Όλα αυτά τα ευτράπελα, που σε εικόνες και ειδήσεις
πλημμύρισαν ιδιαίτερα τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, από τα τεκταινόμενα στο
συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στο Σύνταγμα, αποσπούν την προσοχή μας από το
μείζον: ο φασισμός, ήδη δειλά νομιμοποιημένος από τα έργα και ημέρες των κομμάτων εξουσίας της
τελευταίας οκταετίας, με πρόσχημα εθνικά ζητήματα καταλαμβάνει όλο και
περισσότερο χώρο. Κι επομένως ο προβληματισμός μήπως η αφ’ υψηλού κριτική, οι
περιφρονητικοί χαρακτηρισμοί και χλεύη για το πλήθος που συγκεντρώθηκε
διευρύνει την ανοχή και εν πολλοίς και επιδοκιμασία στους ακροδεξιούς και φασίστες
δημαγωγούς δεν στερείται δεδομένων.
Από τα
τέλη του 20ου αιώνα, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και όσο η οικονομική
κρίση παρατείνεται, αντιμετωπίζεται ένα ιστορικό παράδοξο. Από τη μια η
οικονομία, η πολιτική ακόμα και η πολιτιστική έκφραση στο μεγαλύτερο μέρος του
κόσμου μοιάζει να έχουν ομογενοποιηθεί όσο ποτέ, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης
κυριαρχίας του παγκόσμιου κεφαλαίου, από την άλλη παρατηρείται μια αύξηση κινητοποιήσεων
εθνικιστικού χαρακτήρα. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την άνοδο τέτοιων
κινητοποιήσεων ως ένα είδος αντίδρασης στην αυξανόμενη διεθνοποίηση της
οικονομίας και του πολιτισμού, έναν αγώνα ενάντια στην απειλή της
ομογενοποίησης. Ωστόσο, μια τέτοια εξήγηση μοιάζει να μην μπορεί να καταγράψει την εξαιρετική
ποικιλομορφία του φαινομένου. Έτσι στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης η άνοδος του εθνικισμού συνοδεύεται από την αποδοχή της οικονομικής κι
επομένως πολιτικής εξάρτησης από το δυτικό κεφάλαιο από πολλούς από εκείνους που υιοθετούν έναν
επιθετικό εθνικισμό που καταλήγει ρατσισμός. Στη Δυτική Ευρώπη πάλι, η άνοδος ενός
ξενοφοβικού εθνικισμού δεν κατευθύνεται
τόσο σε βάρος άλλων δυτικοευρωπαϊκών εθνών κι ούτε σε μεγάλο βαθμό εναντίον του
σχεδίου του ενοποιημένου οικονομικά και πολιτικά κεφαλαίου, όσο κατά των
μεταναστών εργαζομένων από Ασία και Αφρική, ακόμα κι αυτών που εργάζονταν εδώ
και 20 ή 25 χρόνια χωρίς να προκαλούν τις ίδιες αντιδράσεις.
Κι αν
είναι εμφανής η σκοπιμότητα της κυρίαρχης
τάξης που προωθεί την εθνικιστική ιδεολογία
της αταξικής εθνικής συνεργασίας και της εθνικής ενότητας δεν είναι πάντα
εμφανείς οι λόγοι που σε μεγάλες μάζες εργαζομένων αυτή η ιδεολογία βρίσκει
ανταπόκριση.
Ίσως λοιπόν
για να κατανοηθεί η αύξηση εθνικών αναμοχλεύσεων, που παίρνουν διαφορετικές
μορφές σε διάφορες χώρες, θα πρέπει να μην αποσυνδεθούν από την ταξική πάλη. Γιατί
το έθνος κράτος, δημιούργημα της καπιταλιστικής τάξης, είναι προϊόν της ταξικής
πάλης, δηλ. του αγώνα της συγκεκριμένης τάξης κατά της φεουδαρχίας και άλλων
προ-καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Και επειδή οι κύριες τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής – αστοί και προλεταριάτο - αναπτύσσονται και ωριμάζουν μέσα στα έθνη,
ο ταξικός αγώνας υπό τον καπιταλισμό γενικά παίρνει μια εθνική μορφή. Τα έθνη
είναι το έδαφος της ταξικής πάλης στην καπιταλιστική εποχή. Γι’ αυτό το λόγο
και το εθνικό ζήτημα είναι σημαντικό για
τον αγώνα της εργατικής τάξης για σοσιαλισμό.
Και
καθώς η κινητήρια δύναμη της εθνικής καταπίεσης είναι η ίδια η καπιταλιστική σχέση,
η οποία είναι τόσο εκμεταλλευτική όσο και επεκτατική, η αστική τάξη των πιο
ανεπτυγμένων εθνών εκμεταλλεύεται το εργατικό δυναμικό, τις πρώτες ύλες και τις
αγορές άλλων λιγότερο αναπτυγμένων. Η εθνική αντιπαλότητα και η εθνική
καταπίεση είναι επομένως εγγενείς στον καπιταλισμό. Η εθνική καταπίεση είναι
αναπόφευκτη υπό τον καπιταλισμό και δεν μπορεί να τερματιστεί απλώς μέσω των
καταπιεσμένων εθνών που κερδίζουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Κι αν γίνεται
υπεράσπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης, είναι γιατί τίποτε όσο η εθνική
αδικία δεν ενισχύει την αλληλεγγύη της προλεταριακής τάξης.
Δεν
είναι βέβαια εξαίρεση και η δημιουργία κρατών
που δεν συμπίπτουν με τα έθνη, π.χ. πρώην αποικιακά κράτη Αφρικής ή και Ασίας, και αποτελούνται από ποικίλες εθνοτικές και
φυλετικές ομάδες, οι οποίες συναθροίζονται σε βίαια τεχνητά κράτη ως αποτέλεσμα
των αυθαίρετων εδαφικών διαιρέσεων που επιβάλλουν ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Τα
κράτη και προτεκτοράτα που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, με
πληθυσμούς που αφού αλληλοσκοτώθηκαν πασχίζουν μετά να συμβιώσουν, είναι εν
πολλοίς συνέπεια των εκκολαπτόμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην περιοχή,
πίσω από τα οποία στοιχίζεται αναφανδόν η κυρίαρχη τάξη τους.
Κι έτσι ο εθνικισμός καλλιεργείται
όσο οι ανερχόμενες αστικές τάξεις των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, σε ομοσπονδίες
όπως η Γιουγκοσλαβία, επεδίωκαν σε σχετικά προηγμένα έθνη να κόψουν τους δεσμούς
με τις πιο φτωχές και καθυστερημένες περιοχές, προκειμένου να διατηρήσουν τους πόρους
για τους εαυτούς τους και να ενταχθούν το συντομότερο δυνατό στην ενοποιημένη
αγορά της Δυτικής Ευρώπης (όπως π.χ η Σλοβενία, Κροατία, Δημοκρατία της Τσεχίας).
Κι έρχονται ξανά στο προσκήνιο οι μειονότητες για να χρησιμοποιηθούν ως
αποδιοπομπαίος τράγος στον σκόπιμο και κυνικό χειρισμό των λαϊκών φόβων και των
εθνικών συναισθημάτων από τις νεοπαγείς ελίτ για να κρατήσουν την εξουσία.
Συνεπώς, με τις σοσιαλιστικές ιδέες και
αξίες να συκοφαντούνται και να περιθωριοποιούνται, η ιδέα του διεθνούς
προλεταριάτου και της κουλτούρας της εργατικής τάξης αντικαταστάθηκε σταδιακά από
την εθνική ιδεολογία. Δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί δεν υπήρχε άλλη
αντίπαλη πολιτική ιδεολογία με τόσο ισχυρή παράδοση και με τέτοιες μακροχρόνια
εδραιωμένες ρίζες στη λαϊκή κουλτούρα όσο ο εθνικισμός, συχνά σε συνδυασμό με
τη θρησκεία. Στις μεγάλες μάζες του πληθυσμού η κυρίαρχη ιδεολογία του
φιλελεύθερου ατομικισμού, αν και είναι ελκυστική στους διανοούμενους και την
τάξη επιχειρηματιών, λιγότερο τις προσελκύει. Απόκληροι λοιπόν της ζωής και
φτωχοποιημένοι εργαζόμενοι οι οποίοι υπόκεινται
καταπίεση που απορρέει από τη στρέβλωση και την ανατροπή της οικονομικής τους κατάστασης
εξαιτίας αποφάσεων που θεωρούν πως επιβάλλουν ξένοι, καταφεύγουν στους δημαγωγούς
του εθνικισμού, ακροδεξιοί και φασίστες σε πρώτο πλάνο, που υπόσχονται τερματισμό της οικονομικής
υποταγής. Γι’ αυτό και ο εθνικισμός
ανάμεσα στις μεγάλες μάζες που καταπιέζονται μπορεί να είναι μια παραμορφωμένη
έκφραση της εξέγερσης, όπως συχνά συμβαίνει και με τη θρησκεία.
Η χλεύη και περιφρόνηση λοιπόν όλων
αυτών δεν τους περιορίζει, αντίθετα μάλλον διευρύνει την ανταπόκριση του
φασιστικού λόγου που προβάλλεται ως εθνική δύναμη που τους υπερασπίζεται. Ο χλευασμός
της αγωνίας και του φόβου πολλών εργαζομένων που εκφράζονται μ’ έναν
παραμορφωμένο τρόπο προς τον εθνικισμό, δεν αναπτύσσει τη δυσπιστία των
μαζών προς τα εθνικιστικά επιτεύγματα της
κυρίαρχης τάξης ούτε είναι αντίσταση στην ενότητα και την αλληλεγγύη των
καπιταλιστών στην αστική ιδεολογία του εθνικισμού.
Και πώς
θα οργανωθούν ανεξάρτητα από τους αστούς και μικροαστούς εθνικιστές οι μάζες
των εργαζομένων χωρίς το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου