Και ψηφίστηκε το
πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα της τρίτης αξιολόγησης από 154 βουλευτές,
οι συμπολιτευόμενοι βουλευτές αυξάνονται, με τον πρωθυπουργό να υπεραμύνεται
της πολιτικής του και σχεδόν να καμαρώνει για το καλοκαίρι του 2015, γιατί «Πήραμε
την απόφαση να δώσουμε τη μάχη, να λερώσουμε τα χέρια μας, αλλά να μην
αποδράσουμε» επιμένοντας να υποστηρίζει πως με τις επιλογές του απέδειξε ότι η
αριστερά έχει ρόλο, δεν «αποδρά στα δύσκολα» κι επιλέγοντας να ειρωνευτεί το ΚΚΕ που «Πορεύεται
με τη λογική ότι κάποτε, τη Δευτέρα Παρουσία, θα γίνει η επανάσταση σαν τους
χιλιαστές».
Και δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός που χρησιμοποιεί για την πειστικότητα του λόγου του πρόσφορο λεκτικό, το οποίο δανείζεται από την παρακαταθήκη της αριστερής παράδοσης, με την κατάλληλη επίκληση δεδομένων, τα οποία έχουν προσαρμοστεί διαστρεβλωμένα στην παρούσα πραγματικότητα, και την αντίστοιχη υποκριτική. Ένας ικανός αριθμός ανθρώπων που δηλώνουν αριστεροί, προβληματισμένοι, αγωνιστές, με θυμό κι απογοήτευση αντίστοιχο λεκτικό χρησιμοποιούν. Μοιάζουν έτοιμοι να έρθουν σε ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση κι αναζητώντας αίτιο για την αδυναμία τους να εκφράσουν με πράξεις τη διάθεσή ανατροπής τους κατευθύνουν όλα τα βέλη τους στο κομμουνιστικό κόμμα. Στοχοποιώντας το για την ανικανότητά του να κάνει υπαρκτό κοινωνικό αίτημα, που να προκύπτει από την πάλη των τάξεων, το αίτημα του κοινωνικού σχίσματος δεν κάνουν απλώς κριτική, αλλά ειρωνεύονται τις κινητοποιήσεις χιλιάδων ανθρώπων, χλευάζουν τις κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις των κομμουνιστών, απαξιώνουν στην τελική τη δύσκολη, επίμονη δουλειά των κομμουνιστών στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες. Και κάτω από τόνους λέξεων κραυγάζουν τον εσωτερικό τους μονόλογο, τον εσωτερικό μας μονόλογο, ενσωματωμένοι σ’ ένα σύστημα που αν μας απογοήτευσε όμως δεν μας απέβαλε και μη τολμώντας να συγκρουστούμε μαζί του μεταθέτουμε αλλού τις ευθύνες για την ανημπόρια μας, μονολογώντας δικαιολογίες.
Στην πραγματικότητα αναζητούμε ένα πεδίο όπου τα περιθώρια της παρέμβασής μας να πιστεύουμε πως παραμένουν χωρίς περιστολή, χωρίς στην τελική να διακινδυνεύουμε και πολλά. Και δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι μικροαστοί που θεωρούμε πως η καθήλωσή μας στην απραξία έχει το θετικό πως μας βοηθά να ξαναβρούμε και να επιβεβαιώσουμε αυτό που η δράση μπορεί να μας παρασύρει να παραβλέψουμε. Κι αυτό δεν είναι παρά η αξιοπρέπεια της προσωπικής στάσης που συνιστά στο κάτω κάτω τη θεμελιώδη πολιτική αρετή, γιατί πάνω σ’ αυτό το βάθρο στηρίζει ο καθένας τη συμμετοχή του στη πολιτική προοπτική, όπου γενικώς επαιρόμαστε όλοι πως προσβλέπουμε: τη δίκαιη κοινωνία. Κι είναι εδώ, ιδιαίτερα για τους διανοούμενους μικροαστούς, το προνομιακό πεδίο της παρέμβασής μας. Να αναδείξουμε την αξιοπρέπεια της προσωπικής μας στάσης ως πολύτιμο πολιτικό μας κεφάλαιο, μετατρέποντας την πίκρα της πολιτικής μας περιθωριοποίησης, χωρίς πολιτικό φορέα, σε περηφάνια της προσωπικής μας επιλογής, που συν τοις άλλοις βαυκαλιζόμαστε πως αυτό κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνει πολιτική παραίτηση. Γιατί κι έτσι έχουμε να μάθουμε πολλά, αυτή η πολιτική μας στάση γίνεται πείρα και η πείρα αυτή πυροδοτεί ενέργειες και στάσεις ζωής από όπου μπορούμε να αντλήσουμε τα όσα πολλά έχουμε να πούμε και να προτείνουμε. Και βέβαια ισχυριζόμαστε πως δεν διαλέγουμε την απόλυτη πολιτική ανυπαρξία μας περιορίζοντας την όποια παράταξη πρεσβεύουμε στην προσωπική στάση του καθενός. Αντίθετα, πιστεύουμε πως μόλις φέγγει αχνά εκείνος ο ολότελα καινούργιος κόσμος τον οποίο εμείς βλέπουμε και στον οποίο εμείς στοχεύουμε ξεκάθαρα. Μόνο να μην προτρέξουμε, το πολιτικό περιεχόμενο της προσωπικής στάσης του καθενός δεν θα προκύψει με τον πειθαναγκασμό μιας οσοσδήποτε πεφωτισμένης πολιτικής πρότασης.
Και δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός που χρησιμοποιεί για την πειστικότητα του λόγου του πρόσφορο λεκτικό, το οποίο δανείζεται από την παρακαταθήκη της αριστερής παράδοσης, με την κατάλληλη επίκληση δεδομένων, τα οποία έχουν προσαρμοστεί διαστρεβλωμένα στην παρούσα πραγματικότητα, και την αντίστοιχη υποκριτική. Ένας ικανός αριθμός ανθρώπων που δηλώνουν αριστεροί, προβληματισμένοι, αγωνιστές, με θυμό κι απογοήτευση αντίστοιχο λεκτικό χρησιμοποιούν. Μοιάζουν έτοιμοι να έρθουν σε ρήξη με την υπάρχουσα κατάσταση κι αναζητώντας αίτιο για την αδυναμία τους να εκφράσουν με πράξεις τη διάθεσή ανατροπής τους κατευθύνουν όλα τα βέλη τους στο κομμουνιστικό κόμμα. Στοχοποιώντας το για την ανικανότητά του να κάνει υπαρκτό κοινωνικό αίτημα, που να προκύπτει από την πάλη των τάξεων, το αίτημα του κοινωνικού σχίσματος δεν κάνουν απλώς κριτική, αλλά ειρωνεύονται τις κινητοποιήσεις χιλιάδων ανθρώπων, χλευάζουν τις κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις των κομμουνιστών, απαξιώνουν στην τελική τη δύσκολη, επίμονη δουλειά των κομμουνιστών στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες. Και κάτω από τόνους λέξεων κραυγάζουν τον εσωτερικό τους μονόλογο, τον εσωτερικό μας μονόλογο, ενσωματωμένοι σ’ ένα σύστημα που αν μας απογοήτευσε όμως δεν μας απέβαλε και μη τολμώντας να συγκρουστούμε μαζί του μεταθέτουμε αλλού τις ευθύνες για την ανημπόρια μας, μονολογώντας δικαιολογίες.
Στην πραγματικότητα αναζητούμε ένα πεδίο όπου τα περιθώρια της παρέμβασής μας να πιστεύουμε πως παραμένουν χωρίς περιστολή, χωρίς στην τελική να διακινδυνεύουμε και πολλά. Και δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι μικροαστοί που θεωρούμε πως η καθήλωσή μας στην απραξία έχει το θετικό πως μας βοηθά να ξαναβρούμε και να επιβεβαιώσουμε αυτό που η δράση μπορεί να μας παρασύρει να παραβλέψουμε. Κι αυτό δεν είναι παρά η αξιοπρέπεια της προσωπικής στάσης που συνιστά στο κάτω κάτω τη θεμελιώδη πολιτική αρετή, γιατί πάνω σ’ αυτό το βάθρο στηρίζει ο καθένας τη συμμετοχή του στη πολιτική προοπτική, όπου γενικώς επαιρόμαστε όλοι πως προσβλέπουμε: τη δίκαιη κοινωνία. Κι είναι εδώ, ιδιαίτερα για τους διανοούμενους μικροαστούς, το προνομιακό πεδίο της παρέμβασής μας. Να αναδείξουμε την αξιοπρέπεια της προσωπικής μας στάσης ως πολύτιμο πολιτικό μας κεφάλαιο, μετατρέποντας την πίκρα της πολιτικής μας περιθωριοποίησης, χωρίς πολιτικό φορέα, σε περηφάνια της προσωπικής μας επιλογής, που συν τοις άλλοις βαυκαλιζόμαστε πως αυτό κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνει πολιτική παραίτηση. Γιατί κι έτσι έχουμε να μάθουμε πολλά, αυτή η πολιτική μας στάση γίνεται πείρα και η πείρα αυτή πυροδοτεί ενέργειες και στάσεις ζωής από όπου μπορούμε να αντλήσουμε τα όσα πολλά έχουμε να πούμε και να προτείνουμε. Και βέβαια ισχυριζόμαστε πως δεν διαλέγουμε την απόλυτη πολιτική ανυπαρξία μας περιορίζοντας την όποια παράταξη πρεσβεύουμε στην προσωπική στάση του καθενός. Αντίθετα, πιστεύουμε πως μόλις φέγγει αχνά εκείνος ο ολότελα καινούργιος κόσμος τον οποίο εμείς βλέπουμε και στον οποίο εμείς στοχεύουμε ξεκάθαρα. Μόνο να μην προτρέξουμε, το πολιτικό περιεχόμενο της προσωπικής στάσης του καθενός δεν θα προκύψει με τον πειθαναγκασμό μιας οσοσδήποτε πεφωτισμένης πολιτικής πρότασης.
Λες και
η επανάσταση, που δεν είναι καθόλου σίγουρο πως στην πραγματικότητα την
επιδιώκουμε κατηγορώντας γι’ αυτό τους …άλλους, είναι ένα ξαφνικό ανάβρυσμα εξεγέρσεων όπου στον κοινό σωρό
προσθέτει ο καθένας τη δική του. Κι ενώ ο
όποιος πόλεμος θέλει την πειθαρχία του, εμείς αφηνιάζουμε μπροστά σε επιβλημένους
θεούς, ακόμα κι αν διακηρύττουμε πως στους ίδιους πιστεύουμε, και δεν ανεχόμαστε εμπαιγμούς στο
πεδίο του πνεύματος, το πνεύμα μας ανήκει, δηλ. ανήκει στον πιο δυνατό. Δεν
υποτασσόμαστε σε μια αγωνιστική πειθαρχία, γιατί δεν είναι παρά ένα συμβόλαιο
σκλαβιάς, ακόμα κι αν είναι μια σκλαβιά συμφωνημένη και πρόσκαιρη για ένα σκοπό
που δικαιολογεί θυσίες.
Λόγια,
λόγια…. Ανίκανοι να πολεμήσουμε δεν δεχόμαστε την πρόκληση και μιλάμε, μιλάμε
χωρίς πράξεις…
Έξω από την πράξη πια όλα φαντάζουν ψέματα.
Έξω από την πράξη πια όλα φαντάζουν ψέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου