Σάββατο 14 Μαΐου 2011

ΠΡΟ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ


         Οδεύουμε σιγά σιγά προς νέες  κοινωνικές σχέσεις και νέα κοινωνική οργάνωση, το πραγματικό περιεχόμενο των οποίων, αν και  παραμένει σκοτεινό και αινιγματικό, έχει αρχίσει   να  ανιχνεύεται. Κυρίως αυτό που βιώνουμε τώρα είναι  η αδηφάγος λαιμαργία  χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που, για να ικανοποιηθούν  οι αχαλίνωτες ανάγκες τους,  στρέφονται στις δυο   βασικές εισοδηματικές πηγές: την ολοένα αυξανόμενη εκμετάλλευση του κόπου  των εργαζομένων και το ολοένα βαρύτερο φορτίο των φόρων.
        Μέχρι πριν λίγα χρόνια, φανταζόμασταν ακόμα  το μέλλον σαν εποχή επικράτησης  μιας πλήρους  ελευθερίας  στην κοινωνία μας  και γι’ αυτό επιδοκιμάζαμε  τις   αλλαγές  για την  αναμόρφωση  της κοινωνικής και πολιτικής δομής,  που αναγνωρίζονταν  ως  βασικές για την παγίωση του υπάρχοντος καθεστώτος. Αυτό το μέλλον θεωρούνταν βέβαιο και σταθερό  στα πνεύματα των περισσοτέρων, που φαίνονταν να μη συνεπαίρνονται  πια από μεγάλες ιδέες. Δεν υποψιαζόμαστε  ότι η ελευθερία στη σκέψη,  που  ήταν συνδεδεμένη με τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τον κατ’ ευφημισμό ελεύθερο συναγωνισμό, θα ήταν το πρόσχημα για την  οικονομική καταπίεση,  για την καθήλωση της κοινωνίας ακόμα και με τον καταναγκασμό και την συρρίκνωση  του δημόσιου ελέγχου  στην οικονομική ζωή, τόσο στη διανομή όσο και στις συνθήκες παραγωγής.  Σ’ αυτά τα θέματα, που μας αφορούσαν όλους ,  αυτή η συγκεκριμένη  άποψη  ήταν αποδεκτή σχεδόν από όλους κι ακόμα κι όσοι δε τη συλλογίζονταν  ιδιαίτερα, τη δέχονταν σαν κάτι απόλυτα φυσικό.
         Κι ενώ μέσα σε ένα χρόνο  οι συνθήκες ζωής άλλαξαν ραγδαία, οι περισσότεροι  προσπαθούμε  απλώς να προσαρμοστούμε σ’ αυτές.     Αποδεχόμαστε για  δεδομένο ότι ως λαός  χρωστάμε στους δανειστές μας  από δική μας υπαιτιότητα και γι’ αυτό  θα πρέπει να πληρώσουμε,  ενώ  ελπίζουμε, με αρκετή σιγουριά, ότι όλη αυτή η κατάσταση είναι μια δύσκολη περίοδος που θα περάσει. Αμφιβολίες έχουμε μόνο για το μήκος αυτής της περιόδου.  Κάθε  απόπειρα να εξεταστεί κριτικά  αυτός ο βασικός συλλογισμός και επιχείρημα, που όλο το  πολιτικοκοινωνικό σύστημα επιστρατεύει για να εκμαιεύσει τη συναίνεσή μας, περισσότερο προκαλεί εχθρότητα ή καχυποψία, παρά γίνεται η βάση του  δικού μας προβληματισμού.
       Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, σε όλες τους τις εκφάνσεις  και ενέργειες, αναπαράγουν αυτό το βασικό σκεπτικό, για να επιβεβαιώσουν την βασική τους επιλογή, ότι  καμιά πολιτική  δεν μπορεί να αλλάξει την πορεία των οικονομικών πραγμάτων. Το ΚΚΕ, ενώ επαληθεύεται το δικό του σκεπτικό για το χαρακτήρα και το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης,  παρουσιάζεται αδύναμο να πείσει,  γιατί  συνεχίζει να ταυτίζει το όραμα για μια άλλη κοινωνία με το μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε, ανεξαρτήτως αιτιών. Η υπόλοιπη αριστερά δεν έχει ένα βασικό μοντέλο η τουλάχιστο σκεπτικό για την υπάρχουσα κατάσταση και συνεχίζει να ασθμαίνει από τις προσπάθειές της  να εξανθρωπίσει τον καπιταλισμό, όπως προσπαθούσε προ ετών το σοσιαλισμό.
       Αυτή που έρχεται, με πολύ θόρυβο,  στο προσκήνιο είναι η φασιστική Δεξιά, η οποία  απροκάλυπτα αρχίζει ν’ αποκτά πρόσωπο, επικίνδυνο, σκληρό και δελεαστικό  για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα,  ενώ εμφανίζεται τώρα ως δεκανίκι του υπάρχοντος συστήματος  έχει μπει σε  τροχιά αυτονόμησής της. Η χρησιμοποίηση ακραίων μορφών βίας σε ομάδες πληθυσμού, που στοχοποιούνται  ως αίτιοι για την υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική κατάσταση, αρχίζει να βρίσκει ανταπόκριση από τμήματα του πληθυσμού που υφίστανται άμεσα και καταλυτικά την κοινωνικοπολιτική παρακμή και ασυδοσία. Μ’   αυτόν τον τρόπο η σκέψη μας και οι ενέργειές μας δεν κατευθύνονται στους κύριους στόχους, αλλά λοξοδρομούν σε ατραπούς ελέγξιμους κι ακίνδυνους για το ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο. Οι εκπρόσωποι των κυρίαρχων τάξεων  διακηρύττουν μεν τις αντιφασιστικές τους διαθέσεις, θεωρώντας επικίνδυνο το πέρασμα στη χρήση ανοιχτά φασιστικών μεθόδων, αλλά με την πολιτική τους συμπεριφορά προλειαίνουν το έδαφος είτε για να χρησιμοποιήσουν το φασισμό ως φόβητρο απέναντι στις λαϊκές αντιδράσεις είτε για να αναδείξουν την ελκτική δύναμη του φασισμού σε μεγάλες μάζες, μεταθέτοντας αλλού τα προβλήματα.
       Και φυσικά δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να μας χειραγωγήσουν και να κατευθύνουν τις αντιδράσεις μας.  Το ίδιο το σύστημα, με την ανοχή μας,  προώθησε ανεπαισθήτως το διαχωρισμό της κοινωνίας σε δυο κατηγορίες, την κατηγορία της ανώνυμης πλειοψηφίας και την κατηγορία των χειραγωγών.  Χειραγωγώντας μας για χρόνια ξεχάσαμε να σκεπτόμαστε μόνοι μας, να αμφισβητούμε καθιερωμένα πράγματα ακόμα κι αν υπήρχε φόβος να καταστρέψουμε το αίσθημα ότι πατάμε σε στέρεο έδαφος. Η πολιτική  σκέψη αντικαταστάθηκε από τις διαφημιστικού περιεχομένου πολιτικές φράσεις, όλο το σύστημα συνετέλεσε  στη  δημιουργία μιας   μαζικής  ψεύτικης συνείδησης σαν προϋπόθεση της ύπαρξής του, ενώ οποιαδήποτε προσπάθεια κριτικής σκέψης απορριπτόταν τουλάχιστον ως οπισθοδρομική
       Ο συγκλονισμός από τη δολοφονία του άτυχου πατέρα επικεντρώνει την αγανάκτηση πρωτίστως στους αλλοδαπούς και δευτερευόντως στις  σκοπιμότητες  η ανικανότητες μιας  εξουσίας που για χρόνια ολιγωρούσε. Όταν αυτοί οι συγκλονισμοί θα γίνουν καθημερινότητα, θα είναι πολύ δύσκολο για τον καθημερινό άνθρωπο να αγνοήσει την κοινωνική δημαγωγία και βίαιη δράση, που ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά το δίκαιο, των φασιστοειδών. Κι όσο εμείς θα συγκρουόμαστε με τα άλλου είδους θύματα του ίδιου συστήματος, τους μετανάστες, θα μετατρεπόμαστε οι ίδιοι σε μετανάστες στη χώρα μας. Ζώντας μέσα στο φόβο για τη ζωή μας, την ασφάλειά μας, το κοινωνικό μας  επίπεδο, έχοντας  μετατραπεί σε ανθρώπους συμβιβασμένους και με φοβισμένη σκέψη  υπάρχει κίνδυνος να στραφούμε σε ό τι δε χρειάζεται ιδιαίτερο προβληματισμό και προσπάθεια,  για να υπερασπίσουμε τη ζωή μας και τις αξίες της.
    Κι ο φασισμός απροκάλυπτος, με τη δημαγωγική χρησιμοποίηση ακόμα και ιδεών του σοσιαλισμού,  καραδοκεί…. Πρό των τειχών

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

ΠΟΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ;

"...θα ΄λεγε  πως το αδιέξοδο της χώρας ήταν στις ψυχές των  κατοίκων της ή πως η ψυχή όλων των κατοίκων της  δεν ήταν παρά το δικό της αδιέξοδο…                                       
…και Καραγιάννης Π. απέκτεινεν τον Καραγιάννη Χ., Βασιλειάδης δε απέκτεινεν τον Νικολαίδην, Ανδρικόπουλος δε απέκτεινεν τον Σολωμονίδην και τους αδελφούς αυτού, Δρόσος δε απέκτεινεν τον Κέλλην, Φερεντίνος δε απέκτεινεν τον  Γκούμαν, Ζηκίδης δε απέκτεινεν τον Σμυρνέογλου και τους υιούς αυτού, Χατζηπροδρόμου Μ. απέκτεινεν τον Χατζηπροδρόμου Φ., Κωστόπουλος δε απέκτεινεν τον Δεληπέτρου…»
                       Δημ. Δημητριάδη        «Πεθαίνω  σα χώρα»

         Κι όταν μια κοινωνία σειέται από τα θεμέλια, θριαμβεύουν οι πιο τολμηροί και θρασείς. Επικρατούν οι πιο αδιάλλαχτοι, που  βγαλμένοι από τη βίαιη σύγκρουση, σ’ αυτή θα θέλουν να στηριχτούν. Με το ένα χέρι θα  αγωνίζονται για να υπερασπίσουν την κυριαρχία τους, με το  άλλο να  θεμελιώσουν το σύστημά τους για να τη σταθεροποιήσουν. Θα κάνουν ακραίες πράξεις  για τη σωτηρία τους και στ’ όνομα των αρχών τους. Θα τρομοκρατούν τους εχθρούς τους, θα εξάπτουν το φανατισμό με δημοκοπίες,  προβάλλοντάς την απειλή κινδύνων. Θα επικαλούνται το λαό και τον αγώνα  για   την εξουσία και τη σωτηρία της Δημοκρατίας. Θα κρατούν το λαό  σε διέγερση για να εκμεταλλεύονται  τα πάθη και τη δύναμή του.
        Ώσπου να φθαρούν όλα και να εξοντωθούν όλοι, εχθροί και οπαδοί κυρίαρχων συμφερόντων  η  αναδυόμενων ιδεολογιών. Η θύελλα μπορεί να μας αρπάξει όλους και αν δεν στηριχτούμε σ΄ ένα όραμα  υπάρχει κίνδυνος να συντριβούμε…
    Το γενικό, κι αόριστο ίσως στην έκφρασή του, όραμα της πραγμάτωσης του ολοκληρωμένου ανθρώπου θα πρέπει να  είναι η βάση και το  σημείο εκκίνησης  της σκέψης μας που θα κατευθύνει τις πράξεις μας. 
      Από κει και πέρα όμως, με ποιο τρόπο τα όνειρα για την αλληλεγγύη, το σεβασμό στις μειονότητες, την άρνηση της περιθωριοποίησης μπορεί να ξαναγίνουν πεποιθήσεις μας που θα μας παροτρύνουν σε δράση; Έχοντας  συνθλιβεί από τον οικονομικό ή τον κυβερνητικό μηχανισμό,  τι θα μας δώσει δύναμη να θέλουμε να παλέψουμε για ν’ αλλάξουμε τη μορφή του κόσμου; Ποιο κομμάτι της διανόησης θα βρεί τη δύναμη να ξαναστήσει στα πόδια τους ιδέες που δεν ενισχύουν την καπιταλιστική λογική; Πως η Αριστερά, που πριν δυο γενιές κατάφερε έναν ολόκληρο λαό να του εμπνεύσει τον πόθο  για την αλλαγή του κόσμου και την πραγματοποίηση της ουτοπίας, θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του; Πως ένας λαός,  που αποδέχτηκε το πρότυπο μιας   κοινωνίας απαλλαγμένης από εντάσεις, ταξικές κι ιδεολογικές  αντιπαραθέσεις και ουτοπικές και  ιδεολογικές αναζητήσεις, προσανατολισμένης στη λατρεία του χρήματος και της επιτυχίας μ' αδιαφορία για τα κοιννωνικά ζητήματα  θα συνειδητοποιήσει την χρεωκοπία της και θα  τολμήσει να αγωνιστεί για να ξανακερδίσει τη ζωή του;
   

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ …ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

         Στα χρόνια τα ατέλειωτα του μνημονίου, του όποιου μνημονίου που θα ανανεώνεται διαρκώς,  χρειαζόμαστε μια καθαρή πίστη και μια καλά θεμελιωμένη ελπίδα, για ν’ αποκτήσουμε θάρρος που δε λογαριάζει τις δυσκολίες που θα συναντήσει στο δρόμο του.  Θ’ αρχίσουμε να βιώνουμε πράγματα και καταστάσεις που παλιότερα πολλοί ισχυρίζονταν  και πίστευαν  πως είναι ολέθρια για τους ανθρώπους και θα  συνειδητοποιούμε πως πραγματικά είναι έτσι.  Η τραγωδία μας θα είναι να μην  ξέρουμε  ποιες κατευθύνσεις πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να χτίσουμε έναν καινούργιο κόσμο,  ξεπερνώντας ετούτον εδώ που μάλλον αφανίζεται δια της διολισθήσεως.
       Κοντά σ’ όλα  τ΄  άλλα ,  η απρόσωπη εξουσία,  που χάνεται  κάπου  μεταξύ Βρυξελλών  - Βερολίνου –Ουάσιγκτον κλπ  θα επιδιώκει,  με διαφορετικούς τρόπους απ’ ό  τι παλιότερα,     να προτάξει  ένα  πρότυπο ή καλούπι που σύμφωνα μ’ αυτά θα πρέπει να πλαστούν όλοι οι άνθρωποι, κι έτσι ανωδύνως  γι’ αυτήν να  υπηρετούν τους στόχους της. Θα  χάσουμε ολότελα  την έμφυτη περηφάνεια μας και θα  γίνομε  μηχανές ήμερες και βολικές που θα μπορούν  να μας  βάλουν  στις στατιστικές  χωρίς  να παραλείψουν  τίποτα
             Όλοι οι θεσμοί μας, όλο και περισσότερο, θ’ αποδεικνύεται ότι  στηρίζονται σε δυο πράγματα: την ιδιοκτησία και τη δύναμη, που θα  είναι μοιρασμένες με μεγάλη  αδικία.  Θα μας  επαναλαμβάνουν  ωραία λόγια για δημιουργικότητα,  όταν οι ίδιες οι προϋποθέσεις γι’  αυτήν θα γίνουν  αυτοσκοπός. Γιατί, για να μπορούν οι άνθρωποι να εκδηλώνουν ελεύθερα τις δημιουργικές τους παρορμήσεις, πρέπει να είναι απαλλαγμένοι  από τις μικρές φροντίδες, αποκτώντας  έτσι, ως κάποιο βαθμό, ασφάλεια. Θα πρέπει λοιπόν  να έχουν εξασφαλιστεί οι απαραίτητοι  υλικοί όροι της  ζωής τους.  Θα  πρέπει ακόμα να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσουν πρωτοβουλία όσο αφορά στην πορεία και στις συνθήκες της ζωής τους. Τίποτε από αυτά στο άμεσο μέλλον δεν θα είναι αυτονόητα. Το όνειρο όμως για έκφραση της   δημιουργικότητας,  αναζήτηση ευκαιριών για  ανάπτυξη  πρωτοβουλίας κλπ. θα υπερτονίζεται για να κυνηγούμε χίμαιρες άπιαστες. Θα συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο πως πολλοί λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν να είναι δημιουργικοί μέσα  σ’ ένα κόσμο «φτιαγμένο από τον ανταγωνισμό, όπου η πλειονότητα θα βουλιάξει στην φτώχεια αν παραμελήσει την απόκτηση των υλικών αγαθών, όπου η δόξα και η δύναμη και η τιμή δίνονται στον πλούτο και όχι στη σοφία, παρά μόνο όταν τον εξασφαλίζει, όπου ο νόμος ενσαρκώνει και καθαγιάζει την αδικία αυτών που έχουν, απέναντι σ’ αυτούς που δεν έχουν». Σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον, ακόμα κι εκείνοι  που η φύση τους έχει προικίσει με μεγάλα δημιουργικά χαρίσματα, θα δηλητηριάζονται από τον ανταγωνισμό.
         Θα βιώνουμε  το φόβο  της φτώχειας  που  δεν μπορεί  να είναι  το  κίνητρο  της ανάπτυξης μιας ελεύθερης δημιουργικής  ζωής, αλλά είναι μόνο  αυτό που πρωταρχικά εμπνέει την καθημερινή δουλειά που εξασφαλίζει μόνο την επιβίωση   και  η επιδίωξη της ασφάλειας από μόνη της  θα οδηγήσει στη δημιουργία  μιας περιχαρακωμένης  και στατικής κοινωνία – προς δόξαν των απανταχού κυρίαρχων.
          Θα   ζούμε  μέσα στη σύγχυση, που  η κυρίαρχη τάξη θα  εκμεταλλεύεται, για να μας διατηρεί υποταγμένους και να ανακόπτει κάθε αντίδρασή μας. Θα μας υποκλέπτουν, με τον φόβο του  φόβου, τη συγκατάθεσή μας για  τις επιλογές τους και θα διαπιστώνουμε στην πράξη ότι ο λόγος μας δεν ακούγεται. Η πολιτική, για την οποία αδιαφορούσαμε, θα επανέρχεται δριμύτερη   και θα  διαπιστώσουμε ότι η αδιαφορία απέναντι της    σε κανέναν δεν αποτέλεσε ποτέ εγγύηση  ότι δεν θα πληγεί από τις συνέπειές της.  Θα φτάσουμε στο σημείο, στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης,  που θα πρέπει να βάλουμε  στην ζυγαριά την ίδια μας τη ζωή ακόμα αλλά και τη λογική μας για να μπορέσουμε όχι να πάρουμε το λόγο, αλλά για ν΄ ακουστούμε. Ακόμα κι αν οι φωνές μας θα είναι κραυγαλέες, για τους κυρίαρχους δεν θα είναι παρά ψίθυροι. Για ν’ ακουστούμε  σε μια κοινωνία που απροκάλυπτα πια ξανασυγκροτείται με  τον ουσιαστικό αποκλεισμό μας,  θα είναι αναγκαίο,  όταν,  εξαθλιωμένοι  πια σ’ αυτή  την  κοινωνία,  θέσουμε  υπό δοκιμασία το  όριο ανάμεσα στο νόμιμο  και μη νόμιμο,  που μόνο όσοι ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις  δεν θεωρείται ποτέ ότι το υπερβαίνουν. Και τότε πια οι ισχυροί της εξουσίας  δεν θα μπορούν να ενσαρκώνουν  το ρόλο του νομοθέτη και τότε εμείς θ’  ακουστούμε… τι θα λέμε;

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

ΑΡΧΗ ΠΟΛΛΩΝ ΚΑΚΩΝ

            Οι αντιδράσεις και  τα σχόλια για   το βίντεο με τον Στρος  Καν  του ΔΝΤ, που  μιλά για κρυφές συζητήσεις με  τον Παπανδρέου,  δείχνει  ξεκάθαρα την οπτική γωνία  από την οποία βλέπουν τα πολιτικοοικονομικά πράγματα οι άρχουσες ελίτ της χώρας.
          Ο Πεταλωτής, σχετικά με τις  αποκαλύψεις του βίντεο,  επέμενε ότι όλα έγιναν δημόσια από τον  Παπανδρέου, που μόνο για το καλό της χώρας ενδιαφέρεται,  και   πολλοί δημοσιογράφοι αναπαράγουν αυτήν την άποψη, ενώ για την ουσία του προβλήματος ελάχιστοι δείχνουν διάθεση να συζητήσουν. Μεταθέτουν τη συζήτηση στην αναζήτηση των ευθυνών από την  αντιπολίτευση και στο καθήκον του Παπανδρέου να σώσει τη χώρα,  χαρακτηρίζοντας ως διερευνητικές τις επαφές του λίγο καιρό μετά την εκλογή του.                      
        Το βασικό όμως πρόβλημα που προκύπτει είναι,  γιατί με το «καλημέρα σας» στην εξουσία ο πρωθυπουργός  θα  έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από οργανισμούς,  όπως το ΔΝΤ,  που τους χρεώνονται καταστροφές χωρών, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των προγραμμάτων τους, και ο ελληνικός λαός να πρέπει να το θεωρεί αυτό απολύτως φυσικό.  Ισως γιατί η βασική παθογένεια της χώρας είναι ότι η κυρίαρχη  ελληνική πολιτική σκηνή έχει  συνηθίσει την υιοθεσία της , τις περισσότερες φορές μάλιστα ως παραπαίδι, από χώρες η οργανισμούς. Κι αυτό πέραν  όλων των άλλων  αποδεικνύει όχι μόνο την ανικανότητα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων αλλά και την   ανευθυνότητά τους.
          Κι αυτό δεν είναι σημερινό φαινόμενο.  Έχει τις απαρχές του  στον τρόπο που ιδρύθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Ξεκίνησε η ανεξαρτησία μας με μια επανάσταση που δεν ολοκληρώθηκε,  αλλά στραγγαλίστηκε  μόλις εξασφαλίστηκε ο έλεγχός της. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας «πρόσφεραν»  με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου    εκείνο το ανάπηρο  κράτος των περίπου 47.000 τ.χλμ. φυτεύοντας κι ένα βασιλιά.
          Στον εικοστό αιώνα η μικρασιατική καταστροφή και ο  εμφύλιος έβαλαν τη σφραγίδα τους για τις  σχέσεις μας με τις Μεγάλες Δυνάμεις.  Τα πιο ξεκάθαρα συναισθήματα απέναντί τους,  για μεγάλες μάζες του ελληνικού λαού, ήταν δυσπιστία  κι εχθρότητα   συγχρόνως όμως κι ένας θαυμασμός που καλλιεργούνταν από τις κυρίαρχες ελίτ. Κι ενώ  σε κάθε πολιτική δράση η ρητορική της κυρίαρχης πολιτικής τάξης  αναδείκνυε την  δήθεν αέναη αναζήτηση μιας ανεξαρτησίας,  στην πράξη αυτή ποτέ δεν επιτεύχθηκε,  γιατί αυτή η ίδια η κυρίαρχη τάξη  επεδίωκε  τη συμμόρφωσή της στις  επιταγές  ή υποδείξεις των κάθε φορά  επονομαζόμενων συμμάχων μας. Όταν τα πράγματα γινόταν επικίνδυνα για την άρχουσα τάξη αυτή η  λιποτακτούσε  (κατοχή) ή αντεπετίθετο (δικτατορία).
           Στην Ελλάδα το κεφάλαιο, στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν ήταν εθνικό. Κι   αυτό γιατί  η αστική   τάξη  της χώρας έχει τις ρίζες της σ’ ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, είναι κατά βάση  όλο το μεγάλο εφοπλιστικό κεφάλαιο. Η  ελληνική εργατική τάξη ήταν πάντα πολύ αδύνατη, χωρίς πολύ υψηλό επίπεδο συνείδησης, που εξαρτιόταν  από την κοινωνική της κινητικότητα προς τη μικροαστική τάξη  και αυτό καθόριζε και το βαθμό αποδοχής και θαυμασμού των πιο «πολιτισμένων» συμμάχων μας. Με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πιστέψαμε  ότι τα πολιτικά μας όνειρα για ενσωμάτωση στην Ευρώπη πραγματοποιούνται. Δεν μας  κακοφαινόταν η εκχώρηση άσκησης μέρους της εθνικής μας πολιτικής σε γραφειοκράτες των Βρυξελλών και οι αντίπαλες φωνές (ΚΚΕ) φάνταζαν γραφικές. Στην πραγματικότητα συναινούσαμε στην απομάκρυνση από την πολιτική και το βύθισμα μας στο ιδιωτικό και ατομικό.
         Συγχρόνως,  συνηθισμένοι για δεκαετίες  να αποδεχόμαστε επεμβάσεις στην άσκηση της εσωτερικής  πολιτικής,  ατύπως και υπογείως,  όταν  οι επεμβάσεις θεσμοθετήθηκαν με τη σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις θεωρήσαμε και εγγύηση για τον εκσυγχρονισμό του κράτους μας. Από τη στιγμή που  η οικονομικοκοινωνική κατάσταση δυσκόλεψε, κι ενώ οι εγγυητές αποκαλύφτηκαν τοκογλύφοι, οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, με τον Γ. Παπανδρέου επικεφαλής, ανέλαβαν να τους παρουσιάσουν για σωτήρες μας με τους διάφορους μηχανισμούς στήριξης που σκαρφίστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού, μέσα από  τη βεβαιότητα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα λειτουργήσει σαν αλεξικέραυνο για κάθε πολιτικοοικονομικό κεραυνό, όχι μόνο αποδεχτήκαμε την απροκάλυπτη κι άμεση εμπλοκή του ΔΝΤ, Τραπεζών, Μηχανισμών Στήριξης  αλλά σχεδόν τη θεωρήσαμε και  αυτονόητη.
          Όταν λοιπόν μετά από ένα χρόνο ο Στρός Κάν, για τους δικούς του λόγους, αποκαλύπτει τις ενέργειες του πρωθυπουργού,  η κυβέρνηση, αντί να απολογηθεί για την ανικανότητά της να βρεί λύσεις στο οικονομικό πρόβλημα  που είχε προκύψει, θεωρεί ότι αποδεικνύεται  ο πατριωτισμός  του Παπανδρέου, γιατί μερίμνησε, πριν καταστεί η οικονομική κατάσταση επικίνδυνη,  να δώσει την ευκαιρία στο ΔΝΤ να μας «σώσει».  Και οι περισσότεροι από μας εν χορώ επαναλαμβάνουμε  την επωδό σχεδόν όλων των κυβερνητικών ανακοινώσεων, ότι χωρίς τη βοήθεια  αυτών των ανεξέλεγκτων μηχανισμών θα είχε επέλθει η οικονομική κατάρρευση της χώρας. Είναι απορίας άξιον πως καταλήξαμε να θεσμοθετήσουμε, και μάλιστα στο δημοκρατικά οργανωμένο κράτος μας,  τις εντολές και αποφάσεις οργάνων που δεν ελέγχονται από πουθενά και να συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε ότι υπερασπιζόμαστε δημοκρατικούς θεσμούς.
        Η Ευρωπαϊκή Ενωση ενώ για δεκαετίες ανέμιζε τη σημαία της δημοκρατίας  και δήθεν ευαγγελιζόταν την επέκταση και την εμβάθυνση των ελευθεριών και δημοκρατικών θεσμών  το μόνο που τελικά επεδίωκε ήταν η σε βάθος  αλλαγή, προς όφελος των κυρίαρχων ελίτ,  των οικονομικών  και κοινωνικών  δομών  του ίδιου του καπιταλισμού.
    Η εφαρμογή αυτών των αλλαγών, θεσμοθετημένα μάλιστα, ξεκίνησε από την Ελλάδα.

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

ΦΟΒΟΣ

       
         Η μεταπολίτευση ξεκίνησε με τη σκιά του φόβου για επιστροφή της δικτατορίας και τελειώνει  με τον πραγματικό  φόβο της ολοκληρωτικής οικονομικής κατάρρευσης  της κοινωνίας.
         Ο φόβος στην αρχή της  μεταπολίτευσης συμπυκνώθηκε στο δίλημμα του Θεοδωράκη «Καραμανλής ή τανκς»,   ο φόβος   στο τέλος  αυτής της  εποχής  συμπυκνώθηκε στο δίλημμα όλης της κυρίαρχης  πολιτικοκοινωνικής τάξης  «μνημόνιο ή χρεωκοπία». Ούτε τότε ούτε τώρα ο λαός  στο σύνολό του αποφάσιζε, αλλά  λειτουργούσε μάλλον σαν θεατής  που του έχει δοθεί το προνόμιο να εκφράζει τα  συναισθήματά του ελεύθερα. Ένας άκρατος ενθουσιασμός  χαρακτήριζε τις εκδηλώσεις του τότε,  μια σιωπηλή κατάθλιψη τις εκδηλώσεις του σήμερα. Κι ανάμεσα στα δυο αυτά όρια  προσπάθειες μεγάλων τμημάτων του λαού  να δραστηριοποιηθούν, να διεκδικήσουν,  να αντιδράσουν και να αγωνιστούν.
                Ο αντιδικτατορικός αγώνας που συνεχίστηκε και μετά τη μεταπολίτευση ποτέ δεν αναγνωρίστηκε και έσβησε στη σιωπή και απαξίωση. Η πλειοψηφία της κυρίαρχης εξουσίας αποδέχτηκε και επιδοκίμασε πολιτικές δυνάμεις που δεν ήταν  πια παράγοντες αναταραχής κι ανατροπής του συστήματος,  αλλά είχαν  γίνει παράγοντες σταθεροποίησής του ( όρα τα αριστερά κόμματα). Ένας λαός κουρασμένος  από τις δεκαετίες  καταδίωξης και περιθωριοποίησης ενός μεγάλου τμήματός του, ένιωσε πως με τη μεταπολίτευση ήρθε ή ώρα του να διαμορφώσει   και να συμμετάσχει κι αυτός στην πολιτικοκοινωνική κατάσταση.
       Στα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία ο Καραμανλής, με επιδέξιες ομολογουμένως κινήσεις,  κατάφερε να περιορίσει στη σκιά όλες  εκείνες τις πολιτικές   δυνάμεις που με τη δικτατορία είχαν αποθρασυνθεί,  χωρίς  στην πραγματικότητα να τις εξουδετερώσει.
            Συγχρόνως, ένα μεγάλο τμήμα   της  άρχουσας τάξης, ακολουθώντας διαδρομές ευρωπαϊκές,  έδειξε ότι έπαψε να φοβάται τις ιδέες,  ακόμα κι  αυτές που στρέφονταν εναντίον της.  Το ΠΑΣΟΚ, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, αριστοτεχνικά κατάφερε να καθοδηγήσει μεγάλα στρώματα του λαού και  κυριάρχησε στην πολιτική ζωή.   Υιοθετήθηκε  η αντίληψη ότι η πραγματικότητα μπορεί να βελτιωθεί με ένα σύστημα ιδεών και χρησιμοποιήθηκαν οι  μεγάλες θεωρίες σαν να ήταν  ευαγγέλια. Δεν στηριζόταν η πειστικότητά τους σε επιχειρήματα ούτε επιστρατευόταν  η κριτική δύναμη και αποφασιστικότητα για να  εξεταστεί   στα σοβαρά η εφαρμογή τους , αλλά υπογραμμιζόταν  πάντα το μυστηριακό χρίσμα των συνθημάτων τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες  έγιναν άριστα μέσα εξουσίας στα χέρια των εξουσιαστών και μπόρεσαν να διαμορφώσουν τις πεποιθήσεις μεγάλων τμημάτων του λαού  και να τα χρησιμοποιήσουν. Αρκούσε η ενθουσιώδης αισιοδοξία ότι με την εφαρμογή αυτών των εννοιών μπορεί κανείς να βελτιώσει  την ανεπαρκή πραγματικότητα, για να συμπαρασυρθούν πλήθη κόσμου και να κάνουν αποδεκτό το υπάρχον πολιτικό σύστημα, πιστεύοντας ότι το ελέγχουν.  Η αναφορά σε ιδέες η πρακτικές επαναστατικές προηγούμενων εποχών δεν είχαν πια καθόλου επαναστατικό ή επικίνδυνο για την εξουσία χαρακτήρα, γιατί αναφέρονταν σε συγκρούσεις παρωχημένες, σε αντιθέσεις παλιότερες και ξεπερασμένες που αφορούσαν δομές και φόρμες του καπιταλισμού παλιότερες και όχι τον ίδιο τον καπιταλισμό (όρα την «αγιοποίηση» των πολιτικών εξορίστων, «προσκυνήματα» Καραμανλή σε νησιά της εξορίας κλπ.)
      Αποδεχτήκαμε και συνδιαμορφώσαμε  μια κοινωνία όπου το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν   ο συμβιβασμός, η απομάκρυνση από το πολιτικό, η ανάδυση του ιδιωτικού, η ιδεολογία της ανάπτυξης, η επιδίωξη του κέρδους,  με αντάλλαγμα την συμμετοχή μας  στην καπιταλιστική ανάπτυξη, πιστεύοντας ότι αναγκάσαμε το   σύστημα να ενσωματώσει  σχεδόν όλα τα αιτήματα μας για τη βελτίωση των όρων ζωής μας. Στην πραγματικότητα το σύστημα όδευε με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής  στην ολοκλήρωσή του αφομοιώνοντας και την πλειοψηφία των εργαζομένων που πια δεν αντιστέκονταν.
        Τελικά  δηλ. η διαμορφωμένη οικονομικοκοινωνική κατάσταση της τελευταίας εικοσαετίας  περιέχει πολιτικές και οικονομικές επιλογές που δεν εξαρτώνται τόσο από εκείνα που θεωρητικά πρεσβεύουν τα φερέφωνα και τα εκτελεστικά όργανα  της εκάστοτε εξουσίας, αλλά από αυτά που πρακτικά θέλει η τάξη η οποία έχει στα χέρια της την πραγματική εξουσία  και την ασκεί  μάλιστα στο όνομα του κοινωνικού συνόλου.
       Και ύστερα μας προέκυψε η κρίση, πα να πει αλλαγή σχέσεων μέσα στο  Κεφάλαιο, και οι εργαζόμενοι ξαναγυρνάν στο ρόλο που πάντα είχαν –του αιμοδότη του κεφαλαίου.
        Το  πρόβλημα διογκώνεται  από τη στιγμή που συνεχίζουμε να μην αναγνωρίζουμε τη διαδικασία αφομοίωσής μας από τους εκφραστές της εξουσίας, να ταυτίζουμε τις αγωνίες μας μ’ αυτές της κυρίαρχης τάξης και να επιμένουμε να πιστεύουμε πως μ’ έναν μαγικό τρόπο δεν θα περιθωριοποιηθούμε   όλοι  οι  εργαζόμενοι.
       Επιμένουμε σε τελετουργίες αντιδράσεων, προσομοιώσεις αγώνων, συμβολικές κινήσεις, ενώ η  πολιτικοοικονομική πραγματικότητα  σαν οδοστρωτήρας αρχίζει  να πολτοποιεί  τους πιο αδύναμους. Και μόνο στο ποδόσφαιρο οι αντιδράσεις  ξεπερνούν το συμβολικό επίπεδο, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν οι πρωταγωνιστές τους «γνωρίζουν» αυτό που κάνουν.
       Πρωτομαγιά σήμερα και έγιναν οι καθιερωμένες πορείες από όσους επιμένουν. Τα λόγια ατελείωτα και η  αδυναμία μας να μεταβάλλουμε το λόγο σε πράξη, να τροφοδοτήσουμε το λόγο από την πράξη είναι πια πασιφανής. Κι ο φόβος μας παραλύει...