Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

ΔΡΩΝΤΑΣ


      Ο δρόμος θα είναι μακρύς. Δεν γνωρίζουμε το τέρμα του, υποψιαζόμαστε την κατεύθυνσή του. Θα θέλαμε  να ενεργούμε  σαν προφήτες, ενώ δεν  έχουμε το χάρισμά τους.  Αντικαταστήσαμε τον οραματισμό με τη λογική συναγωγή,  που τελικά μας οδηγεί σε συγκρουόμενα αποτελέσματα, εφόσον η μια απόδειξη αναιρεί την άλλη.  Ένα όμως είναι σίγουρο. Είναι καιρός να δράσουμε.
       Όσο  μεγαλώνουν οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες κοινωνικές δυνάμεις, τόσο η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης διαποτίζεται από υποκρισία. Το αποτέλεσμα είναι να βιώνουμε  τις  διάφορες μορφές καταπίεσης, που ασκούνται μέσα στο υπάρχον πολιτικοκοινωνικό σύστημα, ως προϊόν της αντίφασης που υπάρχει ανάμεσα στην αστική ιδεολογία, με κυρίαρχη βέβαια τη  θέση της ατομικής ελευθερίας, και του οικονομικοπολιτικού συστήματος. Γι’  αυτό οι περισσότερες ενέργειες, αναλύσεις κλπ.  δεν κατευθύνονται στον κύριο στόχο,  το ίδιο το σύστημα, αλλά περισσότερο στοχεύουν στην άρση της αντίφασης που νομίζουμε πως  υπάρχει ανάμεσα στο πολιτικοκοινωνικό καθεστώς και την ιδεολογία του. Επιδιώκεται λοιπόν όχι η αλλαγή του, αλλά η αλλαγή ζωής, που πα να πει ωραιοποίησή της μέσα στα πλαίσια του ίδιου συστήματος.  Για να γνωρίσουμε όμως την κοινωνική πραγματικότητα και να την αλλάξουμε πρέπει να δράσουμε.  Δεν τη γνωρίζουμε παρά στο μέτρο που ενεργεί πάνω μας. Τελικά,  η δράση μας  πάνω σ’  αυτήν  θα μας επιβληθεί  από τον αγώνα  για την επιβίωσή μας.
     Προς το παρόν, ένθεν κακείθεν- κυβερνώντες και εργαζόμενοι -  έχουμε να κάνουμε  με ομοιώματα. Τα ομοιώματα της  εξέγερσης η των μεταρρυθμίσεων  όμως συντελούνται ακόμα  μόνο ρηματικά. Η επαναστατική  η μεταρρυθμιστική πράξη έχει  ασφαλώς δική της «γλώσσα», αλλά και η γλώσσα αυτή νοείται ακόμα στο επίπεδο των νοημάτων - ανεστραμμένων ή εξωραϊσμένων. Για μεταρρυθμίσεις μιλά η κυβέρνηση και εννοεί απολύσεις, περιστολή δικαιωμάτων κλπ. για εξέγερση  οι λαϊκές τάξεις κι εννοούν ειρηνικές διαδηλώσεις, λεκτικές αντιδράσεις κλπ. Κι ενώ από τη μια οι αποφάσεις της κυβέρνησης  δείχνουν απόλυτα συντονισμένες με τις επιλογές των κέντρων των Βρυξελλών και Ουάσιγκτον,  ακόμα κι αν  εμείς δεν συνειδητοποιούμε τον τελικό τους στόχο, από την άλλη  η δική μας αντίδραση δεν εγγράφεται σ’ ό τι θα ονομάζαμε λαϊκή εξέγερση ούτε έχει τη δυναμική να μπολιάσει καθοριστικά τις  άμεσες πολιτικές εξελίξεις.
       Στην όποια  άρνηση των λαϊκών τάξεων να αποδεχτούν τις κυβερνητικές αποφάσεις  εγείρεται η κριτική, κυρίως από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο,  ότι είναι μια άρνηση χωρίς στόχο και ότι τα μηνύματά της είναι πολύ ισχνά. Επιτακτικά απαιτείται  από τις λαϊκές μάζες να προτείνουν  εναλλακτική λύση, διαφορετικά θεωρείται ότι αίρεται η νομιμοποίηση της αντίδρασή τους. Και το πιο εξωφρενικό είναι ότι όλοι αναζητούμε διεξόδους μέσα στα πλαίσια που έχουν καθορίσει οι οικονομικές ολιγαρχίες και γι’  αυτό έχουμε επιδοθεί σ’  ένα αγώνα αναζήτησης τεχνοκρατικών  λύσεων- να βγούμε ή όχι από το ευρώ, αναδιάρθρωση  χρέους ή όχι, μερική  ή όχι χρεωκοπία,  κλπ.
