Δημοσκοπήσεις επί δημοσκοπήσεων προσπαθούν να προβλέψουν τα
αποτελέσματα των εκλογών, ενώ μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων δείχνει ευμετάβλητο.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί αναποφάσιστοι πολίτες ταχυδακτυλουργικά
αλλάζουν κομματικές πίστες, ψηφίζουν κάθε νεοεμφανιζόμενο κομματίδιο, ψηφίζουν
για τιμωρία ακόμα και τους αντίπαλους
για να επιστρέψουν κάποια στιγμή στους παλιούς τους φίλους. Αυτή τη
ρευστότητα του εκλογικού σώματος δίνεται
αφορμή στον κυρίαρχο λόγο να την ερμηνεύει ως ένδειξη ελευθερίας. Για τον
κυρίαρχο λόγο η εκλογική κινητικότητα
σηματοδοτεί την έλευση ενός πιο ενημερωμένου και κυρίως ενός αυτόνομου
ψηφοφόρου, που δεν δεσμεύεται εφ’ όρου
ζωής από κομματικά προγράμματα ή αρχές. Μόνο που στην πραγματικότητα αυτή η κινητικότητα μπορεί μάλλον να εξηγηθεί από
την ομοιογένεια των αστικών κομμάτων, την άνοδο της εξατομίκευσης, αλλά
κυρίως από την υπονόμευση, μέσω της
χειραγώγησης, της ταξικής ψήφου.
Στα καθ’ ημάς, η αναζήτηση
διαφορών στα αστικά κόμματα μοιάζει επίπονη και μάλλον ατελέσφορη. Πριν από κάποια
χρόνια σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο οι εξέχουσες αξίες της δεξιάς ήταν η ελεύθερη επιχείρηση, η ατομική επιτυχία μέσω της
εργασίας και του προσωπικού εμπλουτισμού, η ασφάλεια και τάξη, η παράδοση, το
έθνος, οικογένεια, θρησκεία κλπ. Οι άνθρωποι της αριστεράς πάλι ήταν πιο
ευαίσθητοι σε θέματα ανθρωπισμού, ρατσισμού και σεβασμού του ατόμου,
περιβάλλοντος, κοινωνικής δικαιοσύνης
και αλληλεγγύης. Μόνο που τελευταία πέρα από τις «κοινωνικές αξίες» όπως
ασφάλεια, ελευθερία ή δικαιοσύνη που διεκδικούνται και από τις δυο πλευρές, μέσα
από την όσμωση των άλλοτε διακριτών αξιών αριστεράς και δεξιάς, στα αστικά κόμματα
δύσκολα μπαίνουν διαχωριστικές γραμμές. Κι έτσι, η πολιτική της συντηρητικής
Ν.Δ ίσως να είναι η χειρότερη για τους εργαζομένους, με παράδειγμα το νόμο
Χατζηδάκη που δυναμώνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων με το ευέλικτο σύστημα
διευθέτησης του χρόνου εργασίας που ουσιαστικά καταργεί το οκτάωρο και
επιβάλλει ασφυκτικούς όρους και προϋποθέσεις στον συνδικαλισμό και την απεργία.
Αλλά και η πολιτική της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ την συναγωνίζεται και τη
συμπληρώνει, όπως με τους νόμους
της Αχτσιόγλου με το χτύπημα στο
απεργιακό δικαίωμα και τις διατάξεις για τον κατώτατο μισθό. Βρίσκονται κυβέρνηση
και αντιπολίτευση δίπλα δίπλα στα αυθαίρετα έσοδα από τη μείωση των εργοδοτικών
εισφορών, τη μείωση έως εξαφάνισης φόρου του μεγάλου κεφαλαίου, τις
ιδιωτικοποιήσεις, τις συνταξιοδοτικές αλλαγές και καθώς υπάρχουν οι σιδερένιοι
κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και των μνημονιακών διατάξεων σε μας, αποδέχονται
οι δημόσιες δαπάνες να είναι περιορισμένες, εις βάρος βέβαια των λαϊκών τάξεων,
κατηγορώντας αλλήλους σχετικά με την κοστολόγηση των προεκλογικών προγραμμάτων τους.
Γι’ αυτό και
οι εκλογές, με τις οποίες η αναδιάταξη της τράπουλας τείνει να μην προκαλεί
δραστικές ή ακόμα και αισθητές αλλαγές στη ζωή των περισσότερων ανθρώπων,
ολοένα και απαξιώνονται. Κανένα από τα αστικά κόμματα δεν είναι σε θέση να
ονομάσει την αιτιώδη βάση, τον καπιταλισμό, για τις άθλιες συνθήκες που υπόσχονται οι
πολιτικές τους να βελτιώσουν ούτε αρνείται το σύστημα κερδοφορίας που αφαιρεί
όλο τον πλούτο από τους ανθρώπους που τον δημιουργούν, τους εργαζόμενους. Πώς
όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί η ενδημική ανεργία και η έλλειψη στέγης παρά μόνο
ως απαραίτητη συνέπεια του καπιταλιστικού συστήματος; Πώς μπορεί να
αντιμετωπιστεί ακόμα και η κλιματική κρίση για την οποία ο κυρίαρχος λόγος θέλει
να φαίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητος χωρίς να εντοπιστεί ιστορικά, ως κορύφωση του
καπιταλισμού;
Σ’ αυτές τις εκλογές, για πολλούς από το
εκλογικό σώμα απογοητευμένους από την ανεξέλεγκτη διαφθορά και το διευρυνόμενο
χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών οι κομμουνιστές αντιπροσωπεύουν τη μόνη αντικαπιταλιστική
και αξιόπιστη δύναμη, σε αντίθεση με όλα τα αστικά κόμματα που συμβάλλαν στην επιδείνωση των
συνθηκών ζωής των εργαζομένων. Επειδή λοιπόν η
απόσταση μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και της επόμενης πολιτικής
επιλογής είναι χαώδης, η ψήφος στο ΚΚΕ μοιάζει μονόδρομος για τον εργαζόμενο.
Γι’ αυτό και
κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ χρησιμοποιούν έναν, περισσότερο ή λιγότερο,
καλυμμένο αντικομμουνιστικό λόγο ισχυρίζονται όμως πολιτική εγγύτητα με το
κομμουνιστικό κόμμα, στην προπαγανδιστική του φαρέτρα έχει σαν όπλο και τη
χρήσιμη ψήφο. Η χρήσιμη ψήφος είναι καρπός ενός στρατηγικού υπολογισμού που
προωθεί την ψήφιση όχι ενός κόμματος με το οποίο συμφωνεί κάποιος, αλλά εκείνου
που θεωρείται ότι είναι σε θέση να κερδίσει το άλλο κόμμα του οποίου τη νίκη
φοβάται. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι
αφού οι κομμουνιστές δεν βοηθούν τον ίδιο να επικρατήσει, εμμέσως ενισχύουν τη
Ν.Δ κι επομένως δικαίως χαρακτηρίζουν το ΚΚΕ δεκανίκι της δεξιάς.
Η χρήσιμη
ψήφος καθιερώνει τη σημασία των δημοσκοπήσεων στη δόμηση της πολιτικής επιλογής
και μπορεί να λειτουργήσει ως
αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στην
πραγματικότητα ενισχύει αυτό που έχει ήδη αναπτυχθεί και το οποίο δεν
χρειάζεται καμιά ενίσχυση δηλ. τα συστημικά κόμματα με τις διάφορες μορφές
τους, με απώτερο στόχο περιθωριοποίηση κάθε φωνής πραγματικά αντισυστημικής. Είναι μια προεπιλεγμένη επιλογή, με βάση την
οποία επιλέγεται το μικρότερο κακό, που κάθε φορά αποδεικνύεται μεγαλύτερο από
το προηγούμενο. Κι έτσι γίνεται πραγματικότητα η συναίνεση και ο συμβιβασμός, η
αδυναμία αντίδρασης των λαϊκών μαζών ακόμα κι όταν εξαθλιώνονται και η αποδοχή της
ελεημοσύνης από το μικρότερο κακό που επιλέγεται.
Σε όλες τις διαφημιστικές
εκστρατείες των αστικών κομμάτων στην ουσία ο καθημερινός εργαζόμενος άνθρωπος
είναι απών. Στον μικρόκοσμο των πολιτικών εξουσίας οι ψηφοφόροι είναι μόνο
μάζες αδιάφορες, στην υπηρεσία των πολιτικών τους φιλοδοξιών, καθώς παλεύουν να
κατακτήσουν την εξουσία ή μερικά κομμάτια της. Το μακροπρόθεσμο σχέδιο αυτών
των πολιτικών είναι να λυγίσουν ολόκληρη την κοινωνία των εργαζομένων με έναν
συνεχή τρόπο στο νόμο του κέρδους και στις αποφάσεις των χρηματοπιστωτικών
αγορών.
Και είναι η
ψήφος στο Κομμουνιστικό Κόμμα που δίνει δύναμη στο αίτημα της πλειοψηφίας των
εργαζομένων για μια άλλη πολιτική προς όφελός τους. Με την κομμουνιστική ψήφο
στις 21 Μαΐου θ’ ακουστεί πιο ισχυρή η φωνή των εργαζομένων και μέσα στο
κοινοβούλιο και με την οργάνωση στα ταξικά σωματεία θα γίνουν ισχυροί οι
εργαζόμενοι ν’ αγωνίζονται και να διεκδικούν. Ψηφίζοντας το κομμουνιστικό κόμμα
πρώτα απ’ όλα αυτή θα είναι μια ψήφος
υπέρ του πνεύματος της αντίστασης, αυτό το πνεύμα που τόσο λείπει και είναι
τόσο αναγκαίο στην εποχή μας. Ο
εργαζόμενος ψηφίζοντας ΚΚΕ ψηφίζει το κόμμα που είναι δικό του, το κόμμα των
εργατών, που κουβαλά και ενσαρκώνει τις
ελπίδες και την πίστη τους, τη θέλησή τους για έναν καλύτερο, πιο ανθρώπινο
κόσμο, με περισσότερη αλληλεγγύη. Το να ψηφίζεις κομμουνιστές είναι να ψηφίζεις
όλους αυτούς που παρά τις δυσκολίες και τη δυστυχία έδωσαν στο προλεταριάτο
όλου του κόσμου την ελπίδα ενός δικαιότερου κόσμου, με τους αγώνες και τη θυσία
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου