Μετά τη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για το έγκλημα
στα Τέμπη, στις κριτικές κάποιοι που ενοχλήθηκαν από τη λαϊκή απήχηση που αυτή είχε, αλλά δεν
ήθελαν να εκπέσουν απλώς σε οπαδούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εστίασαν τις
διαφωνίες τους στο λαϊκισμό του τραγουδιού του Φ. Δεληβοριά, ενώ οι
υπερασπιστές του εξήραν το λαϊκό αίσθημα που σιχαίνεται η συντήρηση. Ο λόγος
για τον καθηγητή Στ. Καλύβα που με επιμονή και συνέπεια χρόνια τώρα θέλει να
αποδομήσει ευτελίζοντας κάθε λαϊκό αγώνα, ξεκινώντας από την αντίσταση στο
ναζισμό, και την Εφημερίδα των Συντακτών
που προσπαθεί να διασώσει ένα αριστερό προφιλ πέρα από τον ορυμαγδό του Συριζαϊκού ριάλιτι.
Τις
τελευταίες δεκαετίες η έννοια του λαϊκισμού στοιχειώνει τις αστικές μας
δημοκρατίες. Η υποτιμητική χρήση της λέξης χρονολογείται από τη δεκαετία του
1980 και ο χαρακτηρισμός λαϊκιστής δεν σημαίνει περιγραφή, αλλά απαξίωση. Ο
λαϊκισμός δεν είναι μια ιδεολογία και μάλλον το νόημά του ποικίλλει ανάλογα με
τα συμφραζόμενα και τις ιστορικές συνθήκες. Στα καθ’ ημάς ο λαϊκισμός ταυτίστηκε από τους αντιπάλους του
με τον Πασοκικό λόγο που στα χρόνια του μνημονίου κληρονόμησε ο ΣΥΡΙΖΑ του Α.
Τσίπρα. Και είναι αυτός ο λαϊκισμός που παραπλανούσε ακόμα και ριζοσπαστικά τμήματα του πληθυσμού για να εξασφαλίσει τη συναίνεση στην κυρίαρχη
πολιτική.
Σε
αντίθεση με τον επαναστατικό λόγο, ο λαϊκιστικός λόγος στοχεύει λιγότερο στον
μετασχηματισμό της πραγματικότητας και περισσότερο στην εξαφάνισή της. Είναι
σαν ο λαϊκισμός να μετατρέπει το καθεστώς της παγκόσμιας αντιπαλότητας που
είναι τώρα αυτό του καπιταλιστικού συστήματος σε κοινωνικό συναίσθημα. Η
σύγκρουση εξευγενίζεται. Ασφαλώς, το «σύστημα» καταγγέλλεται βάναυσα, αλλά η αντίδραση
δεν ξεπερνά το γλωσσικό φράγμα και είναι το εκλογικό χαρτί που παίζεται. Τον ταξικό
διαχωρισμό που φτάνει μέχρι το νεφελώδη διαχωρισμό αριστεράς και δεξιάς
αντικαθιστά το χάσμα μεταξύ λαού και ελίτ ή στην πασοκική γλώσσσα μη προνομιούχων
και προνομιούχων.
Κι αφού αποδόθηκε
σ’ αυτόν εν πολλοίς η αποτυχία του συστήματος,
κατηγορείται τώρα ο λαϊκισμός ως έκφραση ανικανοποίητων προσδοκιών
αυτών των μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ιδιαίτερα στα
τελευταία χρόνια κατηγορούνται για τη δυσκολία ενσωμάτωσής τους στην καπιταλιστική
κοινωνία του κέρδους. Δηλ. η …ανεπαρκής
ενσωμάτωση στον καπιταλισμό και η προσδοκία καλύτερων συνθηκών ύπαρξης σ’ αυτόν
θεωρείται εμμέσως το μέγιστο κακό.
Κι επειδή
οι σημερινοί κυβερνώντες νιώθουν σχεδόν άτρωτοι χωρίς αντίπαλο, με ένα λαϊκό
κίνημα που φαίνεται μεν να βρίσκει το βηματισμό του αλλά όχι ακόμα ρωμαλέο,
ελάχιστα διστάζουν να προβάλλουν την ισχύ τους και τον πλούτο τους. Ίσως
μάλιστα να γίνεται και εσκεμμένα για να νιώθει ο λαός μίζερος, ανίσχυρος,
αγνοημένος και σε απόγνωση. Έτσι βαφτίζουν από τη μια κάθε αντίδραση στην
πολιτική τους λαϊκισμό και από την άλλη λαϊκίζουν ασύστολα με τα αποφάγια που
μοιράζουν σε κοινωνικά δεινοπαθούντες.
Γι’ αυτό
λοιπόν από τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη,
που στις ευρωεκλογές καλούσε του πολίτες να μην επιτρέψουν το λαϊκισμό
τοξικότητας και λεφτόδεντρων να ξανασηκώσει κεφάλι, μέχρι τον υπουργό εθνικής
Οικονομίας Κ. Χατζηδάκη, που υπερηφανεύεται για τις αναγκαίες αλλαγές που θα
γίνουν στην οικονομία μακριά από τον λαϊκισμό, κατηγορούνται όλοι οι άλλοι για λαϊκισμό. Ενώ οι ίδιοι διακρίνονται για τη δημαγωγική
αναφορά τους στο λαό, υποστηρίζοντας πάντα ότι αρχή τους είναι η προτεραιότητα της
θέλησης του λαού. Αναζητώντας ερείσματα στις μάζες και χειραγωγώντας τες εξωραΐζουν
την πολιτική τους που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης,
υποκρινόμενοι ενδιαφέρον για τις λαϊκές ανάγκες. Βασικά, για να το επιτύχουν
αναπλάθουν στο λόγο τους, αλλοιώνοντας τες, τις κοινωνικές προσδοκίες των κοινωνικών
στρωμάτων που υποφέρουν από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, με υπεράσπιση του αταξικού δρόμου κοινωνικής εξέλιξης και απόρριψη τόσο
των ταξικών διαφορών όσο και των ταξικών ρόλων των ηγετών.
Αυτά όμως
τα μη «προνομιούχα» στρώματα χωρίς ταξική συνείδηση που απευθύνονταν ο
λαϊκιστικός λόγος και πλήττονται τώρα με την επίθεση του κεφαλαίου, με
διαψευσμένες ελπίδες, συνεχίζουν να δελεάζονται απ’ αυτόν. Σ’ αυτό βοηθά και η σχετικοποίηση
όλων των σκέψεων με την εξάλειψη των μεγάλων αξιών και ιδανικών, που τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης και η διαχειριστική και καταναλωτική ιδεολογία έχουν
επιβάλει πεισματικά για αρκετές δεκαετίες Αυτά τα στρώματα αηδιασμένα καθώς
είναι από τη διαφθορά των ελιτ και ζώντας σε μια κοινωνία δυσπιστίας αμφιβάλουν
για τους πολιτικούς ηγέτες έχοντας την
αίσθηση της εγκατάλειψης απ’ αυτούς. Ο λαϊκισμός επωφελείται απ’ αυτό και καταδεικνύει μια ηθική απαίτηση. Χρησιμοποιώντας
λοιπόν επ’ ωφελεία του τον λαϊκισμό ένας επίδοξος ηγέτης μπορεί, καταγγέλλοντας ελίτ και διαφθορά και υποκρινόμενος ριζοσπαστικοποίηση, να τα παρασύρει σε μια
σαγηνευτική ψευδαίσθηση. Αυτό που ο ορμώμενος από την Αμερική έκπτωτος πρόεδρος
του ΣΥΡΙΖΑ πολεμά να πετύχει.
Ο Στ. Κασσελάκης έχει ή τουλάχιστον προσποιείται ότι έχει χαρακτηριστικά
ενός λαϊκιστή ηγέτη, που θέλει να πείσει ότι είναι κομμάτι του λαού, που δεν
τον εκπροσωπεί απλώς, αλλά τον ενσαρκώνει. Ο τρόπος που επιδρά είναι απλουστευτικός και
άμεσος μέσω του συναισθήματος, εκθέτοντας το συναίσθημα σε σημείο κωμικής
υπερβολής. Καθώς όσοι τον ακολουθούν είναι όλο και λιγότερο ικανοί να
κατανοήσουν τον κόσμο στον οποίο ζουν, ο λαϊκιστής Κασσελάκης προσφέρει αυτό το πολύτιμο πλεονέκτημα, της
αντιμετώπισης του περίπλοκου κόσμου με απλές ιδέες. Απαξιώνεται η διαμεσολάβηση
και οι μεσάζοντες και απέναντι σε μακρινές και αδιαφανείς ελίτ, ο επίδοξος
ηγέτης καλλιεργεί την εγγύτητα και τη
διαφάνεια. Είναι υπέρ της άμεσης ή συμμετοχικής δημοκρατίας αμφισβητεί την αντιπροσώπευση,
απεχθάνεται και παρακάμπτει τη
διαμεσολάβηση. Θεωρεί ότι θεσμικά μέσα έκφρασης είναι οι οθόνες, καθώς έτσι
απευθύνεται άμεσα στους οπαδούς του. Οι δημοκρατικές διαδικασίες αμφισβητούνται
στην πράξη κι ενώ επικαλείται τη θέληση του λαού με τεχνάσματα προσπαθεί να του
επιβληθεί. Μόνο που ο λαός στον οποίο απευθύνεται δεν είναι ένα σύνολο, μια
συλλογικότητα, παρά το άθροισμα ενός πλήθους
ατόμων για τα οποία η κοινωνική τάξη δεν τα χαρακτηρίζει, αλλά τα ιδιαίτερα
συμφέροντα.
Όσο λοιπόν κι αν φαίνονται γελοία τα δρώμενα στο
ΣΥΡΙΖΑ η απόπειρα επιβολής του Στ. Κασσελάκη στα πολιτικά πράγματα, ανεξάρτητα
από την κατάληξη του συγκεκριμένου εγχειρήματος, εγκαινιάζει μια νέα μορφή λαϊκιστικής πολιτικής. Που παρουσιάζεται τόσο
ως κριτική της δημοκρατίας και ως απόρριψη της δημοκρατίας στην
αντιπροσωπευτική της μορφή, όσο και ως αίτημα για δημοκρατία, με μια γλώσσα στρεβλωμένης αμφισβήτησης που
υποκαθιστά την ταξικότητα και διαμορφώνει οπαδικούς πολίτες. Και μπορεί να διαλυθεί μέσα στον ευτελισμό και γελοιότητα, αλλά και να βάλει παρακαταθήκη για πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης που ακόμα και την αστική δημοκρατία να στραγγαλίζουν.
Σε ποια κατεύθυνση θα οδηγηθούν
τέτοια εγχειρήματα εξαρτάται από τις αντιδράσεις, την οργάνωση και αγωνιστικότητα του
λαϊκού κινήματος Ο δρόμος όμως έχει ανοίξει και ο κίνδυνος είναι ορατός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου