Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΥ;

         Στη χώρα  μας, μετά το μνημόνιο, διαπιστώνεται η αύξηση διαφόρων οργανώσεων  είτε νέας μορφής, όπως οι Μη κυβερνητικές, είτε παλιάς, όπως των φιλοπτώχων ταμείων.
          Το βέβαιο είναι ότι γίνεται πια ολοφάνερη η υποχώρηση  από το κεκτημένο του κοινωνικού κράτους  και την παλινδρόμηση σε μια προγενέστερη λογική, αυτή της   φιλανθρωπίας.    
           Η φιλανθρωπία  όμως στηρίζεται περισσότερο σε φυσικές  προδιαθέσεις και ενέργειες καλής θέλησης, παρά σε πολιτικές δεσμεύσεις στη βάση σταθερών αρχών και αξιών. Δεν θεωρείται πια ότι η βοήθεια από το κράτος σε ανήμπορους  υπαγορεύεται από πολιτική υποχρέωση, αλλά αυτές οι δράσεις  καταβάλλεται προσπάθεια  να θεωρηθούν  ότι είναι μια δωρεά και όχι μια οφειλή και  γι’ αυτό τείνουν να πάρουν το χαρακτήρα της ελεημοσύνης.
           Την τελευταία ιδίως δεκαετία άρχισε να αμφισβητείται η ιδέα πως όλος ο πληθυσμός υπόκειται δυνητικά σε κινδύνους και ατυχίες της ζωής και γι΄  αυτό η κοινωνία αναλαμβάνει το κόστος ιατρικής και ασφαλιστικής κάλυψης του καθενός.
          Άλλωστε, η ιδέα ότι το κράτος πρόνοιας λειτουργούσε, στην πράξη, κυρίως ως μηχανισμός αναπλήρωσης  εισοδήματος με εξισωτικές πολιτικές, που  ο καθένας μπορούσε να εκμεταλλευτεί με απάτες, και ισοπέδωνε τους  άξιους,  προβάλλεται συνεχώς και έτσι απαξιώνεται το κράτος πρόνοιας, χρόνια τώρα.
           Την ίδια στιγμή γινόταν και  κριτική  στο κοινωνικό κράτος, πως  δεν είχε ως στρατηγική επιλογή την προσπάθεια κοινωνικής ένταξης και αύξησης της απασχόλησης, αλλά περιοριζόταν σε επιδοματικές πολιτικές, οι οποίες συχνά αποδεικνύονταν αντιφατικές, στο βαθμό που διαιώνιζαν αντί να αίρουν τον κοινωνικό  αποκλεισμό. Η κριτική αυτή ούτε πριν το μνημόνιο ούτε φυσικά τώρα  οδηγούσε σε μια πιο αποτελεσματική πολιτική στον τομέα αυτό, αλλά στην  ανάθεση αυτών των δράσεων σε άλλες οργανώσεις, αρκετά νεφελώδεις.
          Ιδιαίτερα τα   τελευταία δυο χρόνια, δεν  περιορίζεται πια στα λόγια η οπισθοχώρηση από τις αρχές άσκησης κοινωνικής πολιτικής, αλλά με πρόσχημα την οικονομική κρίση  ολοταχώς οδεύουμε σε πλήρη κατάργηση του καθήκοντος της  καθολικής κοινωνικής προστασίας εκ μέρους του κράτους. 
         Το κράτος πια περιορίζεται να εμφανίζεται σαν ένα πρόσωπο φιλεύσπλαχνο κι ακόμα ευσυγκίνητο που προσπαθεί, λόγω της καλής του θέλησης και παρά την οικονομική κρίση,  να κάνει και κάποιες αγαθοεργές πράξεις, και μάλιστα με ένα τρόπο επιλεκτικό και συγκυριακό. Τονίζοντας  η άρχουσα τάξη,   σε όλους τους τόνους,  την τραγικότητα του δημοσιονομικού προβλήματος δικαιολογεί την ελλιπή χρηματοδότηση της  κοινωνικής πολιτικής.
         Και το πιο τραγικό είναι ότι η πλειονότητα της κοινωνίας  αρχίζουμε να θεωρούμε αντικείμενο διαπραγμάτευσης τη χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής του κράτους, έχοντας εσωτερικεύσει και αποδεχτεί   την ιδεολογική αμφισβήτηση για τον καθολικό χαρακτήρα  της κρατικής παρέμβασης και για τη νομιμοποιητική δύναμη  της έννοιας της αλληλεγγύης και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
         Επιμένουμε μάλιστα  να περιθωριοποιούμε την πολιτική και ιδεολογική οπτική, να αποδεχόμαστε τη φιλανθρωπία ως το κύριο μέσο επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων, επαναφέροντας έτσι στο προσκήνιο την αγαθοεργία.
         Επικροτούμε λοιπόν  ιδιωτικού τύπου φιλάνθρωπες πρωτοβουλίες, εν μέρει θέαμα, εν μέρει έρανος ενορίας, που δεν θα πρέπει να  γίνονται μάλιστα αντικείμενο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και που   έρχονται να υποκαταστήσουν το κράτος πρόνοιας που διαλύεται.
       Στα χρόνια μάλιστα  του μνημονίου η διάρρηξη  της σχέσης ασφάλισης και αλληλεγγύης   είναι γεγονός. Η ιδέα της ατομικής  ευθύνης που χρόνια τώρα καλλιεργείται έχει κερδίσει κατά κράτος.
               Κι έτσι πολλαπλασιάζονται οι διάφορες μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και φυσικά και οι παραδοσιακές φιλάνθρωπες, οι οποίες βέβαια δεν έχουν καμιά υποχρέωση, και ούτε και απαιτείται από κανέναν, να συνοδεύουν την όποια βοήθεια  με μια προοπτική σύντομης επανένταξης των εξαθλιωμένων  στον κοινωνικό ιστό.  Με αυτή του είδους τη φιλανθρωπία έχουμε έναν ακόμα ριζικότερο διαχωρισμό οικονομικής και κοινωνικής σφαίρας και φαινομενικά  πλήρη απουσία της πολιτικής. Οι φιλάνθρωπες δράσεις οφείλουν να είναι έξω από κάθε ιδεολογική θεώρηση. Ολα είνα θέμα ατομικής πρωτοβουλίας και καλής θέλησης.
         Οι εκκλήσεις  λοιπόν από κάθε είδος κρατούντων να επιδείξουμε την κοινωνική   μας ευαισθησία στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους, προσφέροντας ελεημοσύνες, τι άλλο δείχνουν παρά την προσπάθειά τους να διαχωρίσουν την ανέχεια και την εξαθλίωση από κάθε πολιτικοοικονομική αιτία,  εστιάζοντας σε ατομικές πρωτοβουλίες  ;
             Η αύξηση    των συσστίων, εράνων  κλπ. για άστεγους, άνεργους αποδεικνύουν την χρεωκοπία του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Είναι ψεύτικες λύσεις, πολλές απ΄ αυτές βαθύτατα φαύλες, που περισσότερο μάλλον ενισχύουν αυτό το σύστημα και την ιδεολογία του, οξύνοντας μάλιστα αντικειμενικά το πρόβλημα της φτώχειας. Ετσι εκθειάζεται το άτομο και διδάσκεται η απομυθοποίηση των ιδεολογιών και της πολιτικής ως μακροκοινωνικών λύσεων,  δεν αμφισβητούνται τα θεμέλια της κοινωνικής τάξης ούτε κρίνονται οι πολιτικές επιλογές των κρατούντων.      
            Επιστρέφουν λοιπόν  ξανά   οι κυρίες της  φιλοπτώχου και οι ιδιωτικοί φιλανθρωπικοί οργανισμοί,  για να "παλέψουν" ενάντια στην αθλιότητα του κόσμου, υποκαθιστώντας τοπικά και χρονικά το κράτος;   Επικρατεί  πια η κοινωνική μοιρολατρία;
        Η ταξική αλληλεγγύη να είναι η δική μας συνειδητή απάντηση

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΕΥΣΕΒΕΙΣ ΠΟΘΟΙ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

         Στο ΒΗΜΑ  της Κυριακής ο Πρετεντέρης  θεωρεί τις συνταγές που εφαρμόζει στην Ελλάδα το ΔΝΤ κατάλληλες για το Τρίτο Κόσμο, που πριν όμως τις επιβάλλουν «εκεί τουλάχιστον έπαιρναν τα μέτρα τους: ξεκινούσαν πάντα από  το πραξικόπημα! Καλώς ή κακώς, στην Ελλάδα έχουμε ακόμη δημοκρατία»
        Στο “επταήμερο του Διόδωρου”, πάλι στο Βήμα, ο Ψυχογιός που προπαγανδίζει υπέρ του Παπαδήμου με φαινομενική απλοϊκότητα, «διαχύθηκε το γούρι του σε όλη την Ευρώπη» όπως ισχυρίζεται, καταφέρεται εναντίον των κομμάτων.
      Και σε άλλη σελίδα της ίδιας εφημερίδας ο τίτλος σαν να έρχεται από το παρελθόν «τα συσσίτια επιστρέφουν στα σχολεία»
      Την ίδια στιγμή στο ρ/σ flash, σε σημερινό  πρωινό δελτίο ειδήσεων,  γίνεται  λόγος για την  γενική  απεργία στο Θριάσιο, χωρίς καμιά αναφορά στη μεγάλη απεργία στη χαλυβουργία.
        Ειδήσεις και σχόλια που νομίζεις πως έρχονται από το παρελθόν.
         Ξαναγυρνάμε στη μετεμφυλιοπολεμική  περίοδο που επιδιωκόταν η μεταβολή της πλειοψηφίας της  κοινωνίας σε άμορφη και εξαχρειωμένη μάζα.  Τότε, η φαινομενικά επικρατούσα ιδεολογία δικαίωνε  υποτιθέμενα πατροπαράδοτα ελληνοχριστιανικά ιδεολογήματα ενώ  τώρα απροκαλύπτα  δικαιώνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου με την αποθέωση του κέρδους. Και μάλιστα θέλουν να εκμαιεύσουν και τη συναίνεσή μας σ’ αυτό.
         Η μείωση μισθών και ημερομισθίων, με την παράλληλη  εκρηκτική  αύξηση της ανεργίας, έχουν στόχο, δηλωμένο σε πολλούς τόνους άλλωστε,  τη μείωση του κόστους παραγωγής, δηλ. την  αύξηση  των κερδών των κεφαλαιούχων που θα επικρατήσουν. Η λογική του ατομικού κέρδους και της εκμετάλλευσης θα φτάσει στις ακρότατες συνέπειές της.
         Με τη συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου και τις επαγγελίες για αποτελεσματικότητα, μέσα σε μια κατάσταση προϊούσας παρακμής.  βρήκε πρόσφορο έδαφος και πολλούς οπαδούς το αίτημα για κυβέρνηση από ειδήμονες, τεχνοκράτες και υποτιθέμενους άφθαρτους. Άλλωστε  η επαγγελία της σωτηρίας  της οικονομίας, παρά τις ασάφειές της η μάλλον χάρη σ’  αυτές, προσπαθεί να στηριχτεί  στις νέες ανομοιογενείς συσπειρώσεις πολιτών που  εκφράζονται με  τη δημοσκοπική επιδοκιμασία του εγχειρήματος.
        Το γνωρίζουν  οι κυρίαρχες τάξεις ότι τα πραξικοπήματα με τάνκς  στους δρόμους είναι  παλαιάς κοπής και γι΄ αυτό τα εκσυγχρονίζουν. Ο Πρετεντέρης εμμέσως το ομολογεί. Όπως στη δεκαετία του ’60 το στρατιωτικό πραξικόπημα προηγήθηκε των εκλογών, αφού όμως με τα Ιουλιανά δημιουργήθηκε το κλίμα για να το υποδεχτεί, έτσι και τώρα, με το πρώτο μνημόνιο δημιουργήθηκε το κλίμα για υποδοχή ενός εκσυγχρονισμένου πραξικοπήματος,  το οποίο δεν είναι βέβαιο ότι  η κυβέρνηση Παπαδήμου  δεν είναι απλώς ο πρόλογος.
       Δεν έχει πια καμιά σημασία να απαιτείται από την κυβέρνηση ή τους «επαΐοντες» περισσότερη ή λιγότερη ενημέρωση για την πορεία της οικονομίας. Δεν έχει νόημα να καταγινόμαστε με ελλείμματα, επαχθή δάνεια, δίκαια ή άδικα φορολογικά  ή άλλα μέτρα. Δεν οδηγεί πουθενά να  αποδεχόμαστε προσχηματικούς διαλόγους για να διαμορφωθούν δήθεν προτάσεις για την κρίση.   Κι’ αυτό, γιατί αποδείχθηκε ότι όλες οι προσπάθειες εδώ και δυο χρόνια δικαιολόγησης της  οικονομικής πολιτικής ήταν απλώς δημαγωγικοί πομφόλυγες,  για να μας πείσουν για την αναγκαιότητά της, ώστε να την αποδεχθούμε αναντίρρητα, ενώ ο πραγματικός της στόχος ήταν ακριβώς αυτά που βιώνουμε τώρα.
       Επομένως η αντίδρασή μας πρέπει να είναι γενικευμένη και ταξική, αρκεί να πειστούμε όλοι οι εργαζόμενοι ότι δεν ανήκουμε στην τάξη των προνομιούχων κι ούτε υπάρχει πιθανότητα να ενταχτούμε ποτέ σ’ αυτή.
         Δυο χρόνια τώρα χονδροειδή ψέματα, προκατασκευασμένοι  πολιτικοί διάλογοι, δουλοπρεπείς παροχές  προς την εξουσία, ντόπια και ευρωπαϊκή, εντείνονται και ενθαρρύνονται καθημερινά, μόνο και μόνο για να μπορούμε ακόμα να διατηρούμε ελπίδες για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών τους  και να απελπιζόμαστε για τις δικές μας δυνατότητες.
        Το ΒΗΜΑ, μέσα από τα γραπτά των συνεργατών του, αποκαλύπτει τους ευσεβείς πόθους της άρχουσας τάξης και διαγράφει, με διακριτικότητα ακόμα,  σκηνές από το μέλλον μας.
         Η αστική δημοκρατία πνέει τα λοίσθια και ετοιμάζεται η αντικατάστασή της από πιο εύκολα διαχειρίσιμο, για την κυρίαρχη οικονομικοπολιτική τάξη,  πολιτικό καθεστώς, που θα μπορεί να καταστέλλει η να υπονομεύει άμεσα τις όποιες αντιδράσεις θα πυροδοτήσει η έκρηξη της φτώχειας.
       Η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη, που θα βαφτιστεί κοινωνική αλληλεγγύη, θα είναι ένα από τα μέσα για να μας καθησυχάζουν ναρκώνοντάς μας, ώστε να μη διεκδικούμε και αγωνιζόμαστε.  Η ιδέα της φιλανθρωπίας  έχει σαν στόχο να κάνει κοινωνικά πιο ανεκτή  την εξάπλωση της ανεργίας και της φτώχειας, που θεωρούνται οι αναπόφευκτες συνέπειες του σεβασμού των νόμων της αγοράς, οι οποίοι προπαγανδίζονται ότι  θα μας «σώσουν».
        Θέλουν να ξεχάσουμε ότι οι κατακτήσεις των εργαζομένων ήταν αποτέλεσμα αγώνων   και όχι φιλάνθρωπων παραχωρήσεων από την εξουσία.
     Η μόνη πολιτική που μπορεί να είναι προς το συμφέρον μας είναι της αντίθεσης και της αντίστασης στην κυρίαρχη εξουσία.

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

ΚΟΥΒΑΡΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ


             Η δημοκρατία στον μεταπολεμικό κόσμο ήταν το κύριο ανταλλακτικό εμπόρευμα της Δύσης, που στον καιρό  όμως της κρίσης κατάντησε κι αυτή εκπεσμένη χρηματιστηριακή αξία για την οποία  σχεδόν κανείς δεν νοιάζεται.
            Βιώνουμε αυτή την κατάσταση, της φθαρμένης αστικής δημοκρατίας, εδώ και ενάμιση χρόνο. Συνειδητοποιούμε ότι  αν θέλουμε δημοκρατία, μ’ αυτήν την μορφή που λειτουργούσε στα μεταπολιτευτικά χρόνια,  χρειαζόμαστε  χρήματα, αλλά  όποιος χρειάζεται χρήματα πρέπει  πια ξεκάθαρα να πουλήσει τη δημοκρατία του και την ελευθερία του.
           Σε όλους τους τόνους  επαναλαμβάνεται η αναγκαιότητα περιορισμού των πολιτικών επιλογών και δράσης των ντόπιων κυβερνώντων  σε πλαίσια που δεν θα θίξουν τα συμφέροντα των δανειστών μας,  στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται το ενδιαφέρον για δημοκρατικά δικαιώματα.
             Θέμα συνείδησης  και πολιτικής ηθικής  για τους κυβερνώντες  μας φυσικά και δεν μπαίνει.  Ισα ίσα ο κυνισμός τους  έφτασε σε σημείο να παραδέχονται σχεδόν ότι η συνείδησή τους  αποδείχνει την ελευθερία της με το δικαίωμά της να εξαγοράζεται. Εξάλλου,  μ’  όλες τις ενέργειές τους δείχνουν ότι  τους είναι αρκετό να θέλουν εκείνο για  το οποίοι τους χρειάζονται στην εξουσία.  Και το θέλουν. Αρκεί να τους  πουν ποιο είναι αυτό, για να αναπτύξουν  επιχειρήματα. Και δεν τους απομένει παρά να τα κάνουν  ηχηρά. Όλα  τα δίνουν για την εξουσία.
               Όταν όμως φτάσουν στην εξουσία και την αποχτήσουν οι κάθε είδους κυβερνώντες μας  θα πρέπει και να την κρατήσουν. Και βέβαια  δεν είναι ούτε τότε που πρέπει να υπολογίσει κανείς πως θ’ απαλλαγούν από το κουβάρι της συνδιαλλαγής που χρειάστηκαν για την αναρρίχηση. Θα μένουν εκεί για πάντα, μπλεγμένοι  σαν τις μύγες μες στον ιστό της αράχνης. Όλοι πιάνονται σ’ αυτόν- επιχειρηματίες, τραπεζίτες, πολιτικοί κλπ. Ο ένας εξαρτάται από τον άλλο. Ο οικονομικός φαταλισμός διέπει τα πάντα, κυριαρχεί στα πάντα.
              Εξάλλου η ίδια η Ευρώπη ανερυθριάστως αποκαλύπτει με τις αποφάσεις του γαλλογερμανικού άξονα την περιφρόνηση στη δημοκρατία, ακόμα και στη μορφή που μέχρι πριν λίγο καιρό  υποστήριζε. Κατάντησε η Ευρώπη μια ψευτοδημοκρατία που έχει μαντρώσει τους λαούς της μέσα στο μαντρί του φιλελευθερισμού και σαν κοπάδια  θα τους αφήσει να πεθαίνουν από την πείνα, χωρίς να τους επιτρέπει  να βγουν απ΄ αυτό, περιμένοντας την ώρα που θα τους διαθέσει  αυτή όπως θέλει, για πόλεμο ή για ειρήνη για το δουλική εκμετάλλευση η το σφαγείο.
         Η διεθνής του χρήματος, που εκμεταλλεύεται τους λαούς, συνεχίζει να τους βαυκαλίζει με τις ηχηρές ιδέες της ελευθερίας και δημοκρατίας. Καλύτεροι σύμμαχοι της σ’ αυτό από τον τύπο και τα ΜΜΕ δεν  βρίσκονται.
          Άλλωστε,   κάθε είδους ανεξαρτησίας στον τύπο, τα ΜΜΕ αποκαλύπτεται ξεκάθαρα πως έχει χαθεί. Οσοι ξέρουν να διαβάζουν και να ακούν το καταλαβαίνουν.  Όλα τα ΜΜΕ είναι ένα κουβάρι συμβιβασμών. Κολακεύουν το σημερινό και τον αυριανό κυρίαρχο. Και δεν ξεχνούν να ομνύουν στην αγία δημοκρατία και τα ιερά δικαιώματα του ανθρώπου.
            Στον καιρό της ευμάρειας υπήρχε η πολυτέλεια να αφήνονται  πολλοί  να εκφράζονται ελεύθερα, όχι  όμως χωρίς να αυτοπεριορίζονται,  ώστε  κάθε ενέργειά τους να καταλήγει  ακίνδυνη, για να μην  υπάρχει η παραμικρή παρέκκλιση από το δρόμο που χάραξαν κυρίαρχα κέντρα εξουσίας. Είχαν την ελευθερία να διατυπώνουν  τα ιδεαλιστικά κηρύγματά τους, αρκεί να είχαν  γενικό χαρακτήρα, σε τίποτε και σε κανένα  συγκεκριμένα.  Όλα ένα κουβάρι.
               Ακόμα  κι αν πριν τη κρίση υπήρχαν, είτε στην πολιτική είτε στα ΜΜΕ, κάποιοι τίμιοι, χωρίς χαρακτήρα όμως, που δέχονταν  να παίξουν εκ του φυσικού το ρόλο των ιδεαλιστών  στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ ή στο πολιτικό παιχνίδι, για να τραβήξουν πελατεία, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν λέγανε ψέματα, λειτουργούσαν όμως σαν  δόλωμα που ψάρευαν    πελατεία  στα θολά νερά και πιθανόν να προσπαθούσαν  να ξεχάσουν  το ταπεινωτικό  αυτό λειτούργημα.  Ήταν εύκολο  τότε να δικαιολογούνται πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο, έπρεπε να ζήσουν κι αυτοί, που αλλού να πήγαιναν; Έπειθαν  τον εαυτό τους πως επιτελούσαν  ένα έργο ιερό.
                  Μόνο που στις κοινωνίες μας η όποια ελευθερία συμπλέκεται άμεσα και τελεσίδικα με τον πλούτο. Μόνο ένας πλούσιος θα μπορούσε χωρίς να  περάσει από κανένα ζυγό να θέλει να εκφράζει την ελεύθερη σκέψη του πάνω σε θέματα που αγγίζουν από κοντά τα σημερινά ενδιαφέροντα. Αλλα φυσικά οι πλούσιοι έχουν  πολλά άλλα καλύτερα να κάνουν από το να υπονομεύουν  το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, αποκαλύπτοντας από τι είναι φτιαγμένος ο πλούτος του
                 Το μνημόνιο προκάλεσε τη μεγάλη ρήξη, ακόμα κι αν δεν θέλουμε να την αναγνωρίσουμε. Οσο περνά ο καιρός το ρήγμα θα μεγαλώνει ανάμεσα σ’ αυτούς που προλεταριοποιούνται και σ’ αυτούς που θα εκμεταλλεύονται ετούτη τη διαδικασία, άξιοι φύλακες των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων. Και η ανάγκη για ξεκαθάρισμα συμφερόντων θα γίνεται επιτακτική.
                  Οι όποιες αποφάσεις των διαφόρων Συνόδων Κορυφής  δεν επιβεβαιώνουν παρά τις ατέλειωτες προσπάθειες των κυρίαρχων οικονομικών κέντρων να  μπλοκάρουν τα  δικά μας μονοπάτια ελευθερίας.  Ακόμα και οι διαφωνίες τους δεν θα ανακουφίσουν τα δικά μας βάρη, παρά μόνο αν τις εκμεταλλευτούμε για το δικό μας όφελος.
                     Ολοι αυτοί οι κυβερνώντες απαιτούν από μας νομιμότητα, που οι ίδιοι καθόλου δεν υπολογίζουν, αφαιρώντας μας πίστη και ενεργητικότητα με κίνδυνο να καταλήξουμε οι φοβισμένοι υποστηριχτές της παλιάς τάξης που καταρρέει.
            Ο καιρός που αναγκαστικά  θα πρέπει ο καθένας να διαλέξει στρατόπεδο δεν απέχει και πολύ.

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΕΙΝΑΙ ΑΠΕΡΓΙΑ


         Πολλοί από μας, γεμάτοι ανασφάλεια, φόβο,  απασχολημένοι αποκλειστικά με την επιβίωσή μας σ’ αυτήν την πολιτικοοικονομική  κατάσταση, καταλήγουμε σχεδόν να αδιαφορούμε για όλη την τραγωδία που έχει ήδη ξεκινήσει κι εδώ και στην Ευρώπη, όσο δεν μας αγγίζει άμεσα .
       Η αδιαφορία μας δεν επεκτείνεται φυσικά  στο ίδιο τον εαυτό μας και στο κοντινό μας περιβάλλον,  και βέβαια σε κάποιους από μας  δεν θα μπορούσε να βρει κανείς πιο φανατικούς πολέμιους κάθε κοινωνικής αναστάτωσης.
       Οι περισσότεροι μικροαστοί, εργατικοί και θυσιασμένοι,  δεν έχουμε τις περισσότερες φορές να χάσουμε και πολλά πράγματα από μια αλλαγή. Κι ωστόσο λέξεις όπως απεργία, κατάργηση ιδιοκτησίας, κλπ.   μας πανικοβάλλει.
      Επικαλούμαστε συνεχώς την ανεξαρτησία μας από κόμματα και συνδικάτα και βάζουμε τα χέρια μας να προστατέψουμε την πολύτιμή ελευθερία μας χωρίς να παραδεχόμαστε ότι αυτή είναι πια ένα κόσμημα ξεχαρβαλωμένο, που όλοι οι τυχοδιώκτες  πέρασαν απ’ αυτή και τελικά ό,τι έχει απομείνει είναι αυτό που οι λογιών λογιών τρακαδόροι δεν ενδιαφέρθηκαν να πάρουν. Ληστευόμαστε και σχεδόν χρωστούμε και ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς που μας ληστεύουν, γιατί δήθεν προστατεύουν αυτόν τον κρυφό θησαυρό, που είναι πολύ κρυφός, κανένας δεν υποψιάζεται πως υπάρχει, την ελευθερία μας. Πάνω σ’ αυτό κλέφτες και λεηλατημένοι είμαστε σύμφωνοι.
        Επιμένουμε με υπεροψία στην ματαιοδοξία της ατομικιστικής στάσης, της απομονωμένης από τον υπόλοιπο κόσμο. Παρόλ’ αυτά και τότε η ατομική σωτηρία δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ένα ολίσθημα εγωισμού, αν τουλάχιστον ήταν πραγματοποιήσιμη. Δεν είναι όμως και είναι παραλογισμός να το σκέπτεται κανείς. Πως είναι δυνατό να σώσεις το κλωνάρι ενός δέντρου όταν ολόκληρο το δέντρο είναι καταδικασμένο; Ακόμα κι αν το δέντρο  πεθαίνοντας εξακολουθεί να πρασινίζει αυτό δεν είναι παρά μια τελευταία αναλαμπή. Δεν θα αργήσει να σβήσει κι αυτή. Κολλημένοι πάνω στο εγώ μας, αν βυθομετρήσουμε θα αναγνωρίσουμε πως ο χυμός και η διάρκεια που έχει τα χρωστάει στους αγωγούς που ανεβαίνουν από τη σύνδεσή μας με την  κοινότητα. Για να σωθεί κανείς πρέπει να σώσει  και την κοινότητα ή να καταστραφεί  μαζί της. Και η κοινότητα στην οποία ανήκουμε όλοι οι εργαζόμενοι, μισθωτοί και συνταξιούχοι, περίτρανα αποδεικνύεται με το μνημόνιο ότι είναι η εργατική τάξη.
      Για να είναι  λοιπόν ικανός ο ατομικισμός μας να δράσει, να μην είναι σημαδεμένος από στειρότητα θα πρέπει να αναζητήσουμε  ομάδες να ενταχθούμε.
      Τον τελευταίο καιρό πολλαπλασιάζονται  οι παντιέρες που  κυματίζουν στον αέρα, κι ακόμα κι αν δεν μας συγκινούν οι παντιέρες, ακόμη κι αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στις σημαίες, ξέρουμε όμως πως η πλειοψηφία από μας έχει ανάγκη από την ασφάλεια της ομάδας, της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ακόμα και του κόμματος που υπηρετεί τα συμφέροντά μας.
      Τελευταία,  αυτοί που μιλούσαν εναντίον του μνημονίου έχουν τώρα πολυάριθμη συντροφιά. Στην πρώτη σειρά επαγγελματίες της διανόησης και της πολιτικής που τρυπώνουν παντού,  για να διαποτίσουν με τη μυρουδιά τους που θυμίζει βάλτο, τα πάντα. Σ΄ όλα τα σημεία αρχίζουν και πολλαπλασιάζονται επιτροπές, κινήματα, οργανώσεις μέσα στα οποία προσπαθούν πολλοί να σκαρφαλώσουν στις κορυφές τους, ανάμεσα στις τάξεις των επιφανών. Ακόμα κι αν οι θέσεις αυτές ακόμα δεν κρατιούνται καλά, ωστόσο είναι πολύ αναπαυτικές, για την ώρα. Οσο πιο ψηλά ανεβαίνει κανείς τόσο λιγότερο δρα. Πολλοί, σε πυκνές τάξεις μάλιστα, βρίσκονται σε κίνηση, όχι χωρίς θόρυβο, στις εφημερίδες, στα ΜΜΕ, στις επιτροπές, ακόμα και στα κόμματα του μνημονίου, και κάποιοι έχουν σαν αντικείμενό τους προσωπικά συμφέροντα, εφόσον θέλουν ο ιδεαλισμός τους να αποδίδει.
      Μπορείς όμως να σκεφτείς για λάφυρα αφού πρώτα θα έχει δοθεί η μάχη. Κι αυτή τη στιγμή πρέπει να ζητά κανείς τους κινδύνους και όχι τα οφέλη. Τώρα η μάχη αρχίζει.
       Γι΄  αυτό και η απεργία στη χαλυβουργία έχει τόση τεράστια σημασία.
      Είναι μια καθαρά ταξική απεργία πέρα και σ΄ αντίθεση με τη γενική σύμπραξη  των συνδικαλιστικών οργανώσεων για βασικές  ρυθμίσεις των όρων εργασίας που επιβάλλονται από το μνημόνιο, έτσι που να εξυπηρετούν στόχους της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται.  Οι εργαζόμενοι στη χαλυβουργία αρνήθηκαν  με σθένος συμφωνίες που πολλές έγιναν αποδεκτές σε εθνικό επίπεδο μεταξύ κράτους, εργοδοτών και συνδικαλιστικών οργανώσεων για να περιορίσουν, εν ονόματι της κρίσης, κεκτημένα δικαιώματα εργαζομένων.
       Όλα αυτά τα δυο χρόνια η σύμπραξη της πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων στην πραγμάτωση της οικονομικής πολιτικής ήταν η κατάληξη μιας σειράς ενεργειών επί σειρά ετών, με προεξάρχοντα το συνδικαλιστικό τμήμα του ΠΑΣΟΚ,  με έντεχνες διασπάσεις διαφόρων  συνδικαλιστικών παρατάξεων, με την εξάρτηση από την κρατική χρηματοδότηση, με την απειλή του δικαστικού ελέγχου κλπ.  Ετσι επιτράπηκαν  διαδοχικές προσεγγίσεις της κρατικής παρέμβασης  στις συγκρούσεις στους εργασιακούς χώρους, που στο τέλος δρούσε μόνη της, χωρίς την παραμικρή ανάμειξη των εργαζομένων  η των αυθεντικών εκπροσώπων τους.
