Στα οκτώ χρόνια που
προγράμματα λιτότητας επιβάλλουν περικοπές μισθών και συντάξεων, υψηλή
ανεργία, μερική απασχόληση, περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων κλπ. τέτοιο πλήθος
δεν κινητοποιήθηκε για να διαμαρτυρηθεί, να αποτρέψει, να διεκδικήσει όσο την προηγούμενη
Κυριακή στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης για το όνομα της FYROM. Σ΄ αυτό το συλλαλητήριο, που ευελπιστούν οι εργολάβοι του Μακεδονικού
να το επαναλάβουν σε ενισχυμένη μάλιστα έκδοση στην Αθήνα, φάνηκε πως οι
κίνδυνοι τόσο για αύξηση της εμβέλειας του λόγου των φασιστών όσο και της νομιμοποίησης του, με εκμετάλλευση
των προβλημάτων εθνικού χαρακτήρα, είναι υπαρκτοί. Όπως υπαρκτός είναι και ο
προβληματισμός για την επιρροή που ακόμα ασκούν, σε μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού, ό,τι ονομάζουμε εθνικά θέματα.
Κι εκεί
που είχαν ξεχαστεί τα Βαλκάνια, με τις εκκρεμότητες τους, Βοσνία –Ερζεγοβίνη,
τα προτεκτοράτα τους, Κοσσυφοπέδιο, τα ασταθή κράτη τους, FUROM, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για ένταξη στο ΝΑΤΟ της FYROM τα έφεραν ξανά στο προσκήνιο, έστω και κάπως περιθωριακά
ακόμα. Δεκαετίες τώρα στα Βαλκάνια γίνονται
προσπάθειες να κρυφτούν κάτω από το χαλί αντιθέσεις, τριβές και συγκρούσεις που
αναζωπυρώνονται κάθε φορά που ιμπεριαλιστικά σχέδια το απαιτούν. Και η κυρίαρχη
πολιτική της Ελλάδας, επειδή η αστική της τάξη τρέχει μήπως και μαζέψει έστω
και κάποιο ψίχουλο από το ιμπεριαλιστικό φαγοπότι, μοιάζει να προσεγγίζει τα συναφή προβλήματα με όρους είτε
μικροπολιτικούς είτε ιδεολογικούς που μοιάζει να απέχουν από την
πραγματικότητα. Το αποτέλεσμα είναι να φαίνεται πως υποδαυλίζεται μια στρεβλή αντιπαράθεση, παρόλο που εδώ και χρόνια η
πραγματικότητα διαψεύδει και τις δυο
αυτές προσεγγίσεις. Όμως έτσι ήρθε η ώρα
που καλείται ο ΣΥΡΙΖΑ ν’ αναλάβει να
λύσει κι αυτή την εκκρεμότητα, με όποιες ανακατατάξεις θα προκληθούν για τη
διαμόρφωση στο εσωτερικό του νέου πολιτικού σκηνικού, στο status quo που έχει παγιωθεί με τα
μνημόνια.
Κι ίσως είναι καιρός πια η μυθολογία
των αυθόρμητων κινημάτων για χειραφέτηση ή αυτοδιάθεση ή ολοκλήρωση, στις διάφορες
κρατικές οντότητες που διαλύονται, να τεθεί στη βάσανο της μαρξιστικής οπτικής,
για να φωτιστούν οι παρασκηνιακές διεργασίες, με μαέστρους μικρούς
ή μεγάλους ιμπεριαλισμούς, που τα προκάλεσαν
και θα συνεχίσουν να τα προκαλούν και να μη μένει στο σκοτάδι ο ρόλος των
μειονοτήτων και η έκταση
της μεθοδευμένης και συνταιριασμένης υποκίνησης τους για εξυπηρέτηση των
ιμπεριαλιστικών σχεδίων.
Ιστορικές
αναφορές, οι οποίες εστιάζοντας σε καταγωγή
και εθνική καθαρότητα, δικαιολογούν πολιτικές επιλογές, θα ήταν αστείες αν δεν απέβαιναν τόσο επικίνδυνες
για την επίδραση που μπορεί να ασκήσουν στις λαϊκές μάζες. Γιατί η επίκληση
στην αρχή της αυτοδιάθεσης και αυτοκαθορισμού των λαών δεν μπορεί να παραβλέπει
τις αιτίες που ένα κράτος όχι μόνο χρησιμοποιεί μια ορισμένη ονομασία, αλλά και
επιμένει σε σύμβολα μιας ιστορικής περιόδου που πολύ λίγη σχέση έχουν με τον
παρόντα χαρακτήρα του κράτους αυτού. Είναι
σαν να γυρίζουμε έναν αιώνα πίσω με την προσπάθεια που γίνεται μέσω του
ονόματος, της ιστορίας, των συμβόλων να ομογενοποιηθεί ένας ανομοιογενής
πληθυσμός και μάλιστα κάποιες φορές στην ιδεολογική βάση μιας μεγάλης ιδέας,
δηλ. της ενοποίησης των τμημάτων της γεωγραφικής περιοχής. Κι αν η αδυναμία να
επιβιώσει αυτόνομα ένα τόσο μικρό κράτος κάνει να μοιάζουν αστείοι οι όποιοι
μεγαλοϊδεατισμοί του, θα πρέπει όμως να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι σκοπιμότητες
και οι στόχοι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων των οποίων η χειραγώγηση και οι
παρεμβάσεις είναι πιο αποτελεσματικές όσο πιο αδύναμες είναι οι κρατικές
οντότητες. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη γειτονιά μας, με τις προσπάθειες
αλλοίωσης της αυτοδιάθεσης των λαών της από τις παρεμβάσεις του ενός ή του άλλου που γίνονται από ντόπιες ή ξένες
δυνάμεις για τα δικά τους συμφέροντα είναι ένα παράδειγμα που στηρίζει αυτή την
άποψη.
Αν
λοιπόν συνεχίζεται και στον
παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί να ενδύονται μ’ ένα
είδος εθνικού μανδύα, είναι επειδή ο
ευμετάβλητος χαρακτήρας του εθνικισμού καθιστά τη λειτουργικότητά του ακόμα
χρηστική και η μαζική και καθολική απήχησή του ευνοεί την πραγματοποίησή τους μέσω αυτού.
Γι’ αυτό ακόμα και στις μέρες μας, ενώ προκρίνονται οι υπερεθνικές ενώσεις καπιταλιστικών συμφερόντων
για την προώθηση όμως των επιλογών τους οι πολιτικοί επικαλούνται και το εθνικό
συμφέρον. Από τα αντιαποικιακά μεταπολεμικά κινήματα που η έννοια του έθνους είχε λάβει
επαναστατικό περιεχόμενο μέχρι τις μέρες μας που η εθνική ταυτότητα έγινε
καταφύγιο για πλατιά στρώματα ανθρώπων που ισοπεδώνει η παγκοσμιοποίηση, η
εθνική συλλογικότητα παραμένει ζωντανή. Γι’ αυτό είναι αρκετά απλουστευτικό να απαξιώνεται και να
διαγράφεται το εθνικό στοιχείο που διαμορφώνει
συλλογικότητες που μοιάζουν αρραγείς και
διαρκείς. Κι επειδή ακριβώς ο εθνικισμός έχει αποκτήσει τη δυνατότητα,
προσαρμοζόμενος και μεταβαλλόμενος κατά τα δοκούν στις νέες συνθήκες, να δίνει
απαντήσεις ακόμα και σε οντολογικού τύπου ερωτήματα, ενώ καλλιεργεί το αίσθημα
του ανήκειν, έστω και ψευδώς, σε κάτι αέναο και διαρκές στο χρόνο, μπορεί να
αποβεί επικίνδυνος. Με την ανατροπή μάλιστα του υπαρκτού σοσιαλισμού και κυρίως
τη κατασυκοφάντησή του και την απαξίωση της μαρξιστικής
οπτικής για την οικονομία, ταξική
συνείδηση και πάλη των τάξεων άφησε μόνη συλλογικότητα για συσπείρωση αντίστασης σε μεγάλα τμήματα του
λαού και πάλι το έθνος.
Και αν μπορεί να χρησιμοποιείται το
έθνος για να συσπειρώνονται κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά ή και συγκρουόμενα
συμφέροντα απέναντι σ’ έναν εξωτερικό κίνδυνο, που η άρχουσα τάξη καθορίζει, όμως
μπορεί να συμβεί ακόμα και μέσα από μια τέτοια εκ των άνω συσπείρωση να
δημιουργηθεί μια τέτοια δυναμική που υποτελείς κοινωνικές τάξεις αποκτώντας ταξική συνείδηση να επιβάλλουν το
δικό τους πλαίσιο και τη δική τους φυσιογνωμία στο εθνικό σύνολο ή ακόμα τονώνοντας
την ταξική τους συνοχή και να συγκρουστούν με άλλες τάξεις ή κοινωνικά στρώματα.
Εν
ολίγοις, ο εθνικισμός παραμένει ένα άδειο κέλυφος που μπορεί να αιχμαλωτίσει τα
λαϊκά στρώματα για να χειραγωγηθούν προς κατευθύνσεις που ελέγχει η άρχουσα
τάξη, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να αναπτυχθεί κι αυτή η δυναμική που θα
σπάσει το κέλυφος για νέα συσπείρωση με ταξική βάση.
Κι αυτό
είναι το δύσκολο έργο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κι εδώ δεν χωρούν ειρωνείες,
χλευασμοί, αφ’ υψηλού κριτική με απλοϊκή επαναστατική ρητορική.
1 σχόλιο:
http://laikhexousia.blogspot.gr/2018/01/blog-post_8.html
Δημοσίευση σχολίου