Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

ΑΠΟ ΠΑΝΙΚΟ ΣΕ ΠΑΝΙΚΟ

 Ο πόλεμος, η φτώχεια μέχρι πλήρους εξαθλίωσης δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους σε μια ολόκληρη γενιά, παρά μόνο από μακριά, τις περισσότερες φορές μάλιστα ιχνογραφημένα κάτω από ωραία σκηνικά ή από ιδέες, κατέληγαν σε θέαμα ρομαντικό ή θέμα για συζήτηση ηθικής ή μεταφυσικής και σπανιότερα πολιτικής. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, ο πιο κοντινός μας, σε μερικούς μήνες διευθετήθηκε στην σκακιέρα της πολιτικής και ύστερα ξεχάστηκαν οι πληγές που άνοιξε, αφού δεν αφορούσαν τα δικά μας σώματα. Κι ύστερα ήρθαν τα μνημόνια και ψάχναμε τον οφειλέτη για τη διάψευση των προσδοκιών μας, γεμάτοι πίκρα και παράπονα. Κι αφού δεν τολμήσαμε να παλέψουμε,  συνηθίσαμε να δεχόμαστε τα πράγματα σαν μια τάξη φαινομένων που ρυθμίστηκαν από νόμους, μια φορά και για πάντα, και πήραν τη θέση τους στη ζωή. Και η πλειοψηφία με σκυμμένο κεφάλι άρχισε πάλι να μαζεύει ψίχουλο το ψίχουλο  από τα αποφάγια προνομιούχων και των παρατρεχάμενών τους που παραπλανούν με ψεύτικες υποσχέσεις στο διηνεκές. 
      Μετά λοιπόν από τα μνημόνια της φτωχοποίησής μας, την πανδημία με την κατάρρευση του συστήματος υγείας και τις απαγορεύσεις, έρχεται και ο πόλεμος με τις  πρώτες συνέπειές του που χρησιμοποιούνται για να τσακιστεί κάθε αντίδραση και διαμαρτυρία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μετατοπίσει δραματικά και βαθιά το επίκεντρο της κύριας πολιτικής και μονοπωλεί την  προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Και όπως είναι αποδεδειγμένο οι πολεμικές καταστάσεις συνοδεύονται από τεράστια επίπεδα προπαγάνδας και λογοκρισίας, διογκωμένα συναισθήματα και μια σχετική ευκολία με την οποία η κυρίαρχη εξουσία  μπορεί να υπαγορεύει τα περιγράμματα του δημόσιου και πολιτικού διαλόγου. Και η αναζήτηση της αλήθειας, ακόμα και στην απλή περιγραφή της πραγματικότητας μοιάζει με σισύφειο έργο. Η προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης έχει φτάσει σε επίπεδα στα οποία η πραγματικότητα μοιάζει να έχει εξαφανιστεί πίσω από αλλεπάλληλες εκδοχές της που δικαιολογούν με μυθεύματα  επιλογές των εμπλεκομένων. Ακόμα και ο πόνος και η απόγνωση των ανθρώπων του πολέμου μοιάζει να τα αφορά στο βαθμό μόνο που δικαιώνουν τις πολιτικές επιλογές που θέλουν να προωθήσουν.  Αντί  να στοχεύουν στην ενημέρωση του κοινού για την περίπλοκη εικόνα στην Ουκρανία και τις αποτυχίες της μεταψυχροπολεμικής τάξης στην Ευρώπη μ’ ένα ΝΑΤΟ που προσπαθεί να δικαιολογήσει την ύπαρξή του, τα μέσα ενημέρωσης έχουν αυξήσει τις εχθρικές συμπεριφορές μεταξύ των πληθυσμών στη Δύση και στη Ρωσία.  