      Πολλοί βέβαια περιμένουν  να γίνει επανάσταση θεωρώντας ότι είναι ένα θέαμα με τους ίδιους θεατές, άλλοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να υλοποιηθούν πεποιθήσεις που συγκρούονται με τις δοσμένες συνθήκες και ακόμη περισσότεροι, εναποθέτοντας το μέλλον τους σε ελπίδες που τροφοδοτούνται από τους κυβερνώντες, πνίγουν την απελπισία τους και είναι έτοιμοι να χαθούν εν σιωπή. Αν πριν από την κρίση η κάθοδος σε απεργίες, διαδηλώσεις κλπ. χαρακτηρίζονταν επαναστατική γυμναστική στις μέρες μας είναι ζωτικής σημασίας να διατηρηθούν ζωντανές οι εκφράσεις αγωνιστικότητας, ακόμα κι αν η συμμετοχή της πλειοψηφίας είναι περιορισμένη.  Μη  ξεχνάμε ότι η όποια διαμαρτυρία, έστω και ενάντια σε μεμονωμένες αιτίες , ακόμα κι όταν δεν είναι  ιδιαίτερα μαζική,  μπορεί άμεσα  να πετύχει κάτι, ακόμα κι αν είναι  ελάχιστο, αλλά  κυρίως  μπορεί  να κρατήσει ζωντανή την αντίθεση απέναντι στην πολιτική και  κοινωνική παντοδυναμία της κατέχουσας  τάξης.  Ακόμα και αν κάποιες σημαντικές μάχες δεν κρίνουν τίποτε, μερικές φορές  μπορεί να λειτουργούν ως  απόδειξη ότι υπάρχει η δυναμική  για την   αποφασιστική σύγκρουση ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και την οικονομική ολιγαρχία.
       Ισως είναι μάταιος κόπος πια η ευρύτερη Αριστερά, το ΚΚΕ ξεκάθαρα το αποφεύγει,   να προσπαθεί να πείσει για τις  εναλλακτικές λύσεις που έχει στην υπάρχουσα οικονομική κατάσταση. Το κύριο μέλημά της θα είναι  να πείσει όλους τους εργαζόμενους  για την αναπότρεπτη οικονομική τους εξαθλίωση, που θα είναι και η κινητήρια δύναμη για αντίδραση τους, και να βοηθήσει στην κατανόηση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας  για να κατευθυνθούν οι δράσεις στην πραγματοποίηση του κοινωνικού ιδεώδους της. Είναι αλήθεια πως μέχρι  τώρα  η κοινωνική προσαρμογή των εργαζομένων στον τομέα δράσης και σκέψης  δεν ξεπερνά τους περιορισμούς των δοσμένων περιστάσεων. Το κύριο έργο της Αριστεράς είναι επομένως να πείσει τους ανθρώπους για την ικανότητά τους  ν’  αλλάξουν τις δοσμένες αυτές περιστάσεις.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ

    Σπάνιο πράγμα να βρεθούν ηγεμονικές ομάδες που  να παραχωρούν εξαιτίας  των  λαϊκών διεκδικήσεων  ένα μέρος από την εξουσία τους και να έχουν  τόση φρόνηση, ώστε να παρατήσουν  μόνοι  τους ό,τι  θ’ αναγκαστούν  με την πίεση των πραγμάτων να στερηθούν υστερότερα, γιατί πάντα πιστεύουν ότι έχουν την δυνατότητα και ικανότητα να υπερασπιστούν το σύστημά τους… μέχρι να φθαρούν και να πέσουν – και φυσικά ούτε το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο στη χώρα μας  αποτελεί εξαίρεση. Αντίθετα,  τρομοκρατούν  τις λαϊκές μάζες, εξάπτουν το φανατισμό και τους φόβους προβάλλοντας την απειλή κινδύνων και εκμεταλλεύονται τα λαϊκά πάθη. Η αντικατάσταση του υπουργού Οικονομικών, στην κυβέρνηση Παπανδρέου,   τη μόνη διαφοροποίηση που έφερε  ήταν ο βερμπαλιστικός, δογματικός, γεμάτος θεατρινίστικο εγωισμό  λόγος του Ευ. Βενιζέλου, ο οποίος ακατάσχετα  δημοκοπεί, θέλοντας να δώσει την εντύπωση ότι αγωνίζεται για να υπερασπίσει  μια δικαιότερη κατανομή οικονομικών βαρών, που είναι φυσικά αναπόφευκτα, ενώ στην πραγματικότητα  αγωνίζεται να υπερασπίσει την κυριαρχία του συστήματος  και βοηθά να θεμελιωθεί  η νέα μορφή του για να το σταθεροποιήσει.  Οι προνομιούχες τάξεις αναζητούν κάθε φορά καινούργια μέσα δύναμης  - π.χ. ο προβοκατόρικος ρόλος κουκουλοφόρων - μέσα από το φόβο τους μη τους αφαιρέσουν τα παλιά.Τελικά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι δεν θα   καταλήξουν να κάνουν εγκλήματα για τη σωτηρία τους.
