Και είναι τον τελευταίο χρόνο που κυβέρνηση και μέσα μαζικής ενημέρωσης
ανακάλυψαν τη βία των ανηλίκων. Μόνο που η βία στα σχολεία είναι πιθανότατα
τόσο παλιά όσο και το ίδιο το σχολείο. Επί μακρόν ήταν αόρατη ή κοινότυπη, ενώ
τους τελευταίους μήνες έγινε ένα
σημαντικό δημόσιο πρόβλημα. Τα δελτία ειδήσεων αφιερώνουν μεγάλο μέρος τους σε
λεπτομερείς περιγραφές βίαιων, περισσότερο ή λιγότερο, περιστατικών μεταξύ παιδιών και η κυβέρνηση, με προεξάρχοντα τον
πρωθυπουργό υπόσχεται αυστηροποίηση των ποινών σαν μέσο αποτροπής της βίας. Από
τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Μ. Χρυσοχοΐδη, που αποδίδει το θέμα της βίας στη «χαλαρή
νομοθεσία», μέχρι τον υπουργό Παιδείας Κ. Πιερρακάκη που έχει αυστηροποιήσει τα πειθαρχικά μέτρα
με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, όλοι επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στην
τιμωρία και καταστολή. Και τα μέσα ενημέρωσης κάνουν κύρια είδηση τις
ανακοινώσεις του υπουργού Κ. Πιερρακάκη για τον αριθμό των αποβολών για χρήση
κινητών και των καταγγελιών ενδοσχολικής βίας στην πλατφόρμα stop-bullying.
Γιατί όμως για ένα φαινόμενο που δεν είναι τόσο πρόσφατο δημιουργείται από κυβερνώντες
και συστημικά μέσα ενημέρωσης ένας τέτοιος πανικός;
Φαίνεται πως αναγνωρίζεται ότι στη
φαντασία της νεανικής απειθαρχίας, η βία έχοντας γίνει οικεία και καθημερινή παρέκκλιση, πολλές
φορές κάτι κοινότυπο, μετατρέπεται σε πρόβλημα ευρύτερο που αφορά όλη την κοινωνία. Οι κυβερνώντες λοιπόν κάνοντας επίδειξη της
αγωνίας τους για τη νεολαία, που την
έχουν υποβιβάσει απλώς σε μια κοινωνική κατηγορία προς ενσωμάτωση, και έχοντας ενδείξεις ότι μπορεί να ξεφύγει από τα
συστήματα ελέγχου που έθεσαν σε εφαρμογή
γι’ αυτό το σκοπό, εντείνουν την επιτήρηση και καταστολή.
Την τελευταία δεκαπενταετία ο αποκλεισμός δεν
είναι πλέον το κρυμμένο πρόσωπο κάποιας ευημερούσας κοινωνίας που περιλάμβανε
περιθωριακούς, κρατούμενους, ανάπηρους κλπ. αλλά αφορά πια και μεγάλο κομμάτι της νεολαίας με
την ανεργία και την επισφάλεια σε πολλά επίπεδα. Από περιφερειακό λοιπόν
πρόβλημα έχει γίνει κεντρικό, γιατί καθιστά τους πάντες πιθανούς παρίες και κατά
συνέπεια ποικιλοτρόπως διαμαρτυρόμενους και αγωνιζόμενους. Θα μπορούσε κανείς
να ισχυριστεί ότι η όψιμη κινητοποίηση για τη βία των ανηλίκων, η οποία
περισσότερο αντιμετωπίζεται με αστυνομικά και κατασταλτικά μέτρα, μπορεί να εξηγηθεί όχι τόσο από το αίσθημα
ενδιαφέροντος προς τη νεολαία όσο από τη σπουδή των κυβερνώντων για έλεγχο και
πειθαρχία. Γι’ αυτό φαίνεται ότι οι
πράξεις βίας και ασυδοσίας στο σχολείο δεν βρίσκουν μια εκπαιδευτική απάντηση,
αλλά μάλλον αστυνομική και μετατρέπονται σε αγώνα ισχύος μεταξύ εκπαιδευτικής
κοινότητας και κέντρων εξουσίας.
Εξάλλου η νεολαία, επειδή είναι
φορέας κοινωνικής ευαισθησίας μέσω του σχολικού δεσμού, ευαισθητοποιείται απ’
αυτήν την εμπειρία για το μελλοντικό της
κοινωνικό περιβάλλον. Κι αν στο πρόσφατο
παρελθόν η ανοχή της εξουσίας για τις υπερβολές της νεολαίας είχε τις ρίζες
στην ιδέα ότι σύντομα θα έπαιρνε τη θέση της στον επαγγελματικό στίβο, σήμερα
οι δυσκολίες μεγάλου μέρους της νεολαίας, που συνδυάζει κοινωνικές σχέσεις
αποκλεισμού με τη σύγκλιση διαφορετικών βαθμών σχολικής αποτυχίας, την απειλή
της μελλοντικής ανεργίας και του κοινωνικού υποβιβασμού, αμφισβητούν την
ικανότητα ενσωμάτωσης στο προσφερόμενο κοινωνικό μοντέλο του καπιταλισμού. Υπό το πρίσμα λοιπόν των νέων συνθηκών
άρθρωσης του σχολείου με το καπιταλιστικό περιβάλλον, το σχολείο μοιάζει να
αντιμετωπίζεται σαν ένα γρανάζι ελέγχου και πειθαρχίας και υποβιβάζεται
σε ένα είδος σούπερ μάρκετ στο οποίο οι νέοι
ανταγωνιστικά εφαρμόζουν στρατηγικές απόκτησης προσόντων.
Επειδή όμως τα δημόσια προβλήματα
είναι συλλογικές δραστηριότητες, για να κατανοήσουμε τη γένεση και το νόημά
τους, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη όλα τα μέρη που εμπλέκονται σε αυτή τη
γενικευμένη αλληλεπίδραση. Το σχολείο δεν είναι ένας αποστειρωμένος χώρος, αλλά
αντανακλά τη βία που βιώνεται, και πολλές φορές προβάλλεται επαναλαμβανόμενα
και στην κοινωνία. Όταν επομένως το σχολικό πρόβλημα στον κυρίαρχο λόγο δεν
συμπλέκεται με το κοινωνικό τότε υπάρχει μια αποπολιτικοποίηση των σχολικών
προβλημάτων και της ρητορικής γύρω από την επίλυσή τους. Και μπορεί η πολιτική να απορρίπτεται,
όμως πραγματικά αυτή εμφανίζεται ακόμα και στην επιστημονική και διοικητική
διαχείριση των προβλημάτων που διακηρύττει ότι
βασίζεται.
Καθώς η σχολική βία προκύπτει από
το ίδιο το σύστημα, οι μέθοδοι ελέγχου της απειθαρχίας αναδιαμορφώνονται κάθε
φορά αναλόγως των στόχων. Η εστίαση στη
δικαστική και αστυνομική προσέγγιση της μηδενικής ανοχής σε μια υπόσχεση εξάλειψης του κινδύνου, στην ουσία αποβλέπει
στην επέκταση και επιβολή τους κλιμακωτά
σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Το
πρόβλημα λοιπόν της νεανικής απειθαρχίας επεκτείνεται πέρα από την αυστηρή
εφαρμογή του νόμου. Είναι ένας ολόκληρος τομέας που αναφέρεται γενικά στον μη
συμμορφούμενο που καθίσταται τιμωρούμενος.
Τα περιστατικά σχολικής βίας,
παρόλο που ο κυρίαρχος λόγος αποφεύγει να
τα αντιμετωπίσει ως κοινωνικά κατασκευασμένα φαινόμενα, γίνονται για
τους κυβερνώντες αφετηρία ανησυχίας γι’ αυτή σε εθνικό επίπεδο και φαίνεται ότι τη χρησιμοποιούν για την
κλιμάκωση ελέγχου και καταστολής σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα. Ανυψώνουν τη
σημασία της ασφάλειας μέσω μιας διαδικασίας αποκλεισμού των νέων και μιας
επέκτασης της αστυνομίας και άλλων κατασταλτικών μέτρων, ενώ περιορίζουν εκπαιδευτικά
και κοινωνικά προγράμματα. Η προτίμηση για την πολιτική αποκλεισμού και
τιμωρίας εκδηλώνεται στο σχολείο με διάφορες μορφές απαγόρευσης, μηδενικής
ανοχής, καταστολής και αποβολής, όλα στο όνομα της προώθησης της ασφάλειας.
Μακροπρόθεσμα αυτές οι τιμωρητικές ενέργειες μειώνουν τη μελλοντική συμμετοχή ως
ενηλίκων σε συλλογικές δραστηριότητες αποθαρρύνοντας κοινωνικούς δεσμούς,
αγωνιστικές διεκδικήσεις. Επιπλέον, τα
σχολικά πειθαρχικά μέτρα συνοδεύονται συνήθως, για να ενισχυθούν, από άλλες πρωτοβουλίες, όπως τις υποχρεωτικές τυποποιημένες εξετάσεις και την
αύξηση της λογοδοσίας των εκπαιδευτικών. Η καταστολή και τιμωρία εφαρμόζεται και στο εκπαιδευτικό προσωπικό, απαγορεύοντας (όπως έγινε με τη σημερινή απεργία των εκπαιδευτικών) κάθε κινητοποίηση, απαξιώνοντας κάθε διαμαρτυρία. Η πειθαρχία και ο έλεγχος εγκαθίστανται σε όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Καθώς λοιπόν η καπιταλιστική επίθεση
επεκτείνεται, αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμες οι αντιλήψεις για την
αξιοκρατία για να δικαιολογούνται στρατηγικές εκπαιδευτικής διαδικασίας που με
την πειθαρχία, το φόβο, την ανασφάλεια μέσα από συνεχείς εξετάσεις,
αποκλεισμούς, περιορισμούς εξυπηρετούν
τα συμφέροντα του κέρδους. Για το σκοπό αυτό εφευρίσκονται διάφοροι δείκτες για
αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών που δήθεν καταγράφουν ουδέτερους
και αντικειμενικούς στόχους. Η εκπαίδευση εν ολίγοις αναπαράγει τον ταξικό
καταμερισμό εργασίας, τις σχέσεις παραγωγής, κοινωνικοποιώντας τους νέους στη μισθωτή
εργασία και κυρίως στην αποδοχή της τύχης τους, έτσι όπως
επιβάλλεται από τη σχολική αξιοκρατία με
τον ισχυρισμό ότι είναι δίκαια και αξιοκρατικά καθορισμένη. Κι ενσταλάζεται η πίστη στην τελειότητα και τη
δικαιοσύνη της αστικής δημοκρατίας.
Επομένως, όλη αυτή η κινδυνολογία
για τη σχολική βία τελικά ευνοεί την κατασταλτική δράση και την επέκταση της
αστυνομικής επιτήρησης, αναδιαρθρώνοντας έτσι και τις κοινωνικές σχέσεις. Η
αυξημένη χρήση της σχολικής επιτήρησης της συμπεριφοράς των μαθητών και της
τιμωρίας ακόμα και για ήσσονος σημασίας αδικήματα, επεκτείνεται και στους εκπαιδευτικούς και επαναπροσδιορίζεται σε μια συζήτηση περί
«ασφάλειας» και«αξιοκρατίας» που τελικά εξαπλώνεται σε όλο τον κοινωνικό ιστό. Μάλιστα με την καταστολή και αστυνόμευση επιβάλλονται
τιμωρίες για παραβάσεις σχολικών κανόνων, που μπορούν να οδηγήσουν στην ποινικοποίηση
ακόμα και φυσιολογικής νεανικής
συμπεριφοράς, λειτουργώντας κάποιες
φορές για τους νέους ως αγωγός από το σχολείο
στη φυλακή.
Στην πραγματικότητα, η
αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων θα απαιτούσε την απομάκρυνση από τις τρέχουσες
κοινωνικές αξίες που είναι βουτηγμένες στην επιθετικότητα, τα όπλα και την
απληστία και την ανασυγκρότηση ενός συστήματος εκπαίδευσης που προωθεί θετικές
κοινωνικές αξίες αλληλεγγύης και δημιουργικότητας. Γι’ αυτό και
ενώ είναι ουσιαστικό στοιχείο η αναγνώριση ότι τα σχολεία είναι μικρογραφία
των κοινοτήτων και των γειτονιών στις οποίες βρίσκονται και του πολιτικοοικονομικού συστήματος πάντα σχεδόν αυτό
παραβλέπεται, αφού έτσι θα άνοιγε η χαραμάδα για κριτική της κοινωνικής
πραγματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου