Η βουλή τήρησε ενός
λεπτού σιγή στη μνήμη του Κ. Κατσίφα, μετά από πρόταση του αντιπροέδρου της Ν.
Κακλαμάνη, βουλευτή της ΝΔ, για τον οποίο επισημάνθηκε πως δεν τήρησε τη
συνηθισμένη διαδικασία που προβλέπεται.
Η τήρηση ενός λεπτού σιγής δεν
είναι απλώς μια απλή τελετουργία σεβασμού και μνήμης, αλλά και μια τελετουργία
που προτίθεται να δημιουργήσει και μια στιγμή αλληλεγγύης ανάμεσα στους
συμμετέχοντες σ’ αυτήν. Γιατί ακόμα κι
αν μια στιγμή σιωπής έχει γίνει υποκατάστατο, και όχι μόνο για το κοινοβούλιο,
και δικαιολογία για δράση ή αδράνεια, όμως κάθε τελετουργία, ακόμα και αν
μοιάζει παρωχημένη ή κενή περιεχομένου, όσο συνεχίζει να διατηρεί το συμβολισμό της συνεχίζει να τιμά το
γεγονός ή το πρόσωπο για το οποίο γίνεται. Γιατί η σιωπή περιέχει δηλώσεις (του Ν. Κακλαμάνη που την
πρότεινε για «τη χωρίς κανένα άλλοθι καταδίκη της δολοφονίας») και παραδοχές (για
τις ενέργειες του Κ. Κατσίφα) και συνενώνει σ’ αυτό το τελετουργικό
διαφορετικούς ως προς τις πεποιθήσεις ανθρώπους δίνοντας την εντύπωση της
δέσμευσής τους.
Ο θάνατος του ομογενούς στην
Αλβανία, που οι συγκεκριμένες συνθήκες
του δεν έχουν διευκρινιστεί, συνδέθηκε εξαρχής με αλυτρωτικές δράσεις,
πατριωτικές ή φασιστικές, στη Β. Ήπειρο
ή Ν. Αλβανία, αναλόγως οπτικής.
Κι ενώ ο θάνατος αυτός δεν δείχνει τίποτε άλλο
παρά την ευκολία με την οποία μπορεί να πυροδοτηθούν επεισόδια σε μειονότητες
στα Βαλκάνια ή και τον απροσχημάτιστο τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει
εκμετάλλευσή τους, η επιμονή στην προσωπικότητα του θανόντα περισσότερο μεταθέτει
το πρόβλημα. Το πρόβλημα δεν είναι άλλο παρά η εκτροπή της λαϊκής οργής και
απελπισίας προς εθνικιστικό μίσος, που δημιουργεί δυνατότητες για πρωτοβουλίες
στους φασίστες προς εξυπηρέτηση πολιτικών των κυρίαρχων κέντρων εξουσίας. Κι αν
ο αποθανών ήταν φασίστας, το γεγονός πως προκάλεσε, όπως φαίνεται, το θάνατό
του δείχνει πόσο επικίνδυνος γίνεται ο φασισμός, όταν, για να διευρύνει το ακροατήριό του, μεταμφιέζεται σε πατριωτισμό.
Σ’ αυτά τα μικρά, φτωχά,
βαλκανικά κράτη η ενίσχυση της πολιτικής
και οικονομικής κυριαρχίας των παγκόσμιων καπιταλιστικών κέντρων ευνοεί την
ανάπτυξη του τοπικισμού και του
εθνικισμού, που οφείλεται στην ανάγκη για ασφάλεια και σταθερότητα. Κι αυτό το
καταφύγιο, ιδιαίτερα των λαϊκών τάξεων, είναι επιδεικτικό χειραγώγησης από
κυβερνήσεις και …επιχειρήσεις, ώστε να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα,
ακόμα κι όταν δεν εμπλέκονται άμεσα σε καταστάσεις έκρυθμες ή συγκρουσιακές. Σε
ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον, όταν πρωτίστως έχουν εξασφαλιστεί τα συμφέροντα
των κυρίαρχων καπιταλιστικών κρατών, μοιάζει βολικό να μιλά κανείς για
παγκοσμιοποίηση, κι αν λάχει επί το προοδευτικότερον για διεθνισμό,
παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες.
Και όπως η ασήμαντη φράση μιας νοικοκυράς μπορεί
να αποτελεί δείγμα μιας πλατιάς αγανάκτησης που μπορεί να γίνει δύναμη
ανατροπής μιας υπάρχουσας πολιτικής, έτσι και ο θάνατος του Κ. Κατσίφα μπορεί
να είναι μια ένδειξη για την κατεύθυνση που ίσως παίρνουν οι σχέσεις των
βαλκανικών χωρών και με την οποία μοιάζει να μην αποκλίνει το ελληνικό
κοινοβούλιο, έστω και μέσω παλινωδιών.
Γι’ αυτό και η συμμετοχή
βουλευτών του ΚΚΕ στην τήρηση ενός λεπτού σιγής από τη Βουλή για το θάνατο του Κ. Κατσίφα φαίνεται να χρεώνεται
ως λάθος τους. Και όχι τόσο γιατί ο συγκεκριμένος αποθανών χαρακτηρίζεται
φασίστας, όσο γιατί δίνεται άλλοθι πατριωτισμού σε φασιστικές επιλογές εναντίον
των οποίων το ΚΚΕ, κατά τεκμήριο, αγωνίζεται και τις συνέπειες των οποίων το ίδιο υφίσταται.
Κι έτσι βρήκαν την ευκαιρία όψιμοι,
καθαρόαιμοι, ανυπόμονοι επαναστάτες, που περιμένουν στη γωνία να στηλιτεύσουν
για το παραμικρό στραβοπάτημα, ή και όχι, το ΚΚΕ, να θριαμβολογούν πως δικαιώνεται η κριτική τους
για τη σωβινιστική στροφή του κόμματος, θεωρώντας
το χλευασμό τους ως εξ αριστερών, με διεθνιστικά γυαλιά,
κριτική.
Κανείς δεν μπορεί να έχει την
απαίτηση του αλάθητου από το ΚΚΕ στις εκτιμήσεις του ή αποφάσεις του ή και
αιφνιδιασμούς του σε ήσσονα μάλιστα ζητήματα, τη στιγμή που ούτε και το κόμμα ισχυρίστηκε
ποτέ κάτι τέτοιο. Κι αν κατηγορείται πως η νομιμότητα των τελευταίων 44
ετών επηρέασε ως ένα βαθμό τη φυσιογνωμία
του και τη σχέση του με το αστικό κράτος, αυτό δεν θα ήταν δυνατό να μη συμβεί,
αφού οι όροι και ο τρόπος λειτουργίας του αλλάζουν.
Όμως αν η σταθεροποίηση
της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1974 διαμόρφωσε προοδευτικά δυο πεδία συγκρούσεων, από τη
μια τις θεσμοθετημένες και δημόσιες πολιτικές αντιπαραθέσεις που
διεξάγονται εντός ή εκτός του
κοινοβουλίου, στο πλαίσιο του και στη
λογική του κομματικού ανταγωνισμού και από την άλλη ένα πλήθος από επιμέρους
σημαντικές ή ασήμαντες αντιφάσεις,
αντιθέσεις και συγκρούσεις που κατά κανόνα μπορεί να παρέμεναν πολιτικά λανθάνουσες, είναι το ΚΚΕ που όλα
αυτά τα χρόνια τις ανέδυε στην πολιτική σκηνή, τις κατεύθυνε συνδέοντάς τες με
ταξικές διαιρέσεις και οργάνωνε κοινωνικούς αγώνες διατηρώντας την προοπτική
του κοινωνικού μετασχηματισμού.
Ενώ οι κοινωνικοταξικές αντιθέσεις οξύνονται και η
διαρκής μονόπλευρη λιτότητα προκαλεί
κοινωνική δυσαρέσκεια και πολιτικές κινητικότητες, βλέπει κανείς στο ορίζοντα
άλλη πολιτική δύναμη από το ΚΚΕ που να
μπορεί και να θέλει να οργανώνει και να
κινητοποιεί σε αγώνες που να επιτρέψουν νέες αισιόδοξες προβλέψεις για τους συσχετισμούς
των ταξικών δυνάμεων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου