Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΝΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ

 

Και είναι τον τελευταίο χρόνο  που κυβέρνηση και μέσα μαζικής ενημέρωσης ανακάλυψαν τη βία των ανηλίκων. Μόνο που η βία στα σχολεία είναι πιθανότατα τόσο παλιά όσο και το ίδιο το σχολείο. Επί μακρόν ήταν αόρατη ή κοινότυπη, ενώ τους τελευταίους μήνες  έγινε ένα σημαντικό δημόσιο πρόβλημα. Τα δελτία ειδήσεων αφιερώνουν μεγάλο μέρος τους σε λεπτομερείς περιγραφές βίαιων, περισσότερο ή λιγότερο,  περιστατικών μεταξύ παιδιών  και η κυβέρνηση, με προεξάρχοντα τον πρωθυπουργό υπόσχεται αυστηροποίηση των ποινών σαν μέσο αποτροπής της βίας. Από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη,  που αποδίδει το θέμα της βίας στη «χαλαρή νομοθεσία», μέχρι τον υπουργό Παιδείας Κ. Πιερρακάκη  που έχει αυστηροποιήσει τα πειθαρχικά μέτρα με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, όλοι επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην τιμωρία και καταστολή. Και τα μέσα ενημέρωσης κάνουν κύρια είδηση τις ανακοινώσεις του υπουργού Κ. Πιερρακάκη για τον αριθμό των αποβολών για χρήση κινητών και των καταγγελιών ενδοσχολικής βίας στην πλατφόρμα  stop-bullying.
        Γιατί όμως για ένα φαινόμενο που δεν είναι  τόσο πρόσφατο δημιουργείται από κυβερνώντες και συστημικά μέσα ενημέρωσης ένας τέτοιος πανικός;
          Φαίνεται πως αναγνωρίζεται ότι στη φαντασία της νεανικής απειθαρχίας, η βία έχοντας  γίνει οικεία και καθημερινή παρέκκλιση, πολλές φορές κάτι κοινότυπο, μετατρέπεται σε πρόβλημα ευρύτερο που  αφορά όλη την κοινωνία. Οι  κυβερνώντες λοιπόν κάνοντας επίδειξη της αγωνίας τους  για τη νεολαία, που την έχουν υποβιβάσει απλώς σε μια κοινωνική κατηγορία προς ενσωμάτωση, και έχοντας  ενδείξεις ότι μπορεί να ξεφύγει από τα συστήματα ελέγχου που έθεσαν σε  εφαρμογή γι’ αυτό το σκοπό, εντείνουν την επιτήρηση και καταστολή.
      Την τελευταία δεκαπενταετία ο αποκλεισμός δεν είναι πλέον το κρυμμένο πρόσωπο κάποιας ευημερούσας κοινωνίας που περιλάμβανε περιθωριακούς, κρατούμενους, ανάπηρους κλπ. αλλά  αφορά πια και μεγάλο κομμάτι της νεολαίας με την ανεργία και την επισφάλεια σε πολλά επίπεδα. Από περιφερειακό λοιπόν πρόβλημα έχει γίνει κεντρικό, γιατί  καθιστά τους πάντες πιθανούς παρίες και κατά συνέπεια ποικιλοτρόπως διαμαρτυρόμενους και αγωνιζόμενους. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η όψιμη κινητοποίηση για τη βία των ανηλίκων, η οποία περισσότερο αντιμετωπίζεται με αστυνομικά και κατασταλτικά μέτρα,  μπορεί να εξηγηθεί όχι τόσο από το αίσθημα ενδιαφέροντος προς τη νεολαία όσο από τη σπουδή των κυβερνώντων για έλεγχο και πειθαρχία.  Γι’ αυτό φαίνεται ότι οι πράξεις βίας και ασυδοσίας στο σχολείο δεν βρίσκουν μια εκπαιδευτική απάντηση, αλλά μάλλον αστυνομική και μετατρέπονται σε αγώνα ισχύος μεταξύ εκπαιδευτικής κοινότητας και κέντρων εξουσίας.
        Εξάλλου η νεολαία, επειδή είναι φορέας κοινωνικής ευαισθησίας μέσω του σχολικού δεσμού, ευαισθητοποιείται απ’ αυτήν την  εμπειρία για το μελλοντικό της κοινωνικό περιβάλλον.  Κι αν στο πρόσφατο παρελθόν η ανοχή της εξουσίας για τις υπερβολές της νεολαίας είχε τις ρίζες στην ιδέα ότι σύντομα θα έπαιρνε τη θέση της στον επαγγελματικό στίβο, σήμερα οι δυσκολίες μεγάλου μέρους της νεολαίας, που συνδυάζει κοινωνικές σχέσεις αποκλεισμού με τη σύγκλιση διαφορετικών βαθμών σχολικής αποτυχίας, την απειλή της μελλοντικής ανεργίας και του κοινωνικού υποβιβασμού, αμφισβητούν την ικανότητα ενσωμάτωσης στο προσφερόμενο κοινωνικό μοντέλο του καπιταλισμού.  Υπό το πρίσμα λοιπόν των νέων συνθηκών άρθρωσης του σχολείου με το καπιταλιστικό περιβάλλον, το σχολείο μοιάζει να αντιμετωπίζεται σαν ένα  γρανάζι  ελέγχου και πειθαρχίας και υποβιβάζεται σε  ένα είδος σούπερ μάρκετ στο οποίο οι νέοι ανταγωνιστικά εφαρμόζουν στρατηγικές απόκτησης προσόντων.
          Επειδή όμως τα δημόσια προβλήματα είναι συλλογικές δραστηριότητες, για να κατανοήσουμε τη γένεση και το νόημά τους, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη όλα τα μέρη που εμπλέκονται σε αυτή τη γενικευμένη αλληλεπίδραση. Το σχολείο δεν είναι ένας αποστειρωμένος χώρος, αλλά αντανακλά τη βία που βιώνεται, και πολλές φορές προβάλλεται επαναλαμβανόμενα και στην κοινωνία. Όταν επομένως το σχολικό πρόβλημα στον κυρίαρχο λόγο δεν συμπλέκεται με το κοινωνικό τότε υπάρχει μια αποπολιτικοποίηση των σχολικών προβλημάτων και της ρητορικής γύρω από την επίλυσή  τους. Και μπορεί η πολιτική να απορρίπτεται, όμως πραγματικά αυτή εμφανίζεται ακόμα και στην επιστημονική και διοικητική διαχείριση των προβλημάτων που διακηρύττει ότι  βασίζεται.  
      Καθώς η σχολική βία προκύπτει από το ίδιο το σύστημα, οι μέθοδοι ελέγχου της απειθαρχίας αναδιαμορφώνονται κάθε φορά αναλόγως των στόχων. Η  εστίαση στη δικαστική και αστυνομική προσέγγιση της μηδενικής ανοχής σε μια υπόσχεση  εξάλειψης του κινδύνου, στην ουσία αποβλέπει στην επέκταση και επιβολή τους  κλιμακωτά  σε όλα τα κοινωνικά  επίπεδα. Το πρόβλημα λοιπόν της νεανικής απειθαρχίας επεκτείνεται πέρα από την αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Είναι ένας ολόκληρος τομέας που αναφέρεται γενικά στον μη συμμορφούμενο που καθίσταται τιμωρούμενος.  
         Τα περιστατικά σχολικής βίας, παρόλο που ο κυρίαρχος λόγος αποφεύγει να  τα αντιμετωπίσει ως κοινωνικά κατασκευασμένα φαινόμενα, γίνονται για τους κυβερνώντες αφετηρία ανησυχίας γι’ αυτή σε εθνικό επίπεδο και  φαίνεται ότι τη χρησιμοποιούν για την κλιμάκωση ελέγχου και καταστολής σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα. Ανυψώνουν τη σημασία της ασφάλειας μέσω μιας διαδικασίας αποκλεισμού των νέων και μιας επέκτασης της αστυνομίας και άλλων κατασταλτικών μέτρων, ενώ περιορίζουν εκπαιδευτικά και κοινωνικά προγράμματα. Η προτίμηση για την πολιτική αποκλεισμού και τιμωρίας εκδηλώνεται στο σχολείο με διάφορες μορφές απαγόρευσης, μηδενικής ανοχής, καταστολής και αποβολής, όλα στο όνομα της προώθησης της ασφάλειας. Μακροπρόθεσμα αυτές οι τιμωρητικές ενέργειες μειώνουν τη μελλοντική συμμετοχή ως ενηλίκων σε συλλογικές δραστηριότητες αποθαρρύνοντας κοινωνικούς δεσμούς, αγωνιστικές διεκδικήσεις. Επιπλέον,  τα σχολικά πειθαρχικά μέτρα συνοδεύονται συνήθως, για να ενισχυθούν, από  άλλες πρωτοβουλίες, όπως τις  υποχρεωτικές τυποποιημένες εξετάσεις και την αύξηση της λογοδοσίας των εκπαιδευτικών. Η καταστολή και τιμωρία εφαρμόζεται και στο εκπαιδευτικό προσωπικό, απαγορεύοντας (όπως έγινε με τη σημερινή απεργία των εκπαιδευτικών) κάθε κινητοποίηση, απαξιώνοντας κάθε διαμαρτυρία. Η πειθαρχία και ο έλεγχος εγκαθίστανται σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής κοινότητας.
         Καθώς λοιπόν  η καπιταλιστική επίθεση επεκτείνεται, αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμες οι αντιλήψεις για την αξιοκρατία για να δικαιολογούνται στρατηγικές εκπαιδευτικής διαδικασίας που με την πειθαρχία, το φόβο, την ανασφάλεια μέσα από συνεχείς εξετάσεις, αποκλεισμούς, περιορισμούς  εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κέρδους. Για το σκοπό αυτό εφευρίσκονται διάφοροι δείκτες για αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών που δήθεν καταγράφουν ουδέτερους και αντικειμενικούς στόχους. Η εκπαίδευση εν ολίγοις αναπαράγει τον ταξικό καταμερισμό εργασίας, τις σχέσεις παραγωγής, κοινωνικοποιώντας τους νέους  στη μισθωτή  εργασία και κυρίως στην αποδοχή της τύχης τους, έτσι όπως επιβάλλεται  από τη σχολική αξιοκρατία με τον ισχυρισμό ότι είναι δίκαια και αξιοκρατικά καθορισμένη. Κι  ενσταλάζεται η πίστη στην τελειότητα και τη δικαιοσύνη της  αστικής δημοκρατίας.
         Επομένως, όλη αυτή η κινδυνολογία για τη σχολική βία τελικά ευνοεί την κατασταλτική δράση και την επέκταση της αστυνομικής επιτήρησης, αναδιαρθρώνοντας έτσι και τις κοινωνικές σχέσεις. Η αυξημένη χρήση της σχολικής επιτήρησης της συμπεριφοράς των μαθητών και της τιμωρίας ακόμα και για ήσσονος σημασίας αδικήματα, επεκτείνεται και στους εκπαιδευτικούς και   επαναπροσδιορίζεται σε μια συζήτηση περί «ασφάλειας» και«αξιοκρατίας» που τελικά εξαπλώνεται σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Μάλιστα  με την καταστολή και αστυνόμευση επιβάλλονται τιμωρίες για παραβάσεις σχολικών κανόνων, που μπορούν να οδηγήσουν στην ποινικοποίηση ακόμα και  φυσιολογικής νεανικής συμπεριφοράς,  λειτουργώντας κάποιες φορές για τους νέους  ως αγωγός από το σχολείο στη φυλακή.
         Στην πραγματικότητα, η αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων θα απαιτούσε την απομάκρυνση από τις τρέχουσες κοινωνικές αξίες που είναι βουτηγμένες στην επιθετικότητα, τα όπλα και την απληστία και την ανασυγκρότηση ενός συστήματος εκπαίδευσης που προωθεί θετικές κοινωνικές αξίες αλληλεγγύης και δημιουργικότητας. Γι’ αυτό και ενώ είναι ουσιαστικό στοιχείο η  αναγνώριση ότι τα σχολεία είναι μικρογραφία των κοινοτήτων και των γειτονιών στις οποίες βρίσκονται και του πολιτικοοικονομικού συστήματος  πάντα σχεδόν αυτό παραβλέπεται, αφού έτσι θα άνοιγε η χαραμάδα για κριτική της κοινωνικής πραγματικότητας. 

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΛΑΪΚΙΣΜΟΥ

 

Μετά   τη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για το έγκλημα στα Τέμπη, στις  κριτικές κάποιοι που  ενοχλήθηκαν από  τη λαϊκή απήχηση που αυτή είχε, αλλά δεν ήθελαν να εκπέσουν απλώς σε οπαδούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εστίασαν τις διαφωνίες τους στο λαϊκισμό του τραγουδιού του Φ. Δεληβοριά, ενώ οι υπερασπιστές του εξήραν το λαϊκό αίσθημα που σιχαίνεται η συντήρηση. Ο λόγος για τον καθηγητή Στ. Καλύβα που με επιμονή και συνέπεια χρόνια τώρα θέλει να αποδομήσει ευτελίζοντας κάθε λαϊκό αγώνα, ξεκινώντας από την αντίσταση στο ναζισμό,  και την Εφημερίδα των Συντακτών που προσπαθεί να διασώσει ένα αριστερό προφιλ πέρα από τον  ορυμαγδό του Συριζαϊκού ριάλιτι.
         Τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια του λαϊκισμού στοιχειώνει τις αστικές μας δημοκρατίες. Η υποτιμητική χρήση της λέξης χρονολογείται από τη δεκαετία του 1980 και ο χαρακτηρισμός λαϊκιστής δεν σημαίνει περιγραφή, αλλά απαξίωση. Ο λαϊκισμός δεν είναι μια ιδεολογία και μάλλον το νόημά του ποικίλλει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τις ιστορικές συνθήκες.  Στα καθ’ ημάς ο  λαϊκισμός ταυτίστηκε από τους αντιπάλους του με τον Πασοκικό λόγο που στα χρόνια του μνημονίου κληρονόμησε ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα. Και είναι αυτός ο λαϊκισμός που παραπλανούσε ακόμα και ριζοσπαστικά  τμήματα του πληθυσμού  για να εξασφαλίσει τη συναίνεση στην κυρίαρχη πολιτική.
         Σε αντίθεση με τον επαναστατικό λόγο, ο λαϊκιστικός λόγος στοχεύει λιγότερο στον μετασχηματισμό της πραγματικότητας και περισσότερο στην εξαφάνισή της. Είναι σαν ο λαϊκισμός να μετατρέπει το καθεστώς της παγκόσμιας αντιπαλότητας που είναι τώρα αυτό του καπιταλιστικού συστήματος σε κοινωνικό συναίσθημα. Η σύγκρουση εξευγενίζεται. Ασφαλώς, το «σύστημα» καταγγέλλεται βάναυσα, αλλά η αντίδραση δεν ξεπερνά το γλωσσικό φράγμα και είναι το εκλογικό χαρτί που παίζεται. Τον ταξικό διαχωρισμό που φτάνει μέχρι το νεφελώδη διαχωρισμό αριστεράς και δεξιάς αντικαθιστά το χάσμα μεταξύ λαού και ελίτ ή στην πασοκική γλώσσσα μη προνομιούχων και προνομιούχων.
          Κι αφού αποδόθηκε σ’ αυτόν εν πολλοίς  η αποτυχία του συστήματος, κατηγορείται τώρα   ο λαϊκισμός ως έκφραση ανικανοποίητων προσδοκιών αυτών των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια κατηγορούνται για τη δυσκολία ενσωμάτωσής τους στην καπιταλιστική κοινωνία του κέρδους. Δηλ.  η …ανεπαρκής ενσωμάτωση στον καπιταλισμό και η προσδοκία καλύτερων συνθηκών ύπαρξης σ’ αυτόν θεωρείται εμμέσως το μέγιστο κακό.
         Κι επειδή οι σημερινοί κυβερνώντες νιώθουν σχεδόν άτρωτοι χωρίς αντίπαλο, με ένα λαϊκό κίνημα που φαίνεται μεν να βρίσκει το βηματισμό του αλλά όχι ακόμα ρωμαλέο, ελάχιστα διστάζουν να προβάλλουν την ισχύ τους και τον πλούτο τους. Ίσως μάλιστα να γίνεται και εσκεμμένα για να νιώθει ο λαός μίζερος, ανίσχυρος, αγνοημένος και σε απόγνωση. Έτσι βαφτίζουν από τη μια κάθε αντίδραση στην πολιτική τους λαϊκισμό και από την άλλη λαϊκίζουν ασύστολα με τα αποφάγια που μοιράζουν σε κοινωνικά δεινοπαθούντες.
          Γι’ αυτό  λοιπόν από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, που στις ευρωεκλογές καλούσε του πολίτες να μην επιτρέψουν το λαϊκισμό τοξικότητας και λεφτόδεντρων να ξανασηκώσει κεφάλι, μέχρι τον υπουργό εθνικής Οικονομίας Κ. Χατζηδάκη, που υπερηφανεύεται για τις αναγκαίες αλλαγές που θα γίνουν στην οικονομία μακριά από τον λαϊκισμό,  κατηγορούνται  όλοι οι άλλοι για λαϊκισμό. Ενώ  οι ίδιοι διακρίνονται για τη δημαγωγική αναφορά τους στο λαό, υποστηρίζοντας πάντα  ότι αρχή τους είναι η προτεραιότητα της θέλησης του λαού. Αναζητώντας ερείσματα στις μάζες και χειραγωγώντας τες εξωραΐζουν την πολιτική τους που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, υποκρινόμενοι ενδιαφέρον για τις λαϊκές ανάγκες. Βασικά, για να το επιτύχουν αναπλάθουν στο λόγο τους, αλλοιώνοντας  τες, τις κοινωνικές προσδοκίες των κοινωνικών στρωμάτων που υποφέρουν από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, με υπεράσπιση του αταξικού  δρόμου κοινωνικής εξέλιξης και απόρριψη τόσο των ταξικών διαφορών όσο και των ταξικών ρόλων των ηγετών.
        Αυτά όμως τα μη «προνομιούχα» στρώματα χωρίς ταξική συνείδηση που απευθύνονταν ο λαϊκιστικός λόγος και πλήττονται τώρα με την επίθεση του κεφαλαίου, με διαψευσμένες ελπίδες, συνεχίζουν να δελεάζονται απ’ αυτόν. Σ’ αυτό βοηθά και η σχετικοποίηση όλων των σκέψεων με την εξάλειψη των μεγάλων αξιών και ιδανικών, που τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η διαχειριστική και καταναλωτική ιδεολογία έχουν επιβάλει πεισματικά για αρκετές δεκαετίες Αυτά τα στρώματα αηδιασμένα καθώς είναι από τη διαφθορά των ελιτ και ζώντας σε μια κοινωνία δυσπιστίας αμφιβάλουν για τους  πολιτικούς ηγέτες έχοντας την αίσθηση της εγκατάλειψης απ’ αυτούς. Ο λαϊκισμός επωφελείται απ’ αυτό και  καταδεικνύει μια ηθική απαίτηση. Χρησιμοποιώντας λοιπόν επ’ ωφελεία του τον λαϊκισμό ένας επίδοξος ηγέτης μπορεί, καταγγέλλοντας ελίτ και διαφθορά και υποκρινόμενος ριζοσπαστικοποίηση, να τα παρασύρει σε μια σαγηνευτική ψευδαίσθηση. Αυτό που ο ορμώμενος από την Αμερική  έκπτωτος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πολεμά να πετύχει.  
           Ο Στ. Κασσελάκης έχει ή τουλάχιστον προσποιείται ότι έχει χαρακτηριστικά ενός λαϊκιστή ηγέτη, που θέλει να πείσει ότι είναι κομμάτι του λαού, που δεν τον εκπροσωπεί απλώς, αλλά τον ενσαρκώνει.  Ο τρόπος που επιδρά είναι απλουστευτικός και άμεσος μέσω του συναισθήματος, εκθέτοντας το συναίσθημα σε σημείο κωμικής υπερβολής. Καθώς όσοι τον ακολουθούν είναι όλο και λιγότερο ικανοί να κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν, ο λαϊκιστής Κασσελάκης  προσφέρει αυτό το πολύτιμο πλεονέκτημα, της αντιμετώπισης του περίπλοκου κόσμου με απλές ιδέες. Απαξιώνεται η διαμεσολάβηση και οι μεσάζοντες και απέναντι σε μακρινές και αδιαφανείς ελίτ, ο επίδοξος ηγέτης  καλλιεργεί την εγγύτητα και τη διαφάνεια. Είναι υπέρ της άμεσης ή συμμετοχικής δημοκρατίας αμφισβητεί την αντιπροσώπευση,  απεχθάνεται και παρακάμπτει τη διαμεσολάβηση. Θεωρεί ότι θεσμικά μέσα έκφρασης είναι οι οθόνες, καθώς έτσι απευθύνεται άμεσα στους οπαδούς του. Οι δημοκρατικές διαδικασίες αμφισβητούνται στην πράξη κι ενώ επικαλείται τη θέληση  του λαού με τεχνάσματα προσπαθεί να του επιβληθεί. Μόνο που ο λαός στον οποίο απευθύνεται δεν είναι ένα σύνολο, μια συλλογικότητα,  παρά το άθροισμα ενός πλήθους ατόμων για τα οποία η κοινωνική τάξη δεν τα χαρακτηρίζει, αλλά τα ιδιαίτερα συμφέροντα.
        Όσο  λοιπόν κι αν φαίνονται γελοία τα δρώμενα στο ΣΥΡΙΖΑ η απόπειρα επιβολής του Στ. Κασσελάκη στα πολιτικά πράγματα, ανεξάρτητα από την κατάληξη του συγκεκριμένου εγχειρήματος, εγκαινιάζει μια νέα μορφή  λαϊκιστικής πολιτικής. Που παρουσιάζεται τόσο ως κριτική της δημοκρατίας και ως απόρριψη της δημοκρατίας στην αντιπροσωπευτική της μορφή, όσο και ως αίτημα για δημοκρατία, με μια  γλώσσα στρεβλωμένης αμφισβήτησης που υποκαθιστά την ταξικότητα και διαμορφώνει οπαδικούς πολίτες. Και μπορεί να διαλυθεί μέσα στον ευτελισμό και γελοιότητα, αλλά και  να βάλει παρακαταθήκη για πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης που ακόμα και την αστική δημοκρατία να στραγγαλίζουν.
         Σε ποια κατεύθυνση θα οδηγηθούν τέτοια εγχειρήματα εξαρτάται από τις αντιδράσεις,  την οργάνωση και  αγωνιστικότητα του λαϊκού κινήματος  Ο δρόμος όμως έχει ανοίξει και ο κίνδυνος είναι ορατός.

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ, ΜΙΑ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ

 

Ένας χρόνος μετά το θεαματικό και παράτολμο χτύπημα της Χαμάς στο Ισραήλ, στον τυραννικό καταπιεστή Παλαιστινίων και καταπατητή της γης τους,  που φάνηκε σαν διάλειμμα από τη φυλακή της Γάζας, η απάντηση του Ισραήλ σ’ αυτήν την επιχείρηση, σαν έτοιμη από καιρό, ήταν καταστροφική και γενοκτονική. Χιλιάδες άμαχοι και παιδιά έχουν σκοτωθεί, καταστράφηκαν σχολεία, σπίτια, νοσοκομεία, προσφυγικοί καταυλισμοί, κάθε είδους υποδομές, με το Ισραήλ να επεκτείνει την τερατώδη επίθεσή του, με τα ίδια αποτελέσματα, και στο Λίβανο. Σύσσωμη η  Δύση, μαζί και η δική μας κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη που συμμετέχει ενεργά στους νατοϊκούς σχεδιασμούς, πέρα από κάποια δειλά και προσχηματικά ψελλίσματα για επικράτηση της ειρήνης υποστηρίζει αναφανδόν το Ισραήλ συνεχίζοντας να προσποιείται ότι το πρόβλημα ξεκίνησε στις 7 Οκτωβρίου του 2023 με την επιχείρηση της Χαμάς.   
          Κι όμως είναι αυτή η επίθεση της Χαμάς που έφερε ξανά στο προσκήνιο τη μεγάλη τραγωδία που από το 1948 εκτυλίσσεται στη Μ. Ανατολή με τα εκατομμύρια των Παλαιστινίων να είναι πρόσφυγες ή αποκλεισμένοι  στο μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης με τις ευλογίες της Δύσης. Το παλαιστινιακό ζήτημα έμοιαζε να το τυλίγει η λήθη και να διαμορφώνεται μια κατάσταση που ευνοούσε το Ισραήλ. Μεμονωμένες φωνές διαμαρτυρίας για τον άνισο αγώνα ανάμεσα σε παλληκαράκια με σφενδόνες και τα τανκς ενός πάνοπλου στρατού χάνονταν μέσα  στον ειδησεογραφικό  βουητό που ομαλοποιούσε την κατάσταση για το Ισραήλ. Η 16χρονη πολιορκία της Γάζας δεν ήταν πλέον σημαντική είδηση ούτε η επέκταση των εποικισμών στη Δυτική όχθη που επιταχύνονταν.
          Αυτή την πορεία προς τη λήθη του παλαιστινιακού η απεγνωσμένη επιχείρηση της Χαμάς την αντέστρεψε. Ένα χρόνο τώρα οι διαμαρτυρίες σ’ όλο τον κόσμο ενάντια στο Ισραήλ δεν καταπαύουν. Αντίθετα αυξάνονται οι φωνές που απαιτούν αποκατάσταση των εθνικών δικαιωμάτων των Παλαιστινίων και όλο και περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση αντιλαμβάνονται το απάνθρωπο σχέδιο του Ισραήλ. Το Ισραήλ αποδεικνύει ότι σαν κράτος που οικοδομήθηκε με αποικιοκρατικούς όρους, οργανώθηκε με νόμους απαρτχάιντ, στηρίζεται στη δύναμη των ΗΠΑ και εξυπηρετεί  τα ιμπεριαλιστικά σχέδια δεν έχει κανένα δισταγμό να καταρρίψει κάθε έννοια δικαίου και να  καταπατήσει όλους τους κανόνες του διεθνούς δίκαιου, απαιτώντας με θρασύτητα την επιδοκιμασία από κράτη,  διεθνείς οργανισμούς και λαούς. Αιματοκυλεί Λίβανο, Γάζα, Συρία και απαιτεί ακόμα και την αποχώρηση Ιρλανδών ειρηνευτών από φυλάκιο κατά μήκος των λιβανο-ισραηλινών συνόρων για να προχωρήσει ανενόχλητο στις εχθροπραξίες του, μη σεβόμενο κανένα διεθνή οργανισμό.
         Χρησιμοποιώντας το Ολοκαύτωμα για να παρουσιαστεί σαν θύμα δεν διστάζει να αιματοκυλίσει όλη τη Μ. Ανατολή. Παρά τα χρόνια όμως της συνεχούς συκοφαντίας που εξισώνει την υποστήριξη του αγώνα της Παλαιστίνης με τον αντισημιτισμό, στη Δύση ο παλαιστινιακός αγώνας έχει γίνει ένας σημαντικός ενοποιητικός παράγοντας για τα λαϊκά κινήματα και η συμπαράσταση προς την Παλαιστίνη έχει δει μια τεράστια έκρηξη. Την ίδια στιγμή που ο ανθρωπισμός και ο προοδευτικός φιλελευθερισμός όπως εκφράζονται από τις αστικές μας δημοκρατίες έδειξαν τα όρια τους, είτε αγνοώντας τη γενοκτονία είτε δικαιολογώντας τη με περίτεχνες λεκτικές περικοκλάδες. 
        Όλο αυτόν τον χρόνο πολλοί περισσότεροι άνθρωποι διαπιστώνουν την προκατάληψη και αναξιοπιστία των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης που είτε αγνοούν είτε δικαιολογούν τις σφαγές των Ισραηλινών. Όπως στα δικά μας μέσα ενημέρωσης, που  οι ανταποκριτές τους στο Ισραήλ σχεδόν αναπαράγουν τα ισραηλινά δελτία τύπου,  φορώντας κράνος και υποκρινόμενοι παρουσία σε μέτωπα πολέμου. Η δημοσιογραφική κάλυψη των γεγονότων μετατρέπεται σε θεατρικό δρώμενο. Με  δεδομένο λοιπόν ότι οι δυτικοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί λένε ψέματα για το τι συμβαίνει στη Γάζα, μια μεγάλη πλειοψηφία  αρχίζει να καταλαβαίνει όλο και περισσότερο ότι πιθανώς λένε ψέματα και για άλλα πράγματα. Η μηχανή προπαγάνδας ίσως επιτέλους ν’  αρχίζει να παρουσιάζει τριγμούς.
           Ο παλαιστινιακός αγώνας αναδεικνύεται για άλλη μια φορά ως η αιχμή του παγκόσμιου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία και τον ρατσισμό. Γι’ αυτό και ξεσηκώθηκε τέτοια αντίδραση και στη χώρα μας για τη συμμετοχή στρατιωτών στις πορείες διαμαρτυρίας και από την ακροδεξιά με τον Θ. Πλεύρη μέχρι την μεταμφιεσμένη σε αριστερά δεξιά με τον Π. Παππά, μαζί με τα δημοσιογραφικά εξαπτέρυγα, που  εγκαλούν τον  στρατιώτη, μέλος της ΚΝΕ,  γιατί  εξέφρασε με θάρρος την αντίδρασή του σ’ αυτή τη σφαγή. Είναι που η αντίδραση σ’ αυτή τη γενοκτονία βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αυξανόμενης ενότητας δυνάμεων στη χώρα μας και  παγκοσμίως που πραγματικά αγωνίζονται ενάντια όλων αυτών που δεν αναγνωρίζουν στους παλαιστίνιους το δικαίωμα για μια γη. Που αγωνίζονται ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ και των συν αυτώ, ενάντια στο ρατσισμό του Ισραήλ που αντιμετωπίζει τους παλαιστίνιους σαν υπανθρώπους, ενάντια στην εθνοκάθαρση που εξαφανίζει λαούς επειδή δεν χωρούν πουθενά. Δηλ. ενάντια σε μια ναζιστική πολιτική, η οποία δεν ομολογείται, αλλά εφαρμόζεται.
          Η Δύση όμως, και κυρίως η  πολύ δημοκρατική Ε.Ε ανησυχεί, στα λόγια, για την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού, βρίσκοντας κάποια κόμματα όπως το Κόμμα της  Ελευθερίας στην Αυστρία ή η Εναλλακτική για τη Γερμανία ή ανθρώπους όπως ο Τραμπ να ενσαρκώνουν αυτήν την απειλή. Έτσι ώστε όσο μετράμε ποσοστά, συμμεριζόμαστε τους φόβους της δημοκρατικής ηγεσίας μας και επιδοκιμάζουμε τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες για την αποτροπή του κινδύνου η ίδια αυτή ηγεσία να ενισχύει την προπαγάνδα υπέρ του Ισραήλ, να επιτρέπει τον αποκλεισμό από τρόφιμα, νερό και φάρμακα των παλαιστινίων, να αδιαφορεί για τη δολοφονία παιδιών και τη λιμοκτονία των κατοίκων και να αποκαλεί αντισημίτη όποιον διαμαρτύρεται για την κτηνωδία του Ισραήλ. Πρώτη  είδηση γίνεται περιστασιακά  η πρωτιά του Κόμματος της Ελευθερίας στις τελευταίες εκλογές στην Αυστρία με δακρύβρεχτα άρθρα για τον κίνδυνο που ελλοχεύει, με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα να παρουσιάζονται ως σωτήρες, όταν αυτό το κόμμα δυο φορές στο παρελθόν συμμετείχε σε κυβερνήσεις, το 2000 και το 2017. Όπως έγινε και στη Γαλλία, όπου τελικά ο πολύς δημοκρατικός Ε. Μακρόν επέβαλε τον ακροδεξιό πρωθυπουργό του για να περνά αντίστοιχο πρόγραμμα, αλλά  …ευτυχώς απετράπη μια κυβέρνηση  της Λεπέν.
          Ο φασισμός έρπει σε όλη τη Δύση, εισχωρεί παντού στη Βουλή και στις κυβερνήσεις και ο πιο επικίνδυνος δεν είναι αυτός που κατονομάζεται. Τα φασιστικά ή ακροδεξιά κόμματα δημιουργούνται, ενισχύονται και υπάρχουν για να εξυπηρετούν την κυρίαρχη εξουσία μας. Είναι το άλλοθι της και ο μπαμπούλας για τους λαούς, για να συσπειρώνονται γύρω από αυτήν όσο ενεργεί και νομοθετεί φασιστικοποιώντας  το κράτος και την κοινωνία χωρίς να το λέει. Γι’ αυτό δεν έχει καμιά σημασία  τι λένε οι κυβερνήσεις μας, αλλά τι κάνουν. Και συμπράττουν σε μια γενοκτονία και στην επέκταση του πολέμου με όλους τους κινδύνους για μια γενικότερη ανάφλεξη.