Αν σ’ αυτές τις εκλογές
δεν υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα το αποτέλεσμά τους δεν θα κατέγραφε παρά την
εμπέδωση του συντηρητισμού των μαζών, της παθητικοποίησής τους και της εξατομίκευσης.
Αν δεν υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πραγματικά
καθοριστική, γιατί θα επιτύγχανε η προσπάθεια για αποκήρυξη της ιστορίας της ελληνικής
αριστεράς και θα επικρατούσε η περιγραφή της σαν μια ατέλειωτη διαδοχή λαθών
και προδοσιών, που θα οδηγούσε στην εγκατάλειψη της ίδιας της αριστερής
συνείδησης και της πίστης για μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η εκλογική συντριβή
του ΣΥΡΙΖΑ εγγράφει όλο αυτό το εγχείρημα της δημιουργίας του και επικράτησής
του, που δεκαετίες τώρα περιφερόταν με
διάφορα ονόματα ως φορέας μιας αριστεράς ανανεωτικής, ριζοσπαστικής κλπ. κυρίως
όμως αντίπαλου της κατηγορούμενης, το
λιγότερο, ως αναχρονιστικής και
ξεπερασμένης κομμουνιστικής αριστεράς,
στο πεδίο των δεξιόστροφων εκλογικών κομμάτων με τη σκόπιμα θολή ιδελογικά θέση, που ολοκλήρωσε
το ρόλο του στην παραπλάνηση του εκλογικού σώματος. Το οποίο αποδοκίμασε την άνευ όρων αποδοχή των
σταθερών εκείνων που συγκροτούν το ιδεολογικό οπλοστάσιο του καπιταλισμού από
εκλογικούς σχηματισμούς που εκμεταλλεύτηκαν το κύρος της αριστεράς των αγώνων, για να διαψεύσουν
ελπίδες και να εγκλωβίσουν αγώνες, ασκώντας σε κάποιο βαθμό με ένα άλλο ύφος την εξουσία, αλλά υπηρετώντας την ίδια πολιτική. Ένα μέρος μάλιστα από το εκλογικό σώμα φαίνεται ήδη ότι ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής προς εκείνο
το κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, που αναδείχτηκε σε εποχές οικονομικής ευμάρειας δεξιοτέχνης
στο σφετερισμό των αγώνων της αριστεράς, και ιδιαίτερα της κομμουνιστικής, πιθανόν
με ανανεωμένη την αυταπάτη σχετικά με την
πιο δίκαιη κατανομή των πόρων προς όφελος των εργαζομένων, μέσω μιας κρατικής
πολιτικής που θα περιόριζε την ασυδοσία των μονοπωλίων. Το ΠΑΣΟΚ στον καιρό του και ο ΣΥΡΙΖΑ στα
χρόνια του μνημονίου καταβάλλουν με την πολιτική τους …φιλότιμες προσπάθειες
για την απονεύρωση της δυναμικής της αριστεράς, ώστε να είναι αποτελεσματική η
χειραγώγηση των αντιδράσεων των εργαζομένων.
Σ’ αυτές τις εκλογές στο πολύ εύστοχο σύνθημα του
ΚΚΕ, μόνοι τους και όλοι μας, αντανακλάται το αποτέλεσμά τους. Στο οποίο φαίνεται να αναβιώνει και πάλι το προ μνημονίων δικομματικό σύστημα, με αναγέννηση της Ν.Δ και αναβίωση του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με χαμένη όπως φαίνεται ολότελα την αξιοπιστία του, με μια ανεδαφική έπαρση, κουνά το δάχτυλο στο εκλογικό σώμα που δεν τον ψήφισε και γίνεται ακόμα πιο επιθετικός απέναντι στο ΚΚΕ που του χρεώνει την ήττα του. Είναι που απέναντι στα
διάφορα σενάρια ή προτάσεις για κυβερνητική σύμπραξη, που με επιμονή διακινούσε
ο ΣΥΡΙΖΑ, η ξεκάθαρη θέση του ΚΚΕ οριοθέτησε κάθετα, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο,
τον αριστερό χώρο. Πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχει άλλη αριστερά από την
κομμουνιστική και άλλη πρότασή για απόκρουση
της καπιταλιστικής επίθεσης από τον μετασχηματισμό του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής
και τη στήριξη και υπεράσπιση των εργατικών αγώνων. Δεύτερον, δικαιώθηκε η άρνησή του σε όποια σύμπραξη σε
διακυβέρνηση, πολύ περισσότερο σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, που όπως απέδειξε
η πλούσια ευρωπαϊκή, αλλά και η έως και τραγελαφική ελληνική εμπειρία, οδηγεί
την επονομαζόμενη αριστερά στον εκφυλισμό και αφανισμό, επιφυλάσσοντάς την το
θλιβερό ρόλο της υποστήριξης στις καπιταλιστικές ανάγκες συναίνεσης, ενσωμάτωσης,
πειθάρχησης και καταστολής των λαϊκών τάξεων.
Επί του πρακτέου πια, μ’ αυτές τις
εκλογές, από το εκλογικό σώμα λύθηκε το
απωθημένο πρόβλημα δεκαετιών, με την απόρριψη της παμπάλαιας ρεφορμιστικής αυταπάτης
για φιλολαϊκή κρατική διαχείριση, και μάλιστα αριστερής, της οικονομικής κρίσης, που περίτρανα το απέδειξε στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση.
Παράλληλα, η αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ
επιτρέπει την ελπίδα ότι ενισχύεται η πεποίθηση
για την κομμουνιστική αριστερά, ως μόνης ανταγωνιστικής αντιπολίτευσης του συστήματος
η οποία τροφοδοτείται από τη διαρκή κοινωνική σύγκρουση.
Η εκλογική
ενίσχυση βέβαια της κυβερνητικής πολιτικής, που δεν παρατηρήθηκε ούτε στις εκλογές
του 1985, μετά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης, με το τεράστιο ρεύμα που είχε
το ΠΑΣΟΚ, αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τη συναίνεση μεγάλου μέρους του εκλογικού
σώματος στις σκληρές καπιταλιστικές
επιλογές στην οικονομία, καθώς έχει χειραγωγηθεί να υποκλίνεται στις δυνατότητες της αγοράς, να
θεοποιεί το επιχειρηματικό δαιμόνιο, και να θεωρεί γιατρικό για κάθε
υποτιθέμενη στρέβλωση του καπιταλισμού τη διφορούμενη αξιοκρατία και τεχνοκρατισμό.
Δεκαετίες πολιτικών συναλλαγών έχει
εκπαιδεύσει ένα μεγάλο μέρος του
εκλογικού σώματος στο δούναι και λαβείν, του έχει μάθει ότι η ύψιστη αρχή δεν είναι οι
διεκδικήσεις και η περιφρούρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που βρίσκονται
στο στόχαστρο, αλλά η συναίνεση και η αποδοχή του μικρότερου κακού, κι επομένως, σε μια
απέλπιδα προσπάθεια,
για να μην εκπέσει, σε ατομικό επίπεδο, οικονομικά, πείθεται από την κυρίαρχη ιδεολογική προπαγάνδα της Ν.Δ. Μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που
περισώθηκαν έχοντας εργάτες με μισθούς πείνας, με επιδόματα και επιχορηγήσεις,
μικρομεσαίοι εργολάβοι και ιδιοκτήτες, ανώτεροι υπάλληλοι και ένα σύνολο
μικροαστών φοβισμένων, που στη σταθερότητα μιας κυβέρνησης ελπίζουν να
περισώσουν ό,τι τους έχει απομείνει από το μικροαστικό τους status, υπερψηφίζουν
τη Ν.Δ, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ με τις παλινωδίες του ούτε και ως αντιπολίτευση δεν τους έπεισε ότι μπορεί να την αντικαταστήσει επιτυχημένα.
Εξάλλου, στη διάρκεια των εκλογών πολιτικά στελέχη από όλο το πολιτικό σύστημα των αστικών κομμάτων δεν αμφισβητούσαν
τις βασικές ομοιότητές τους (π.χ. δηλώσεις Π. Τσαπανίδου) κι επομένως πολιτικές
συμπράξεις με τους άλλους, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται ως προς το λόγο τους,
για να έχουν κάποιο νόημα οι εκλογές, και όχι ως προς την ουσία της πολιτικής τους. Καθώς
λοιπόν τα όρια ανάμεσα στα αστικά κόμματα γίνονται δυσδιάκριτα η συναίνεση που επιδιώκεται στην ουσία αφορά περισσότερο τους όρους του πολιτικού
παιχνιδιού, τις διαδικασίες των εκλογικών αναμετρήσεων παρασέρνοντας σ’ αυτήν
και τα λαϊκά στρώματα του εκλογικού
σώματος. Κι αυτό κόντρα στα δικά τους συμφέροντα, εφόσον όλα τα αστικά κόμματα συναινούν στην ωμή
και απροσχημάτιστη επίθεση του κεφαλαίου στα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των
εργαζομένων.
Μόνο το ΚΚΕ διατηρεί στην ταξική
του φρασεολογία τη βεβαιότητα σχετικά με τους στόχους της αγωνιστικής αντιμετώπισης
των ταξικών συγκρούσεων. Η αύξηση των
ποσοστών του μοιάζει ελπιδοφόρα για το
μέλλον, ως ένδειξη ότι διευρύνεται η επιρροή του. Γιατί το ΚΚΕ πρέπει να
χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που το πολιτικό σύστημα διαθέτει για να αμφισβητεί τις
υπάρχουσες δομές κυριαρχίας, χωρίς να
υποχωρεί από τις επιλογές του, οργανώνοντας και καθοδηγώντας τους ταξικούς αγώνες
για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Και όσο μεγαλύτερη καταγράφεται η απήχησή
του στις λαϊκές μάζες τόσο δυσκολότερο θα είναι στο κυρίαρχο σύστημα να το
περιθωριοποιήσει χωρίς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να αντιδράσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου