεται όμως, τουλάχιστον στην αφετηρία της, να έχει κοινά σημεία με τις κοινωνικές εκρήξεις που συνέβησαν στη χώρα μας το 2008, στην Αγγλία το 2011, λίγο παλιότερα στη Γαλλία, ακόμα και με τις κοινωνικές εκρήξεις  στη Β. Αφρική που ονομάστηκαν «αραβική άνοιξη».
        Ένα σύνολο ανθρώπων εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους, διεκδικούν δικαιώματα, απαιτούν βελτίωση των συνθηκών ζωής με μέσα που τουλάχιστον στην Ευρώπη και τυπικά και στην Τουρκία είναι αποδεκτά και θεσμοποιημένα, με αφορμή ένα συγκεκριμένο γεγονός. Στην Ευρώπη  περισσότερο οι ίδιοι οι συμμετέχοντες προβαίνουν σε βίαιες ενέργειες, ενώ στη συγκεκριμένη τελευταία περίπτωση, στην Τουρκία, η βιαιότητα χρεώνεται περισσότερο στις δυνάμεις καταστολής.
         Kοινό σημείο όλων αυτών των βίαιων διαμαρτυριών είναι πως τα αιτήματά τους παραμένουν είτε γενικά κι αόριστα για  απόδοση δικαιοσύνης και τιμωρία μιας ανάλγητης εξουσίας, όπως σε μας το 2008, είτε πολύ συγκεκριμένα, να παραιτηθεί ο ένας ή άλλος ηγέτης, στην περίπτωση της Τουρκίας ο Ερντογάν. Κι ενώ  φαίνεται πως η επεκτατική τάση του καπιταλισμού που αγκάλιασε όλες τις ηπείρους τροφοδοτεί εκρήξεις των κοινωνικών αντιθέσεων, οι οποίες  σε τελική ανάλυση πηγάζουν από τις σχέσεις εκμετάλλευσης που εγκαθιδρύει ο καπιταλισμός, τα αιτήματα δεν είναι οικουμενικού χαρακτήρα που απαιτούν  μια ριζική αναμόρφωση του συστήματος (π.χ. εργατικές διεκδικήσεις). Μοιάζουν να μην μπορούν να προσδεθούν σε ιδεολογίες, να αποκτήσουν μια συνεκτική ταυτότητα και εν τέλει να αρθρώσουν ένα συγκροτημένο και στοχευμένο πολιτικό λόγο που θα τους προσδώσει διάρκεια.  Κι έτσι όλες αυτές οι εκρήξεις  είτε διαλύονται κι εξασθενούν είτε χειραγωγούνται και οδηγούν σε ενίσχυση μιας νέας εξουσίας, προϊόν πολιτικών και διεθνών συμβιβασμών που ελάχιστα έχει να κάνει με τα λαϊκά αιτήματα.
           Είναι βέβαια πολύ δύσκολο να ερμηνευτούν γεγονότα,  να αναλυθούν οι αντιφάσεις  τους σε κοινωνίες που δεν γνωρίζουμε αλλά όμως  η λειτουργία τους εξαρτάται από τις καπιταλιστικές δυνάμεις.  Αυτό που σίγουρα   διαπιστώνεται  είναι ότι θριαμβεύοντας  η  παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού επιδεινώνεται σε όλο τον κόσμο η ζωή των εργαζομένων που μοιάζει όμως να έχουν χάσει τη δική τους φωνή. Αναδύονται πολλά κινήματα, συλλογικότητες διάφορες ανά τον κόσμο που  εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους χωριστά σε κάθε περιοχή, σε κάθε χώρα χωρίς όμως να μπορούν να συνενώσουν τις δυνάμεις τους. Ακόμα όμως κι όταν  θέτουν ως πρωταρχικό αίτιο τη λειτουργία χωρίς κανόνες  του καπιταλιστικού συστήματος, ως παραγωγού ανισότητας και δυσαρέσκειας, αμφισβητώντας την ικανότητα παρέμβασης και επιτυχίας στα κόμματα που δεν μπορούν να φανταστούν και να  προτείνουν μια διαρρύθμιση της καπιταλιστικής κοινωνίας, δεν το αμφισβητούν εκ βάθρων για να το ανατρέψουν.
               Σκέφτεται κανείς πόσο υποτιμήθηκε η αποτελεσματικότητα  της αστικής ιδεολογίας όταν επιδόθηκε σε μια ανελέητη κριτική του μαρξισμού, για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος  για παραίτηση από ολόκληρο το θεωρητικό  οπλοστάσιο του, σε μια συνεχή συκοφάντηση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, αφήνοντας τις υποτελείς τάξεις άοπλες και ανάπηρες, χωρίς έναν επαναστατικό λόγο, ένα όραμα που θα ειχε τη δύναμη να πλαισιώνει τις ανατρεπτικές κοινωνικές δυνάμεις.
            Βλέποντας  κανείς πώς καταλήγουν όλες αυτές οι κινητοποιήσεις, παρά την πρωτόγνωρη μαζικότητά τους,    κινδυνεύει να τις θεωρήσει μάταιες, ενστερνιζόμενος την κυρίαρχη λογική για το αμετάβλητο των κοινωνικών δομών. Ενώ  στην αντίπερα όχθη, την κυρίαρχη εξουσία, υπάρχουν δομές, οργανώσεις πανίσχυρες οι υποτελείς φαίνεται πως  ακριβώς εξαιτίας της αμφισβήτησης  κάθε μορφής οργάνωσης αποδεικνύονται  πολύ αδύναμοι να αντισταθούν μέχρι τέλους.   Η αντίσταση  μέσα από κινήματα που έχουν ρευστές μορφές οργάνωσης, πολυσυλλεκτική βάση υποστηρικτών χωρίς μέλη, αλλά απλά συμμετέχοντες, που η χαλαρή τους οργάνωση ενώ επιτρέπει την άμεση κινητοποίηση εμποδίζει τη λήψη δεσμευτικών αποφάσεων  μοιάζει να αφήνει λίγα περιθώρια για νίκη απέναντι σε έναν καλά οργανωμένο αντίπαλο.
       Αν μάλιστα σκεφτούμε ότι στη χώρα μας η  αγχώδης αναζήτηση για νέα κινήματα προς δόξαν του υποχρεωτικού πλουραλισμού και της αμφισβήτησης της αναγκαιότητας της οργάνωσης, στην οποία για χρόνια επιδόθηκαν όσοι αριστεροί πίστεψαν ότι το κομμουνιστικό κόμμα ξεπεράστηκε ιστορικά, κατέληξε στην αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, μήπως ήρθε η ώρα να ξανασκεφτούμε ότι η παλιά ιδέα για  συσπείρωση γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα που να απαντά και να αντεπιτίθεται  οργανωμένα στις πολλαπλώς βίαιες επιθέσεις  της κυρίαρχης τάξης δεν είναι λάθος ιδέα;         

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ


         Στα καθ’ ημάς, συνεχίζεται τόσο η σκυταλοδρομία με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ανάμεσα στα κόμματα συγκυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσο και η δημιουργία από την κυβέρνηση   κλίματος  αισιοδοξίας, με τον υπουργό οικονομικών της να είναι πεπεισμένος ότι  «Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι παρά τις δυσκολίες τους οι Έλληνες υποστηρίζουν περισσότερο την κυβέρνηση γιατί έχουν αρχίσει να βλέπουν φως στο τούνελ»
         Τρία χρόνια τώρα με την ευγενική χορηγία των μέσων ενημέρωσης η κυρίαρχη εξουσία φαίνεται πως καταφέρνει να μη κάνει ορατή, σε ένα επικοινωνιακό  τουλάχιστο επίπεδο, σαν άμεση επίθεσή στους εργαζόμενους την εφαρμοζόμενη πολιτική. Υπονομεύοντας διαρκώς και υποσυνείδητα τον τρόπο σκέψης μας, ενσταλάζει  ανεπαισθήτως εδώ και πάνω από μια εικοσαετία  κατά μικρές δόσεις, επιφυλλιδογραφικές  παλιότερα τηλεπαραθύρων αργότερα, τον κυρίαρχο λόγο στο κοινωνικό σώμα, ώστε σε μια εποχή οξύτατης κρίσης, όπως αυτή που ζούμε, να παραμείνουμε άλαλοι αδυνατώντας να αρθρώσουμε ακόμα και σπασμωδικά το  δικό μας λόγο.
         Έτσι παραμένουμε εγκλωβισμένοι στη λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας, μη θέλοντας ή μη μπορώντας να σπάσουμε τα πλαίσια  αυτής της λογικής που δεν λύνει τα κοινωνικά προβλήματα αλλά τα οξύνει. Αποδεχόμαστε λοιπόν την ερμηνεία του κυρίαρχου λόγου ότι οι οικονομικοπολιτικές κρίσεις   απορρέουν από στρεβλές προσωπικές συμπεριφορές, και ότι η θεραπεία που  προτείνεται   στα προβλήματα που μας κατακλύζουν  είναι οι αλλαγές στην ανθρώπινη συμπεριφορά που θ’  αλλάξουν την ποιότητα της ζωής μας –αλλαγή νοοτροπίας επαναλαμβάνεται συνεχώς. Κι επιστρατεύεται και η τεχνολογία που θα βοηθήσει να επιφέρει τις θεωρούμενες αναγκαίες  και απαραίτητες αυτές αλλαγές στη συμπεριφορά –πάταξη φοροδιαφυγής, απλοποίηση διοικητικών διαδικασιών κλπ.
       Η κοινωνία ολόκληρη ένα εργαστήρι που εκπαιδεύεται, με την κυρίαρχη εξουσία στο ρόλο εκπαιδευτή, από τη μια με την αυστηρότητα, την τιμωρία για τα λάθη μας (οι επικείμενες απολύσεις είναι μια από τις συνέπειες) από την άλλη με τις υποσχέσεις, τις ανταμοιβές  (η συνεχής αισιοδοξία του υπουργού οικονομικού που αφειδώς υπόσχεται βελτίωση της ζωής μας) να ασκεί έναν τρόπο  ελέγχου αποτελεσματικό, που λειτουργεί διαμέσου της θετικής αλλά και αρνητικής ενίσχυσης της συμπεριφοράς μας. Αυτό που προέχει για τους κυβερνώντες είναι η εντύπωση και η απορρέουσα συμπεριφορά έναντι της εξουσίας. Μένει λοιπόν  να εφαρμοστεί η  κατάλληλη τεχνική  που θα τις προκαλέσει, ώστε να περάσουν  πιο ανώδυνα οι πολιτικές αποφάσεις εξαθλίωσής μας.
          Κι εμείς  δείχνουμε να πιστεύουμε πως η αντιμετώπιση προβλημάτων που μπορεί να φαίνονται μικρά αλλά στην καθημερινότητά μας είναι πολύ μεγάλα διευκολύνει  τη λειτουργικότητα του κράτους, ώστε οι εντυπώσεις  να γίνουν θετικές, ακόμα κι αν  άλλα σοβαρότερα ζητήματα, μείωση μισθών, άνοδος τιμών, ανεργία κλπ. είναι που υποβιβάζουν την ποιότητα ζωής μας.  Μόνο που τελικά ούτε τα μικρά καθημερινά προβλήματα, που ασκούν πολυσύνθετες επιδράσεις στη σχέση πολίτη με την εξουσία   και πολλές φορές μπορεί να  είναι καθοριστικά  για την πολιτική εξουσία, καταφέρνουν  να λυθούν, ακριβώς γιατί δεν είναι νοοτροπίας ή τεχνικής φύσεως προβλήματα. Οι ουρές συνταξιούχων  που δεν πληρώθηκαν τις συντάξεις τους τις τελευταίες μέρες στα υποκαταστήματα του ΙΚΑ  το αποδεικνύει στην πράξη, εντείνοντας μάλιστα την εντύπωση αδιαφορίας ή ανικανότητας του οργανισμού.
            Και μ’ όλα αυτά συντηρείται από τον κυρίαρχο λόγο ένα ρευστό, ομοιογενές  και νεφελώδες πολιτικό τοπίο δυσανάγνωστο, που χαρακτηρίζεται από ασάφεια σκόπιμη, ώστε να μένουν έξω από κάθε αμφισβήτηση οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και το  πολιτικό σύστημα που τους αντιστοιχεί.
      Κι όλες αυτές οι συζητήσεις, αντεγκλήσεις περί του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου  ανάμεσα στα κόμματα της συγκυβέρνησης δεν δείχνουν παρά την προσπάθειά τους να αποσπαστούν από τις εξελίξεις, που τα  ίδια δρομολογούν,   αναζητώντας διεξόδους πολιτικά ευκαιριακές, συσκοτίζοντας τις σχέσεις του φασισμού με το κυρίαρχο σύστημα – η Ν.Δ προσπαθώντας να  προσεταιριστεί μέρος του ακροατηρίου της Χ.Α παλινδρομεί, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ θεωρώντας το σαν καλή ευκαιρία για να αποποιηθούν κατηγορίες για ιδεολογική ενδοτικότητα κάνουν αγώνες ταχύτητας με το ΣΥΡΙΖΑ.
          Γίνεται προσπάθεια να δοθεί η εντύπωση  ότι δεν υπάρχει αντιπαράθεση, ταξική σύγκρουση,  η Χ.Α είναι κάτι απρόβλεπτο,  προέκυψε εκ του μηδενός, τι άλλο είναι οι λαθρομετανάστες που κατά τον πρωθυπουργό αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της; Αντίπαλοι δεν υπάρχουν, γι’ αυτό και τα πράγματα μπορούν να οδηγηθούν  σε κατάσταση κατευνασμού  και συμφιλίωσης, είναι θέμα πιο πολύ νοοτροπίας.
         Πέφτοντας στην παγίδα της συναίνεσης κινδυνεύουμε να παρασυρθούμε από την αισιοδοξία του Στουρνάρα που ροκανίζει το χρόνο μέχρι την πλήρη εξαθλίωσή μας και να πιστέψουμε ότι η φασιστική απειλή λύνεται με νόμους που καταλήγουν να  ποινικοποιούν ιδεολογίες.
            Τελικά όλα αυτά τα επικοινωνιακά τεχνάσματα με την αισιόδοξη αντιμετώπιση του μέλλοντος  μαζί με τους νόμους που ισχυρίζονται πως προστατεύουν τη δημοκρατία δεν είναι παρά προληπτικά μέτρα και μέσα  για  να  υπερασπιστεί τον εαυτό του το κυρίαρχο  σύστημα το οποίο αφουγκράζεται  τον  αχό από  την αγανάκτηση  των υποτελών τάξεων  που  βρίσκεται σε ανιούσα. Και πρέπει να διατηρεί την αισιοδοξία του, για να πείθει,   ακόμα  και αν  οι εκρήξεις οργής  σε μια  Τουρκία  με δείκτες ανάπτυξής θετικούς  και πρωθυπουργό με υψηλή αποδοχή δημοσκοπικά, ήρεμη μέχρι πριν λίγο καιρό, φοβίζουν γιατί δείχνουν τα κυρίαρχα συστήματα αδύναμα να εξημερώσουν τις επικίνδυνες τάξεις πείθοντας τις μάζες του πληθυσμού να παραμείνουν σχετικά ήρεμες.