Οι καθοδηγητές  της κοινής γνώμης που γνωρίζουν τις περιπλοκές των διεθνών σχέσεων ρίχνουν λάδι στη φωτιά, και χρησιμοποιούν γι' αυτό το σκοπό και τη φρίκη του πολέμου προετοιμάζοντας, σε τί , την κοινή γνώμη;                                                          Ο λόγος που αρθρώνεται τόσο από την Νατοϊκή Δύση όσο και από τη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία θέλει να οδηγήσει στην αυτοδικαίωση των ενεργειών τους. Η κάθε πλευρά έσπευσε να κατηγορήσει την άλλη ότι υπέθαλπε την επιθετικότητα. Το ΝΑΤΟ των ΗΠΑ κατηγορεί τη Ρωσία ότι υπονόμευε την ανεξαρτησία της Ουκρανίας αρνούμενη να αποδεχτεί  το δικαίωμά της να συνάψει τις συμμαχίες που η ίδια η Ουκρανία δηλώνει ότι θέλει. Από την άλλη η Ρωσία αντιμετώπιζε την πρόθεση της  νατοϊκής επέκτασης προς ανατολάς ως κάτι που απειλεί την ίδια. Και η απόδειξη της είναι το πραξικόπημα του 2014 που ενορχηστρώθηκε από την πρεσβεία των ΗΠΑ με τον Τζ. Πράιατ και τη Β. Νούλαντ, όπως αποκαλύφθηκε σε κλήσεις που διέρρευσαν. Το πραξικόπημα, οι παραστρατικοποιημένες οργανώσεις, η σφαγή του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ, η καταπάτηση των συμφωνιών του Μινσκ και η απειλή  ανάπτυξης του ΝΑΤΟ,  κατά τη Ρωσία, την ανάγκασαν να επέμβει. Συγχρόνως, ο αντιφασισμός και αποναζισμός ως δικαιολογίες για τον πόλεμο προωθούνται από τη Ρωσία, ένα καπιταλιστικό κράτος που αποκηρύττει τον κομμουνισμό, ενώ η Δύση έχει υποβαθμίσει, ενώ υποθάλπει,  τη σημασία των νεοφασιστικών ομάδων.
         Κι έτσι χειραγωγημένοι, βρισκόμαστε σε μια συνεχή κατάσταση πανικού, από τον πανικό της πανδημίας στον πανικό του πολέμου,  για να μην ξεχάσουμε στα καθ’ ημάς και τον πανικό της χρεοκοπίας, ώστε να  είμαστε ανίκανοι να αντισταθούμε σε αυταρχικές πολιτικές και  σε προώθηση πολιτικών και οικονομικών επιλογών που στρέφονται εναντίον μας. Η αποδυνάμωση της παγκόσμιας οικονομίας θα δικαιολογήσει τη μείωση έως εξαφανίσεως των κρατικών δαπανών από την πρόνοια και την κοινωνική ασφάλεια που θα επικεντρωθούν στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, ενώ η άρχουσα τάξη δεν θα παραλείψει να …απαλλοτριώσει όλες τις αποταμιεύσεις των εργαζομένων και τα περιουσιακά τους στοιχεία. Τα τελευταία χρόνια με την μνημονιακή πολιτική και την πανδημία  έχουμε γνωρίσει πολλά για την προπαγάνδα, τη σύγκρουση συμφερόντων, τα επίπεδα διαφθοράς που υπάρχουν τόσο σε εθνικούς όσο και παγκόσμιους θεσμούς και τους στόχους της κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής. Γι’ αυτό δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίζουμε να υποχωρούμε από τη μια κρίση στην άλλη, έρμαιοι της προπαγάνδας, και να επιτρέπουμε να αξιοποιούνται τα συναισθήματά μας, στα πλαίσια της μοδάτης ενσυναίσθησης,  από εκείνους που κατέχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία.                                                                    Σήμερα υπάρχει σύγχυση σχετικά με το τι θα σημάνουν οι κυρώσεις στη Ρωσία στο μέλλον της Ε.Ε, ιδιαίτερα στο ενεργειακό ζήτημα, όπως και αν ο πόλεμος της Μόσχας στην Ουκρανία θα εξυπηρετήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Φαίνεται πως δεν είναι ξεκάθαρο εάν οι πολιτικές στην τρέχουσα κρίση βασίζονται σε μια ευρύτερη άποψη για τις πιθανές επιπτώσεις, αφού  τα θεμελιώδη ερωτήματα, όπως φαίνεται, παραμένουν αναπάντητα. Έτσι π.χ ποιο στρατηγικό σκοπό εξυπηρετούν οι οικονομικές κυρώσεις και ο εμπορικός πόλεμος  κατά της Ρωσίας, από δυτική σκοπιά, ή  αυτό το καθεστώς των κυρώσεων δεν ενδιαφέρει τη Δύση μήπως προωθήσει μια κινεζορωσική προσέγγιση; Το να υποστηρίζεται από τους δυτικούς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ότι δεν μπορούν να αποδεχτούν, κι εμείς να το πιστεύουμε, τη ρωσική εισβολή ως θέμα αρχής, κι επομένως αψηφούν τις μακροπρόθεσμες  επιπτώσεις των μέτρων είναι τελείως απλοϊκό κι έξω από την πραγματικότητα.  Οι απλοϊκές αναγνώσεις της πραγματικότητας που διοχετεύονται από τα ΜΜΕ αποκοιμίζουν οδηγώντας μας ή σε έναν  ανεξέλεγκτο πανικό ή σε έναν επικίνδυνο εφησυχασμό. Για να μένει στο περιθώριο ο λαϊκός παράγοντας.

              

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

 

Η απόφαση της Ρωσίας στις 24 Φεβρουαρίου να ξεκινήσει στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία προκάλεσε αντιδράσεις ανά τον κόσμο, με πολλά κράτη να καταδικάζουν έντονα τις ενέργειες της και άλλα να περιορίζονται σε γενικότερες εκκλήσεις για αποκλιμάκωση από όλες τις πλευρές και επιστροφή στον διπλωματικό διάλογο. Με τη δική μας κυβέρνηση να δηλώνει βιαστικά  παρών  στην μεριά αυτού που θεωρεί πιο δυνατού,  μήπως και μαζέψει κάποια ψίχουλα από το φαγοπότι του πολέμου, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στον λαό,  στο όνομα του οποίου κυβερνά.   Η απειλή όμως να εξελιχτεί αυτή η επίθεση  στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση που να πυροδοτήσει εκτός ελέγχου αλυσιδωτές αντιδράσεις μοιάζει πραγματική και ήδη έχουν διαμορφωθεί τα δυο στρατόπεδα. Των ΗΠΑ με αιχμή του δόρατος το ΝΑΤΟ που πίσω του στοιχίζεται όλη η ΕΕ, και της Ρωσίας, το καθένα με τα δικά του συμφέροντα. Κι ανάμεσα οι λαοί που όταν δεν σφαγιάζονται υποχρεώνονται σε τόσους συμβιβασμούς για να δέχονται την κατάσταση όπως είναι, ελπίζοντας να επιβιώσουν με κυρτωμένη τη ράχη  κάτω από το βάρος της  κυρίαρχης τάξης.    
          Κι ενώ στην Ουκρανία το σκηνικό πολέμου όπως σκηνοθετείται από τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι αρκούντως διαφωτιστικό, καθώς η ενημέρωση στον πόλεμο τείνει να ταυτιστεί με την προπαγάνδα, το μόνο βέβαιο είναι πως η ουκρανική κρίση θα επηρεάσει, και μακροπρόθεσμα, κάθε σφαίρα της ζωής σε όλον τον κόσμο. Ήδη μια τεράστια αύξηση στρατιωτικών δαπανών ανακοίνωσε ο καγκελάριος Σόλτς, κατά τη διάρκεια μιας έκτακτης κοινοβουλευτικής συνόδου για την Ουκρανία. Μοιάζει να γενικεύεται και να επεκτείνεται η κούρσα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Είναι που οι  πόλεμοι και οι απειλές, η αμυντική βιομηχανία και η ισχύς των ιμπεριαλιστών αλληλοεξαρτώνται. Η αποδυνάμωση της αμυντικής βιομηχανίας σημαίνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό  αποδυνάμωση της ραχοκοκαλιάς της καπιταλιστικής οικονομίας και υπονόμευση της δύναμης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Γι’ αυτές, σημείο εκκίνησης για την παγκόσμια στρατηγική τους είναι είτε να αναζητήσουν ευκαιρίες είτε να βάλουν εχθρικούς στόχους για να δημιουργήσουν εντάσεις ή να επέμβουν άμεσα με όπλα. 
         Σε αντίθεση με τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν  ότι το τέλος του ψυχρού πολέμου θα αποφέρει ειρήνη, εδώ μιλούσαν και για το τέλος της ιστορίας,  η στρατηγική των ΗΠΑ συνέχισε να αποτελεί μια νέα απειλή για τον κόσμο.  Μετά μάλιστα τη διάλυση του Σύμφώνου της Βαρσοβίας δεν ετέθη ποτέ το βασικό μάλιστα ερώτημα που θα έπρεπε, δηλ.  γιατί υπήρχε το ΝΑΤΟ μετά το 1990. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου ως στρατιωτική συμμαχία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, με ηγέτη τις ΗΠΑ, για να περιορίσει τον κομμουνισμό και να αντιμετωπίσει επιθετικά τη Σοβιετική Ένωση και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το ΝΑΤΟ δεν διαλύθηκε όταν διαλύθηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες   πίεσαν να συμπεριλάβουν τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Το νέο δόγμα του  επεκτείνει τη στρατιωτική του ισχύ στην Ανατολική Ασία, την Αφρική ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου όπου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ αισθάνονται ότι απειλούνται τα συμφέροντά τους.   Απόδειξη της δύναμης των  ΗΠΑ είναι πως  δεν περιορίζουν τη στρατιωτική δράση στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και στην εντολή που δίδεται στο Συμβούλιο Ασφαλείας σχετικά.  Παράδειγμα, η   στρατιωτική δράση κατά της Γιουγκοσλαβίας που παρέκαμψε εντελώς τα Ηνωμένα Έθνη. Η νέα στρατηγική αντίληψη που ήδη σκιαγραφήθηκε από την 50η επέτειό του έχει υποβαθμίσει περαιτέρω τα Ηνωμένα Έθνη ως ένα απλό βοηθητικό όργανο που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο μόνο εάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αποφασίσουν να το αφήσουν να το κάνει.
          Οι ΗΠΑ αναμφισβήτητα θέλουν να επιβάλλουν την κυριαρχία της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος τους σε συνδυασμό με το αυξανόμενο μονοπώλιο στη χρήση της υψηλής τεχνολογίας για στρατιωτικούς σκοπούς. Συνεχίζουν λοιπόν να διατηρούν και αναπτύσσουν την τρομερή στρατιωτική τους ισχύ για έναν παγκόσμιο ρόλο που περιλαμβάνει την προστασία και διατήρηση της ιμπεριαλιστικής τάξης. Επιπλέον χρησιμοποιούν τη συντριπτική τους δύναμη για  να ασκούν την ηγεμονία τους, ενώ οι επιθέσεις σε πολύ αδύναμες τρίτες χώρες πέρα από εξασφάλιση συγκεκριμένων υλικών συμφερόντων, εδραιώνει την αξιοπιστία και τη φήμη της ως παγκόσμιας υπερδύναμης. Σε σχέση μάλιστα με τη Ρωσία,  παρά τις υποσχέσεις και τις συμφωνίες μ’ αυτήν να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά μέχρι τα σύνορα της, συνέχιζαν να πιέζουν, ενώ γνώριζαν ποια θα ήταν η απάντηση. Και δεν είναι αυτή μια  πρωτοφανής συμπεριφορά. Όταν πριν εξήντα περίπου χρόνια οι ΗΠΑ περικύκλωσαν ολόκληρη την ΕΣΣΔ με στρατιωτικές τους βάσεις, και αυτή προσπάθησε  το ίδιο με μία μόνο βάση στην Κούβα, οι ΗΠΑ απείλησαν να εξαφανίσουν την ανθρωπότητα. Άλλωστε η ιμπεριαλιστική Δύση  το ίδιο κάνει και  με την Κίνα διακηρύσσοντας ότι η Κίνα δεν μπορεί να εμποδίσει την πρόσβασή της σε μέρη της θάλασσας της Νότιας Κίνας. Την ίδια στιγμή που ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυρίζεται ότι το δυτικό ημισφαίριο είναι η αυλή της και οποιαδήποτε χώρα σε αυτό μπορεί να παραβιαστεί εδαφικά μόνο και μόνο επειδή το θέλει. 
          Καθώς λοιπόν υπάρχουν δύο χώρες που διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους και τη στρατιωτική δύναμη για να αμφισβητήσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα, η παγκόσμια στρατιωτική στρατηγική των ΗΠΑ τις θεωρεί απειλή. Η επέκταση λοιπόν του ΝΑΤΟ προς ανατολάς πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της ανάγκης να περιοριστεί και να τιθασευτεί η Ρωσία και στα πλαίσια αυτά πρέπει να ενταχθεί η αντίδραση της Ρωσίας. Κι αν η Ρωσία δεν έχει τόση οικονομική δύναμη για να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας τα συμφέροντά της,  έχει όμως τη στρατιωτική της δύναμη, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων όπως ο Β. Πούτιν υπενθύμισε, που μπορεί να υποστηρίξει τη σκληρή της στάση. 
         Κι αν η σημερινή Ρωσία  με τις δικές της ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες δεν έχει καμιά σχέση με τη Σοβιετική Ένωση, κληρονόμησε όμως απ’ αυτή την όποια δύναμη έχει τώρα και ο Πούτιν καταχράται το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης για τη δική του επίδειξη δύναμης που τον φέρνουν σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ που τις ακολουθούν.    
           Όταν λοιπόν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και Ρωσίας  με τη δύναμη που έχουν για τα συμφέροντα τους, επιδιώκοντας  να διευρύνουν τη σφαίρα επιρροής τους οδηγούνται σε πόλεμο, είναι οι λαοί που θα πληρώσουν το τίμημα. Γιατί οι λαοί που θεωρούν πως αυτές οι συγκρούσεις  δεν είναι δική τους υπόθεση,  όταν εκείνοι στους οποίους έχουν αναθέσει  να σκέφτονται για λογαριασμό τους,  δηλ. η κυρίαρχη τάξη με την κυβέρνηση της, τους  πηγαίνουν στο πόλεμο τότε θεωρούν πως πρέπει να πάνε. Και μετά δεν έχουν το περιθώριο ούτε ιμπεριαλιστή να διαλέξουν.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ

 Ανάμεσα στα άλλα ηχηρά  νέα περί Ουκρανίας, ενεργειακής ακρίβειας, τούρκικων απειλών, στριμώχτηκε και η είδηση για την ηλικιωμένη που λόγω οικονομικών δυσκολιών έκλεψε τρόφιμα από σούπερ μαρκετ LIDL στο Ίλιον. Το οποίο σούπερ μάρκετ,  μετά την αρχική του άρνηση να σταματήσει τις νομικές διαδικασίες σε βάρος της,  αναγκάστηκε εξαιτίας των αντιδράσεων που ξεσηκώθηκαν στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης να βγάλει μια διφορούμενη ανακοίνωση περί λήξης του θέματος που δημιουργήθηκε, με κάποια  μέσα ενημέρωσης να κάνουν λόγο και για  παρέμβαση από το υπουργείο Ανάπτυξης.   
        Αυτό το περιστατικό θέτει προβληματισμούς της κοινωνικής πολυπλοκότητας μιας καπιταλιστικής κοινωνίας κι ας μοιάζει ασήμαντο και καθημερινό, γιατί βέβαια δεν είναι το μοναδικό. Κουβαλά τα διαφανή σημάδια βασικών της ιδεών, των οποίων είναι η ενσάρκωση, της εργοδοτικής αναλγησίας, της φιλανθρωπίας των πελατών, της επιδεικνυόμενης κυβερνητικής ευαισθησίας. Στις σχετικές  με το περιστατικό πληροφορίες υπογραμμίζεται από τη μια η άρνηση του υπεύθυνου του καταστήματος να μη κινήσει τις νομικές διαδικασίες εναντίον της, παρόλο που πελάτες προσφέρθηκαν να πληρώσουν το αντίτιμο των κλοπιμαίων, από την άλλη τονίζεται η εκδήλωση φιλάνθρωπων αισθημάτων από αστυνομικούς και πελάτες με το αίτημά τους για επιείκεια του καταστήματος, στις οποίες  προστέθηκε και ο κυβερνητικός αξιωματούχος μ’ έναν τρόπο που να μη αντιπαρατίθεται με το σούπερ μάρκετ. 
       Διαβάζοντας και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαπιστώνει κανείς ότι κι αυτό το περιστατικό αντιμετωπίζεται ως μια ευκαιρία για μαθήματα ηθικής και αρετής και όχι για αναθεώρηση της σημασίας της φιλανθρωπίας. Γενικά στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, παρόλο που ξεκάθαρα δεν αμφισβητείται ο ορθολογισμός ή η ιστορική προοπτική  των κοινωνικών αντιλήψεων, τα διακυβεύματα σχετικά με το καλό δεν φαίνεται να εκτρέπονται από τον παραδοσιακό άξονα τους, τον χριστιανικό, προς ένα ανοιχτά κοσμικό, ιστορικό και πολιτικό ορίζοντα αξιών. Το ίδιο και η φτώχεια, πέρα από στατιστικές, αντιμετωπίζεται  ως μια δεδομένη κι ανεξέλεγκτη οικονομική και κοινωνική κατάσταση, υπονοώντας ότι και η δυστυχία των εκμεταλλευομένων τάξεων πέρα από άδικη κάποιες φορές, μπορεί τις περισσότερες φορές να είναι και επάξιά τους. Κι αν δεν δηλώνεται ρητά, σιωπηλά όμως γίνεται αποδεκτό ο άξονας της προοπτικής του προβλήματος αντιμετώπισης της φτώχειας να μην μετατοπίζεται από το θεολογικό, ή, πιο …ορθολογικά, το ηθικό  επίπεδο στο πρακτικά οικονομικό και κοινωνικό. Στην προκειμένη λοιπόν  περίπτωση διαπιστώνουμε ότι οι προβληματισμοί περιστρέφονται γύρω από το παράνομο της πράξης, την αισιοδοξία για την καλοσύνη του καταστήματος που πιθανόν να μην αρνιόταν αν είχαν ζητηθεί τα  τρόφιμα σε μορφή ελεημοσύνης. Τελικά δηλ. για να επιβιώσει κανείς  καλύτερα είναι να περιμένει, κάνοντας υπομονή, τον οίκτο των εχόντων, αναζητώντας ή δουλειά ή την ευσπλαχνία τους. Εξάλλου το οξύμωρο φτωχός αλλά τίμιος στοιχειώνει ακόμα τα μυαλά των ανθρώπων, με τον δεύτερο όρο να  διορθώνει τον πρώτο  και μ’ αυτήν την μετατόπιση του προβλήματος από την οικονομία στην ηθική, να εξομαλύνεται  αυτή η αντίφαση κάνοντάς την αποδεκτή.
         Κι ενώ ζούμε σ’ έναν αιώνα αφθονίας, που όλο ακούγονται υποσχέσεις για εξάλειψη της φτώχειας, αυτή τείνει να πάρει διαστάσεις, ακόμα και στον αναπτυγμένο κόσμο, μαζικού φαινομένου. Ακόμα κι αν  γίνεται η αντιμετώπιση του προβλήματος της φτώχειας με νέους τρόπους, σε συνδυασμό με παλιούς,  όπως επιδόματα και προγράμματα βοήθειας ή προσωπική φιλανθρωπία ή δεν απορρίπτεται η  επανερμηνεία της προέλευσης  της από αντικειμενικά αίτια επί  των οποίων θα ήταν δυνατό να δράσουμε,  συνεχίζει όμως το κοινωνικό ζήτημα της φτώχειας και εξαθλίωσης άλυτο να στοιχειώνει τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Ούτε λοιπόν και η  αλλαγή της εστίασης στη φύση της φτώχειας, από μια φυσική κατάσταση που παρέχεται από τα σχέδια μιας θεϊκής πρόνοιας στην αναγνώριση ενός ιστορικού και κοινωνικού προβλήματος, δεν φαίνεται να  έλυσε το πρόβλημα, αφού θεωρήθηκε στον καπιταλισμό το άτομο σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνο για την φτώχεια του.
        Είναι γιατί όσο υπάρχει μια κοινωνική κατάσταση που, με βάση τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής, υποστηρίζεται από νόμους που   δημιουργούν τεχνητά κολάσεις για τους ανθρώπους, καμιά επίκληση στο όνομα των αρχών της ισότητας και δικαιοσύνης που υποτίθεται πως βρίσκονται στην πηγή του σύγχρονου δημοκρατικού ιδεώδους δεν θα ενεργοποιήσει κάποιο αόριστο αγαθό μιας υπερβατικής ανθρώπινης φύσης υπέρ εκείνων που υποφέρουν, αν δεν σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο.
        Δεν αρκεί λοιπόν για την εξάλειψη της φτώχειας ούτε η προσωπική φιλανθρωπία ούτε η κοινωνική ευαισθησία της κυβέρνησης, αφού τα όρια τους περιορίζονται στην πρόσκαιρη ανακούφιση της φτώχειας, όσο να μην εξεγείρονται οι φτωχοί,  χωρίς να αντιμετωπίζονται οι αιτίες.  Άλλωστε κάθε φορά που αυτοεπαινείται η κυβέρνηση πως δείχνει το κοινωνικό της πρόσωπο, αυτό δεν σημαίνει άλλο παρά μια υποχώρηση, από το πάλαι ποτε κεκτημένο του κοινωνικού κράτους, σε μια προγενέστερη λογική φιλανθρωπίας.  Όταν επομένως γίνεται αναφορά  και μιλάμε για ευαισθησία των κυβερνώντων διολισθαίνουμε σε λογικές καλής προαίρεσης και ούτε καν σε πολιτικές δεσμεύσεις στη βάση αρχών και αξιών, σαν τα  ανακουφιστικά μέτρα που παίρνονται να είναι μια δωρεά και όχι υποχρέωση και οφειλή.
           Στη φτώχεια των ανθρώπων, στην άτεγκτη συμπεριφορά των εργοδοτών ή υπαλλήλων τους, στις δράσεις φιλανθρωπίας που έχουν έναν συγκυριακό χαρακτήρα  ελεημοσύνης, στις κυβερνητικές  ευαισθησίες των παραπλανητικών επιδομάτων,  αναγνωρίζονται μηχανισμοί του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής, που αυξάνουν τη φτώχεια των εργαζομένων, επιβεβαιώνοντας ότι ο κυρίαρχος νόμος δεν είναι άλλος από την εκμετάλλευση των εργαζομένων, για να παράγουν περισσότερο από ό,τι κοστίζουν για να χρησιμοποιούνται. Και βέβαια ούτε ευαίσθητοι κυβερνώντες ούτε φιλάνθρωποι και ελεήμονες θα λύσουν το πρόβλημα της φτώχειας στις καπιταλιστικές κοινωνίες, όσο οι εργαζόμενοι δεν αμφισβητούν και δεν αγωνίζονται ενάντια στο ίδιο το σύστημα που δημιουργεί εν μέσω τόσου πλούτου τόσους φτωχούς.