       Καταλήξαμε σ΄ ένα συνδικαλισμό που ήθελε να δημιουργήσει  μεταξύ των εργοδοτών και εργαζομένων σχέσεις ειρηνικές, αρμονικές, που ήθελε να απομακρύνει  τη διχόνοια, τις συγκρούσεις, τον ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ των δυο τάξεων και φιλοδοξούσε να εξαφανίσει την πάλη των τάξεων. Εξαφανίζοντας όμως τις προϋποθέσεις  που θα επέτρεπαν στους εργαζόμενους να αυτοαμυνθούν, ήταν εύκολη η παράδοσή τους – όπερ και εγένετο.
    Η απεργία στη χαλυβουργία αναδεικνύει  την ύπαρξη της σύγκρουσης των οικονομικών συμφερόντων εργοδοτών – εργαζομένων, αρνείται τη σιωπή στην οποία  η κυρίαρχη εξουσία αναγκάζει τους εργαζόμενους και  ξεθεμελιώνει τη εργασιακή σχέση, που διαφημίζεται, με βάση την αρμονία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, υποχρεώνοντάς τους τελευταίους  να αποδεχτούν αυτήν την αρμονία εις βάρος τους.
        Ακόμα κι αν γενικά  στα συνδικάτα αντανακλώνται συσχετισμοί  δυνάμεων της κυρίαρχης πολιτικής, οι απεργοί της χαλυβουργίας έδειξαν πως  αυτοί μπορούν να ακυρωθούν.  
     Ολοι οι υπόλοιποι  οφείλουμε να πιέσουμε τα συνδικάτα μας στους χώρους δουλειάς μας για έμπρακτη συμπαράσταση στους απεργούς, που τολμούν ενάντια σ΄ όλον αυτόν τον εκφοβισμό να αγωνιστούν, αντί όπως χιλιάδες άλλοι, σε πιο  εξασφαλισμένους χώρους δουλειάς, να υποκύψουν στο διαφημιζόμενο μικρότερο κακό.
     Τελικά η πραγματική σύγκρουση από την  εργατική  τάξη αρχίζει…

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΑ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ

              Κοντά δυο χρόνια από το μνημόνιο, το οποίο άλλαξε τη ζωή της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και συνεχίζει η κυρίαρχη ιδεολογία, που εξακολουθεί να διαβρώνει τη σκέψη των περισσότερων από μας,  να αλλοιώνει τις αξίες της συλλογικότητας, να εκθειάζει το μερικό και αποσπασματικό, δήθεν καταργώντας τη πρωτοκαθεδρία του συγκεντρωτισμού, να διασκορπίζει τα κριτήρια της αλήθειας, νομιμοποιώντας την επιβεβαίωση της προσωπικής ταυτότητας, σύμφωνα με τις αξίες μιας εξατομικευμένης κοινωνίας. Σημασία έχει να είσαι ο εαυτός σου σε μια κοινωνία όπου δήθεν το κάθε τι έχει δικαίωμα να εκφράζεται και να αναγνωρίζεται κοινωνικά, όπου τίποτε δεν πρέπει να επιβάλλεται  επιτακτικά και για πολύ, όπου όλες οι επιλογές, όλα τα επίπεδα μπορούν να συνυπάρχουν, χωρίς να αντιφάσκουν η να αλληλοεκτοπίζονται, αρκεί βέβαια να δικαιώνουν την καθεστηκυία τάξη.
         Την προηγούμενη Πέμπτη η  εκπομπή του Πέτρου Κωστόπουλου με καλεσμένο τον Γ. Βαρουφάκη ήταν επιτομή των παραπάνω διαπιστώσεων. Από την μια ένας παρουσιαστής που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον, για την κοινωνική και οικονομική  του  αναρρίχηση,  τη συγχώνευση ετερόκλητων  ιδεολογικών στοιχείων, στοχεύοντας στην εκμετάλλευση και ουσιαστική  καταπολέμηση και ευτελισμό κάθε πολιτικής σκέψης και στην απόρριψη του πνεύματος της συλλογικότητας και της  ρήξης. Που ανέδειξε  τον κυνισμό θετική αξία και  συντέλεσε να καθιερωθεί  ένας τρόπος σκέψης, στα πλαίσια του οποίου κάθε επιλογή, που αποδέχεται στην τελική το υπάρχον σύστημα, θεωρείται απλό θέμα προσωπικής γνώμης και όπου δεν υπάρχει πλέον καθολικά αποδεκτό μέτρο κρίσεων πέρα απ’ αυτό της επιτυχίας και μάλιστα της οικονομικής.
           Από την άλλη ένας καθηγητής που συμπεριφέρεται σαν σταρ, με ύφος χαλαρό, ελαφρώς αυτοσαρκαστικό, όσο για  να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση οικειότητας με  τον θεατή του, δείχνει ότι έχει ένα λαμπρό μέλλον, από διαφημιστικής απόψεως τουλάχιστον. Δίνει την εντύπωση ότι εκφράζει μια αιρετική άποψη, ετοιμάζοντας το έδαφος για την επόμενη μέρα, όταν δεν θα υπάρχει πια τίποτε να λεηλατηθεί σ’ αυτήν την χώρα, και όχι μόνο. Χρησιμεύει για να δίνει την ψευδαίσθηση της εναλλακτικής σκέψης, παρέχοντας την καθησυχαστική βεβαιότητα ότι στα προκαθορισμένα πλαίσια του συστήματος υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι για λύση του προβλήματος, συντελώντας στην νομιμοποίηση της εξουσίας εκείνων που την εκφράζουν, ακόμα κι αν φαίνεται ότι συγκρούεται μαζί τους. Αντικειμενικά ενισχύει κι αυτός  με τις αναλύσεις του την κυριαρχία του οικονομισμού και του πνεύματος της συναλλαγής, τη διάρκεια  του υπάρχοντος συστήματος.
            Παρακολουθώντας τη συνέντευξη  συνειδητοποιείς τον κυνισμό μιας κοινωνικής τάξης που  αποψιλωμένη  πια από κάθε λόγο ύπαρξης προσπαθεί λυσσαλέα για την διατήρηση των προνομίων της, που τα τελευταία είκοσι  χρόνια απέκτησε χάρη στην ευλυγισία της ραχοκοκαλιάς, όποια μορφή  κι αν πήρε.
          Ο Κωστόπουλος, δέσμιος  για πάντα της μικροαστικής  του προέλευσης, αναφέρεται απαξιωτικά στο «λαουτζίκο» και ο καθηγητής μιλά για στάνταρ στις ερωτικές σχέσεις. Και οι δυο, φυσικά κι έχουν αριστερό παρελθόν, στην ίδια οργάνωση με τον Κουφοντίνα στα πολύ νεανικά τους χρόνια,  ενώ με περηφάνια ο Βαρουφάκης αναφέρεται στο έργο που έκαναν με την γυναίκα του, την «αναζήτηση των  σκληρών   διαχωριστικών  γραμμών ανά τον κόσμο για να στηθεί ένα installation  για έκθεση στο μουσείο σύγχρονης τέχνης». Εκπροσωπεί άξια το σύγχρονο διανοούμενο, που οφείλει να είναι πολυπράγμων, να λάμπει με τη φωτογένειά του στα πλατώ των τηλεοπτικών εκπομπών, ν’ αντιδρά ανθρώπινα σε καθημερινά γεγονότα, να μιλά τόσο σε περιοδικά επικαιρότητας ή τηλεοπτικές εκπομπές όσο και στα πιο ειδικευμένα έντυπα και να αναπτύσσει τις απόψεις του για ποικίλα θέματα.
        Βλέποντάς τους  συνειδητοποιούσες ότι αυτό το συνονθύλευμα ηθικών αιτημάτων, πραγματισμού, ρητορικής για ανθρώπινα δικαιώματα, χρησιμοποίησης αποθεμάτων πρϋπάρχοντων  μύθων,  ακόμα καλά κρατεί.   Η   κοινοτοπία και ο ομιχλώδης συγκρητισμός  επιδιώκει να εξαφανίσει, και όχι μόνο σ’ αυτούς τους δυο, τα  φραστικά διακριτικά που θα μπορούσε να μαρτυρήσει την πολιτική τοποθέτησή τους.    Αυτό το χαλαρό και συγχρόνως ζωντανό στυλ, το συνωμοτικό χιούμορ, ο ισοπεδωτικός τρόπος αντιμετώπισης των πάντων,  χρησιμοποιούνται  για να συμπληρωθούν τα κενά του νοήματος αυτών που λέγονται, ανάλογα με τις προσδοκίες και τους τρόπους ερμηνείας του από τους θεατές, για να αποϊδεολογικοποιήσουν τα  κοινωνικά προβλήματα και να τα «αποκαθάρουν» από κάθε ανατρεπτικότητα. Όλες  οι αφηγήσεις τους αφήνουν να εννοηθούν  ότι κυμαίνονται μεταξύ του περισσότερου και λιγότερου προοδευτισμού.
           Είκοσι μήνες μετά το μνημόνιο συνεχίζονται οι αυταπάτες μας για  κοινωνικές κατακτήσεις  και δικαιώματα στα χαρτιά και τα λόγια, που κανείς, στην πράξη, από την κυρίαρχη τάξη δεν τα υπολογίζει. Επικαλούμαστε και διεκδικούμε δικαστικά, στην καλύτερη περίπτωση, περισσότερο ανύπαρχτα στην πράξη δικαιώματα παρά πραγματικά.
      Τέτοιες εκπομπές συντηρούν τις  αυταπάτες μας, που είναι και η τέχνη αυτών που κυριαρχούν. Ενώ ληστευόμαστε, ένα μεγάλο μέρος μας συνεχίζει να θαυμάζει   για την ευγλωττία τους, την άνεσή τους, την επιτυχία τους  αυτούς που στην πραγματικότητα, φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας, την υπερασπίζονται  επιβάλλοντας την διασκεδαστική  κουλτούρα, το θέαμα που είναι ουδέτερο, διαφημιστικό και απόλυτα πολιτικοποιημένο, ακριβώς επειδή επιδιώκει να αποβάλλει  κάθε πολιτικό σημαινόμενο.