     Εκ παραλλήλου,  η κυβερνητική εξουσία έχει κάθε συμφέρον να δείχνει ότι συνεργάζεται με λαϊκές ομάδες,  αφού έτσι  θα μπορούσε  να φανεί ότι ανανεώνεται η εξουσία της  ή να στρέψει τη μια κοινωνική τάξη εναντίον της άλλης  για  να αποφύγει τις οδυνηρές συνέπειες της όποιας αντίδρασης ή εξέγερσης.  Εξάλλου δεν παραλείπει  η κυβέρνηση να θέλει να δίνει την εντύπωση ότι κάνει οικονομίες για ν’  αποτραπεί η χρεωκοπία, με την οποία συνεχώς απειλεί ολόκληρη την κοινωνία. Μόνο που  είναι εικονικές οι οικονομίες αυτές και γι’  αυτό  δεν έχουν κανένα άμεσο αντίχτυπο, αφού το μόνο που κάνουν είναι να μην αφήνουν καμιά πηγή του τόπου αστράγγιστη.
      Συγχρόνως η αδυναμία των πολιτικών ηγετών, τόσο των εγχώριων όσο και της Ευρωπαϊκής  Ένωσης,   να κατανοήσουν τις πραγματικές διαστάσεις των επιπτώσεων από τις  αποφάσεις που παίρνουν,  τους εμποδίζουν να εκπονήσουν σχέδια που να ανταποκρίνονται στην ανάγκη των καιρών, ακόμα και μέσα στα πλαίσια των δικών τους συμφερόντων. Σοφίζονται λοιπόν δικαιολογίες για όλα  και δείχνουν ότι δεν έχουν κατανοήσει ότι τελειώνει ο ρόλος τους εκεί που τελειώνουν οι ιδέες τους. Απειλούν με το χάος, τρομοκρατούν λαούς και συνεχίζουν να μιλούν για δημοκρατία.
     Οι εγχώριοι πολιτικοί μας πάλι – κυβέρνηση, μείζονα αντιπολίτευση με ουρά το κόμμα του Καρατζαφέρη -  συναγωνίζονται στις εκδηλώσεις πατριωτισμού και εκκλήσεις για εθνική ενότητα.  Η εθνική ενότητα όμως, που επίσημα η κυρίαρχη εξουσία  ενθαρρύνει, είναι  μια καλά υπολογισμένη πρόταση, την οποία  πιπιλίζει το στόμα των πολιτικών, που τα μεγάλα αφεντικά των οικονομικών συγκροτημάτων  έχουν εγκαταστήσει μέσα στη  βουλή, για να νομιμοποιήσουν  την εκμετάλλευσή τους και να μεταδίνουν στους εκμεταλλευομένους μαζί με τα ψίχουλα των  δικαιωμάτων την  δημοκρατική αποδοχή των αποφάσεών τους. Οι εργαζόμενοι όμως πια  δεν παίρνουν τίποτε, μόνο δίνουν. Η δημοκρατία των πλουσίων είναι πάντοτε έτοιμη  να ρίξει πάνω στο λαό με τα σφιγμένα ζωνάρια, το μάννα της ελευθερίας, των δικαιωμάτων και των νόμων- με την προϋπόθεση ότι τα ελέγχουν. Προτρέπουν αυτούς που εκμεταλλεύονται και τους εκμεταλλευόμενους να αλληλοκατανοηθούν, εκείνους που ληστεύονται να θυσιάσουν τα αγαθά τους για τα ωραία μάτια της ευημερίας … που θα έρθει. Χρειάζεται γι’ αυτό περισσότερη ρητορική. Και ο  Βενιζέλος τη διαθέτει. Χρειάζεται όμως και ένας ιδεαλισμός που ο Παπανδρέου ξέρει να προβάλλει όχι βέβαια και να τον αποδεικνύει έμπρακτα - δεν δίστασε να διαγράψει τον διαφωνούντα βουλευτή Π. Κουρουμπλή επειδή έπραξε κατά συνείδηση. Κάθε κοινωνική ομάδα όμως έχει και το δικό της  ιδεαλισμό, που δεν είναι γραμμένος στον ίδιο τόνο. Για να μη βρίσκονται σε δυσαρμονία και για να αποκαταστήσουν τη συναυλία πρέπει ν’  αγγίζονται  κι άλλες χορδές, ιδιαίτερα εκείνες του φόβου και του κοινού συμφέροντος- και να πάλι  προβάλλει ο πατριωτισμός.  Από την άλλη μεριά, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση   έρχεται να συντονίσει  την αρμονία των μεγάλων ψαριών, γιατί  είναι αυτά που δίνουν τον τόνο. Είναι οι κύριοι του ποταμού όπου όλοι οι εργαζόμενοι είναι τα μικρά ψαράκια. Έχουν συμφέρον λοιπόν όλα τα μεγάλα ψάρια  να συνεταιριστούν για να αμυνθούν εναντίον εκείνων που μπορεί να απειλήσει το κελάρι τους. Γι΄ αυτό και η έκδηλη ικανοποίηση της καγκελαρίου της Γερμανίας που ψηφίστηκε το μεσοπρόθεσμο στην Ελλάδα. Τα κελάρια συνεχίζουν να φυλάγονται και στην Ελλάδα Ο κόσμος που έχει κυρτωμένη τη ράχη κάτω από το βάρος της προνομιούχας τάξης δεν άλλαξε μεν  καβαλλάρη    αλλά   το πλήθος των χημικών που έπεσαν στο Σύνταγμα δείχνει το  φόβο του συστήματος  μήπως κάποια στιγμή όλος αυτός ο κόσμος  πηδήξει ό ίδιος πάνω στη σέλλα.
     Εγχώριοι κι ευρωπαίοι  πολιτικοί με τους γραφειοκράτες της Ε.Ε δείχνουν ότι έχουν χάσει το δεσμό τους με την κοινωνική πραγματικότητα, δεν καταλαβαίνουν τίποτε κι εξακολουθούν να ρητορεύουν, να διαφωνούν, να διατάζουν,  απαιτώντας, με κάθε μέσο,  να μη διαψεύδεται η εικόνα του κόσμου που έχουν σχηματίσει.  
   Οι ψευδαισθήσεις όμως ποτέ δεν κρατούν πολύ

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΤΑ ΡΕΣΤΑ

   
      Δέκα μέρες  μετά  συνεχίζουν οι φιλότιμες προσπάθειες,  και με την αρωγή  μέρους των ΜΜΕ,  για να φανεί ότι, με τον   ανασχηματισμό  της  κυβέρνησης και την ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τον Ευ. Βενιζέλο, διαλύθηκαν  η δυσφορία, οι  ενστάσεις  κι αντιρρήσεις  των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι έδιναν την εντύπωση  πως επεδίωκαν  αλλαγές στην κυβερνητική πολιτική. Επιδιώκεται μάλιστα να λαξεύσουν ένα προφίλ του Βενιζέλου,  πιο φιλολαϊκό, δυναμικό  και αποφασιστικό. Ο ίδιος καταβάλλει  ιδιαίτερες προσπάθειες γι’ αυτό με τις δηλώσεις που αναπαράγουν τα ΜΜΕ, όπως «Δεν επεξεργάσθηκα εγώ το Μεσοπρόθεσμο και δεν με εκφράζει η αναλογία εσόδων-δαπανών. Θα ρίξω όλο το βάρος στην φοροδιαφυγή και σε ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα», η  «Είναι πολυ εύκολο να διατυπώνει κανείς  σκληρή κριτική για φορολογικά μέτρα που είναι από τη φύση τους δυσάρεστα για τους πολίτες. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού. Πρόκειται για υπαρξιακά αναγκαίες σωστικές κινήσεις.» Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να πείσει από τη μια για τις δικές του και της κυβέρνησης διαπραγματευτικές ικανότητες  αφήνοντας υπονοούμενα για τις ικανότητες του προκατόχου του κι από την άλλη να υπογραμμίσει  για μια ακόμη φορά το νομοτελειακό χαρακτήρα των κυβερνητικών επιλογών.  Κι όλα αυτά για να κερδηθεί λίγος χρόνος,  τόσος, όσο για να νομιμοποιηθεί και τυπικά η αποδοχή και εφαρμογή του λεγόμενου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
      Οι ενέργειες της κυβέρνησης αυτούς τους 21 μήνες αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, τον δικό της περιορισμένο πολιτικό ορίζοντα, που είναι εγκληματικά βραχύς- ούτε μήνας πια.
      Το πρόβλημα είναι ότι οι πολιτικοί μας, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία,  παρόλο που είχαν συγκλίνει, κυρίως  των δυο εναλλασσόμενων στην εξουσία  κομμάτων, γύρω από ένα ελάχιστο πρόγραμμα,  και τόνιζαν το διαχειριστικό χαρακτήρα της πολιτικής τους, στοχεύοντας  απλώς στην αποτελεσματικότητά  της, δεν κατάφεραν ούτε καν σ’ αυτά  με επιτυχία  να ανταποκριθούν.
      Σίγουρα,  ο πολιτικός είναι σε μόνιμη κούρσα με το χρόνο και η φύση κάθε ενέργειάς του εξαρτάται από  το αν πραγματοποιήθηκε στη σωστή στιγμή, ή πολύ νωρίς, ή πολύ αργά.    Η κυβέρνηση Παπανδρέου, με όλες τις μεταλλάξεις της, κάθε φορά αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να επιβιώσει στην κούρσα με το χρόνο και δίνει την εντύπωση ότι οι αποφάσεις της  είναι αργοπορημένες αντιδράσεις στο  χείμαρρο των γεγονότων, ανίκανη να ξεπεράσει τον ορίζοντα του συστήματος που δημιουργεί, ή κι απλώς αποδέχεται,  με τη δραστηριότητά της.  Έτσι φαίνεται ότι  μπορεί να λύσει μό­νο εκείνα τα προβλήματα που μπαίνουν στην οπτική της  γωνία, ή τα  προσάρμοσε με τέτοιο τρόπο στις ικανότητές της,  για να μπορέσει να τα καταλάβει.
 Από  τους πρώτους μήνες  διακυβέρνησης έδινε την εντύπωση ότι  προσπαθούσε  να τα μεταφέρει όλα στο επίπεδο της, στο πεδίο της τεχνικής, της ωφελιμότητας και του άμεσου απο­τελέσματος. Επειδή σκεφτόταν  για την πραγμα­τικότητα με τα σχήματα της επικοινωνίας -χειραγώγησης, της ωφελιμότητας  και της κυριαρχίας, θεωρούσε  πραγ­ματικό μόνο εκείνο με το οποίο μπορούσε να κυρι­αρχήσει, να χειραγωγήσει και να αξιοποιήσει, (αποδοχή  οικονομικής κατάστασης και προτεινόμενων  μέσων διαχείρισής της)   και όλο τ' άλλο (ανάλυση αιτίων, εναλλακτικές προτάσεις κλπ) θεωρούσε  ότι  αποσυντίθεται και σκορπίζεται σαν μη πραγματικό
Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, παρά τη φλύαρη ρητορική  τους,  αποδεικνύονται  ότι το μόνο που μπορούσαν  ήταν  να προωθούν, μέσα από εκβιαστικά διλήμματα,  αυτούσια προτεινόμενες από Ευρωπαίους συγκεκριμένες πολιτικές  σε οικονομικά προβλήματα, ενώ παρουσιάζονταν   αδύναμες  σε σχέση με την πραγματικότητα που ξεπερνάει τους ορίζοντές τους. Κάθε φορά αυτό που εμφάνιζαν για τελικό και λυμένο αποδεικνυόταν  σαν απλή προσωρινότητα.
Συγχρόνως, από την αρχή της ελληνικής κρίσης  έχουμε να κάνουμε από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με συνεπικουρία και της κυβέρνησής μας,  με μια περίπτωση «αυτοεξιδανίκευσης», η καταδίκη δηλ. των «κακών ελλήνων» από τα ευρωπαϊκά  οικονομικά κέντρα, χρησίμευσε για την συγκρότηση ενός δίπολου,  με τους κακούς έλληνες από τη μια και από την άλλη τους καλούς ευρωπαίους, κυρίως  Βόρειους,  τους  πολιτικά άμεμπτους, που ακολουθούν  τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί μέσα από συνθήκες της Ε.Ε και γι’  αυτό δεν απειλούνται από οικονομική καταστροφή. Ο διαστροφικός αυτός μηχανισμός επιτρέπει σ’  ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των Ευρωπαίων να καταξιώσουν  την πολιτικά ορθή συμπεριφορά τους, χωρίς αξιόλογες αντιδράσεις στις αποφάσεις της εξουσίας,  μέσα  όμως από μια πράξη απόρριψης – αυτών των λαών, που ως άφρονες, νωθροί, διεφθαρμένοι επιβιώνουν, όπως πιστεύουν, εις βάρος τους. Μέχρι τώρα αυτός ο μηχανισμός αναδείχτηκε πολύ αποτελεσματικός για την κινητοποίηση των παθών και τη δημιουργία ενότητας μεταξύ αυτών των ευρωπαίων κατοίκων που νιώθουν  ότι διατηρούν και υπερασπίζονται την ποιότητα ζωής τους  μέσα από την ίδια τη διαδικασία του αποκλεισμού των άλλων.
Την ίδια στιγμή, στη χώρα μας,  ουσιαστικά δεν επιτρέπεται στους εργαζόμενους να έχουν πολιτικό ρόλο, γιατί, πέρα από εκβιαστικά διλήμματα, οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και  δεν ξέρουμε επακριβώς και στην κατάλληλη στιγμή  τι πραγματικά συμβαίνει. Μας αρνούνται, και μεις το αποδεχόμαστε, τη δυνατότητά μας να ερμηνεύουμε αυτόνομα, και με βάση το δικό μας νου, τις πληροφορίες και στην πραγματικότητα αυτή την αναπαλλοτρίωτη δραστηριότητα την επιτελεί  η κυβέρνηση αντί για μας και στο όνομά μας.
Η κυβέρνηση δίνει την εντύπωση ότι παίζει τα ρέστα της. Φτάνουμε σε ένα οριακό σημείο, όπου συναρθρώνονται  φόβοι και αισθήματα δυσαρέσκειας που δεν γνωρίζουμε ποια μορφή αντίδρασης μπορεί να διαμορφώσουν. Ισως γι’  αυτό αρχίζει ο εκφοβισμός να είναι πια απροκάλυπτος (σενάρια για χρεωκοπία με αναφορά σε τάνκς του Πάγκαλου).
Τώρα, όσο κουραστική κι αν είναι η επανάληψη,   μπορεί  και πρέπει να είναι καθοριστικός ο ρόλος της Αριστεράς, που θα πρέπει να διεισδύει στο ουσιαστικό και να αποκαλύπτει τις βάσεις από τις οποίες θα προκύψει ο τρόπος δράσης και σκέψης μας για να απελευθερωθούμε από τις αυταπάτες μας και να αντιδράσουμε.



Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΝΑ ΔΙΛΗΜΜΑ

      Διαβάζουμε στον  τύπο ότι  το Υπουργείο Εξωτερικών  καλεί  Έλληνες και πλοία να μη συμμετάσχουν στον στολίσκο ακτιβιστών προς τη Λωρίδα της Γάζας και μάλιστα  υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση ότι «η χάραξη και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι ευθύνη της κυβέρνησης, με γνώμονα την προώθηση των συμφερόντων της Ελλάδας».
      Η κυβέρνηση Παπανδρέου  επικαλείται το εθνικό συμφέρον, για να αποτρέψει τη συμμετοχή ελλήνων ακτιβιστών, συμμορφούμενη με τη βούληση της ισραηλινής κυβέρνησης. Για θεμελίωση  μάλιστα των επιλογών της επιστρατεύει βασικές κατηγορίες της πολιτικής που η ίδια θεωρεί, σ’ άλλες περιπτώσεις, ανενεργές,  όπως  το  εθνικό συμφέρον. Κάθε φορά που τα επιχειρήματα εξαντλούνται η κυβέρνηση ανασύρει «το εθνικό συμφέρον» για να μπαλώσει την επιχειρηματολογία της ή να επιβάλει τις αποφάσεις της (μηχανισμός στήριξης).
     Η ανακοίνωση του ΥΠΕΞ αποκαλύπτει  έναν  τρόπο ιδεολογικής  χειραγώγησης  που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση. Η πίεση από τον Νετανιάχου μένει στο σκοτάδι και προβάλλεται η έκκληση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ,(διεθνής οργανισμός, το κύρος του οποίου η Ελλάς δεν αμφισβητεί) ενώ η «αντικειμενική» διαπίστωση για την πρόθεση της ισραηλινής κυβέρνησης και η φροντίδα της ελληνικής κυβέρνησης για τις ανθρώπινες ζωές  δικαιολογούν την απόφαση της να διακηρύξει τη διαφωνία της με αυτές τις ενέργειες. Ο λόγος της κυβέρνησης και σ΄ αυτήν την περίπτωση δεν είναι διαφορετικός από το λόγο που αρθρώνει για το μνημόνιο. Η αδυναμία του ελληνικού κράτους να προστατεύσει τους πολίτες του παίρνει μορφή εκβιαστικού διλήμματος  -υπευθυνότητα,(άρα όχι συμμετοχή στην αποστολή) ή ανάληψη ευθυνών, (άρα κίνδυνος για τη ζωή) και βεβαίως ξεχνιούνται όλες οι αξίες  για κοινωνική αλληλεγγύη η ανθρωπιστικό καθήκον. Δεν μπαίνει μάλιστα στον κόπο ούτε να δημιουργήσει,  για να προτείνει, κάποιες νέες, έστω και απατηλές, αξίες και πρότυπα, αλλά ανασύρει τις ίδιες σταθερές αξίες που επικαλέστηκαν, για να δικαιολογήσουν εγκληματικές πολλές φορές επιλογές τους, όλοι οι  μεταπολεμικοί κυβερνώντες της χώρας.
     Ο Γ. Παπανδρέου και ως  πρωθυπουργός  ανακαλύπτει  τον επίκαιρο χαρακτήρα λέξεων χιλιοειπωμένων, όπως ανθρώπινα δικαιώματα, ανοχή, αλληλεγγύη, άμεση δημοκρατία  κλπ και προσπαθεί να οριοθετήσει ουδέτερους τομείς, μη πολιτικοποιημένους, αντιπαραθέτοντας την κοινωνία των πολιτών στο κράτος η την πολιτιστική πολυφωνία στην εθνική ιδεολογία. Έτσι θέλει   να δώσει την εντύπωση ότι με τις ενέργειές του δεν επιχειρεί να  θέσει σε εφαρμογή κάποιες αποφάσεις, που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, ασκώντας εξουσία πάνω στην κοινωνία, αλλά να ικανοποιήσει τα αιτήματα της κοινωνίας συμβιβάζοντας και προσπαθώντας να συγκλίνει τις  διαφορετικές διεκδικήσεις. Με το λόγο του οργανώνει έναν κόσμο σχεδόν χωρίς αντιφάσεις, όπου όποιος υπακούει στους κανόνες του μπορεί να τον διαχειριστεί, να ελαχιστοποιήσει τους αστάθμητους παράγοντες και να αναδείξει τα αληθινά αιτήματα των πολιτών. Θέλει να ταυτίζει κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα με ζητήματα ηθικής. Όταν όμως απειλείται η αποτελεσματικότητα  των πολιτικών επιλογών του επιστρατεύεται η φαρέτρα με τα παραδοσιακά ιδεολογικά εργαλεία, στην περίπτωση μας το εθνικό συμφέρον.
     Η προσπάθεια για κατανόηση της πολιτικής συμπεριφοράς της κυβέρνησης και η ανίχνευση του είδους της πολιτικής της βοηθούν ν’ αναγνωρίσουμε τις άρρητες πολιτικές της αποφάσεις από την πρακτική έκφρασή τους.
    Στην ανακοίνωση  του ΥΠΕΞ,  όπου αναγνωρίζεται  ότι η  κατάσταση στη Γάζα είναι  μόνο ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα αποφεύγοντας τη σύνδεσή του με  τον τρόπο άσκησης πολιτικής του Ισραήλ στην περιοχή, ή και γενικότερα της Δύσης, αποκαλύπτονται οι   σχέσεις   και εξαρτήσεις της χώρας μας με το κράτος του Ισραήλ. 
     Η κυβέρνηση νομιμοποιείται να ασκεί εξωτερική πολιτική που θα κριθεί εκ του αποτελέσματος. Έωλος μένει ο τρόπος που προσπαθεί να την ασκήσει, καλύπτοντας την αδυναμία της με εκφοβιστικά επιχειρήματα και μάλιστα προς τους πολίτες της.
   Τελικά περιορίζεται  τόσο το κράτος, όσο να μη μπορεί να προσφέρει κοινωνικές υπηρεσίες στους πολίτες του,  αλλά διατηρείται  για να μπορεί να  επιβάλλονται πολιτικές επιλογές που διαμορφώθηκαν στο ημίφως.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

ΑΓΟΝΟ ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΗΣΗΣ;

      Για να γίνουν αποδεκτές από μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού   οι όποιες πολιτικές επιλογές  των κυβερνώντων, και ιδιαίτερα  στον οικονομικό τομέα,  πάντα προετοιμάζονται από διανοούμενους, που βοηθούν να σχηματιστεί η γενική άποψη  όλων των ανθρώπων και κατά συνέπεια η αποδοχή της κυρίαρχης πολιτικής.
     Μετά το Μαρξ όμως, τα εργαλεία που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για την  ερμηνεία  του σύγχρονου   πολιτικοοικονομικού  συστήματος βοηθούν να κατανοήσουμε πώς   οι πολιτικές σχέσεις  επιδρούν πάνω στην οικονομική κίνηση και  συγχρόνως να διαπιστώσουμε πόσο είναι  αναμφισβήτητο, ότι  πριν  επιδράσουν πάνω σ’ αυτή την κίνηση δημιουργήθηκαν απ’ αυτή. Οι οικονομικοκοινωνικές συνθήκες  θεωρούνται    κινητήριες δυνάμεις νέων κοινωνικών ιδεών και συστημάτων σκέψης, που φυσικά στηρίζονται και σε προγενέστερο διανοητικό υλικό.
      Αφού η  επιρροή λοιπόν του θεωρητικού λόγου και η επίδρασή του στην πρακτική ζωή των ανθρώπων  είναι καθοριστική και φυσικά  και  η ευθύνη αυτών που τον εκφέρουν και τον διαμορφώνουν,  πολιτικές ομάδες, οικονομικές οργανώσεις,  ό τι  δηλ. συνηθίζεται  να ονομάζεται «δεξαμενή σκέψης» δανείζουν ιδέες σε κόμματα, πολιτικούς  για να αυτοερμηνεύσουν τις ενέργειές τους  και να χαράξουν τις στρατηγικές τους.
     Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού κυριάρχησαν θεωρητικά  οικονομικά συστήματα, σχεδόν σ’ όλες τις χώρες, που   δικαίωναν την απελευθέρωση της οικονομίας και τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα.
      Στη χώρα μας η  υπογραφή του μνημονίου  έχαιρε για  πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μιας απίστευτης ευμένειας  από την πλειονότητα του κόσμου της διανόησης, η οποία απέφευγε, εκτός εξαιρέσεων, να προχωρήσει σε σοβαρή κριτική του.
      Ένα χρόνο μετά, οι συνέπειές του μνημονίου αρχίζουν να λειτουργούν ως κριτήρια διαχωρισμού των κοινωνικών ομάδων και υποχρεώνουν πολλούς να πάρουν ξεκάθαρη θέση. Αν πριν από το μνημόνιο αρκούσε οι διάφοροι στοχαστές  να θέτουν απλώς ερωτήματα, τώρα είναι επιτακτική ανάγκη να δώσουν κι απαντήσεις. Συνεχίζουν βέβαια οι περισσότεροι να διστάζουν, να ταλαντεύονται,  να ποντάρουν ίσως και στις δυο πλευρές, να παραμονεύουν, να περιμένουν ποια πλευρά θα είναι η πιο δυνατή. Το παιχνίδι είναι να είσαι και να θέλεις μαζί με τον πιο δυνατό, ένα λεπτό πριν να γίνει ο πιο δυνατός.
     Το οριακό σημείο επιλογών,  στο οποίο τείνουμε,  ίσως υποχρέωσε τον   τελευταίο καιρό ανθρώπους  των «Γραμμάτων και Τεχνών» να υπογράφουν διακηρύξεις  είτε προτροπής για επιτάχυνση των  κυρίαρχων πολιτικών επιλογών («τολμήστε» των 32) είτε συμπαράστασης   στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης  ( κείμενο των 11 πανεπιστημιακών) είτε   κατανόησης των λαϊκών αντιδράσεων και προτροπής για δημιουργία  μετώπου αντίστασης ( κείμενο των 105 διανοούμενων)
      Ανάμεσά τους ψάχνεις να βρείς ποιους τους χαρακτηρίζει  η  εντιμότητα του λόγου τους. Ακόμα κι αν είναι δύσκολο,  ξεχωρίζουν κάποιοι,  για να αναρωτηθείς αν αρκεί πια η ύπαρξη μεμονωμένων φωνών να καλύψει τις συγχορδίες  προπαγάνδας τόσων χρόνων.
     Οι περισσότεροι διανοούμενοι  έχουν υποχρεωθεί σε τόσους συμβιβασμούς που πια δέχονται το πολιτικό σύστημα όπως είναι  και δεν αντιδρούν στη δήμευση των ελευθεριών, αρκεί  ο κόσμος να τους δέχεται, να ξέρει τα προϊόντα τους  και να τα πληρώνει
      Το  ίδιο το πανεπιστήμιο  βρίσκεται σε κατάπτωση σήμερα, όχι λόγω  των αξιολογήσεων ή αυτοαξιολογήσεων, αλλά εξαιτίας της εξάρτησής του από τα ίδια οικονομικά κέντρα της κεντρικής εξουσίας. Και τώρα, που η φωνή του όπου φτάνει, στο πολύ κόσμο,  απαξιώθηκε και από τις δικές του ενέργειες και από την κεντρική εξουσία, κοντεύει να καταντήσει  ζητιάνος.  Και  το εξωφρενικό είναι ότι  δέχεται τη ζητιανιά του δίχως να κατηγορεί κανέναν ξεκάθαρα και με ευθύνη. Ακόμα και τώρα δεν τολμά   να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του με συγκεκριμένες πράξεις. Δεν τολμά οργανωμένα να πάρει θέση στα τεκταινόμενα. Όλα  αυτά τα χρόνια έχουν αναδείξει  το πανεπιστήμιο σαν τον καλλίτερο  υπηρέτη της εξουσίας. Λες και μοναδικό του έργο ήταν να προμηθεύει  υπουργούς στην εκάστοτε κυβέρνηση,  ενδεδυμένους με το κύρος του πανεπιστημιακού. Σχολές ή τμήματα δεν τολμούν υπεύθυνα ούτε ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης να κάνουν, που να έχει μια εγκυρότητα. Οι περισσότεροι « πανεπιστημιακοί δάσκαλοι» προσαρμόζουν στα γεγονότα τις ιδέες,  ώστε να τα  εξηγούν καλύτερα, δικαιώνοντας σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν  τις κυρίαρχες  πολιτικές επιλογές. Αποκωδικοποιούνται και ερμηνεύονται  μόνο αυτά τα γεγονότα που αντιστοιχούν στις προσδοκίες ή κατηγορίες  των ιδεολογιών που θέλουν να δικαιώσουν. Τόσα χρόνια  τώρα  υπάρχει μια τόσο φανερή τύφλωση μπροστά σε γεγονότα που η αλήθεια τους είναι αυταπόδεικτη, που δεν ξέρει κάποιος  αν αυτό γίνεται εξαιτίας ενός εγωκεντρισμού όπου παγιδεύονται και τα καλύτερα  πνεύματα ή εξαιτίας της απροθυμίας για σύγκρουση με κυρίαρχα κέντρα.
     Έχοντας μετατραπεί οι περισσότεροι διανοούμενοι  σε εμπόρους της διανόησης θεωρούν ότι αποστολή τους  δεν είναι να καινοτομούν, να αναλύουν  και να παίρνουν θέση.   Γι΄ αυτό και οι περισσότεροι δικαιώνουν παντοιοτρόπως το κυρίαρχο  θεωρητικό  μοντέλο  και εξυψώνουν τη φιλοσοφική κριτική σε αυτοσκοπό.  Είναι νευρόσπαστα  στα χέρια  της εξουσίας, που οι σπάγκοι  που τα  κουνούν είναι μπερδεμένοι, γιατί και η οικονομικοπολιτική  εξουσία είναι ένας γίγαντας με πολλά κεφάλια που το ένα αντιμάχεται το άλλο.  Δεν ενδιαφέρονται να ασχοληθούν  με τη φιλοσοφία και την πάλη των ιδεών όχι μόνο για τις ιδέες καθαυτές αλλά για να μπορέσουν έτσι να πάρουν μέρος στους  έμπρακτους κοινωνικούς αγώνες της εποχής τους.
     Ενας μικρός αριθμός  διανοουμένων, πάντοτε σχεδόν οι ίδιοι, έχουν  κάποια διάθεση  για να διαμαρτύρονται. Οι διαμαρτυρίες τους όμως είναι ισχνές και μονότονες  και  δεν βρίσκουν καμία απήχηση. Επαναλαμβάνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα  μαζί με τα εγκλήματα που καταγγέλλουν και καταλήγουν να  μην τις παρατηρεί κανείς
      Ελάχιστοι   από τους διανοούμενους σε μια τέτοια οριακή συγκυρία   τολμούν να εκφράσουν έναν άλλο πολιτικό ορίζοντα και να βοηθήσουν όλο αυτό τον λαό που παραπαίει φοβισμένος να κατανοήσει το υπάρχον πολιτικοκοινωνικό σύστημα, τη φύση του, τις συνθήκες,  τους σκοπούς που απορρέουν απ’ αυτές.
    Σε ποιο χωράφι θα φυτρώσει ο λόγος που θα γίνει κινητήρια δύναμη της πράξης;