Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

ΕΚΠΟΙΗΣΕΩΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

 

Οι αναθέσεις  κοινωνικών υπηρεσιών σε ιδιώτες και η πώληση επιχειρήσεων κοινής ωφελείας ήταν συνεχώς επιδιωκόμενοι στόχοι της εφαρμοζόμενης πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες και αποτέλεσαν απροκάλυπτα το επίκεντρό της στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, με το αιτιολογικό της εξοικονόμησης λειτουργικού κόστους με την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.
        Τον τελευταίο καιρό ήρθε πάλι στο προσκήνιο η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, χωρίς τη συμμετοχή του βασικού μετόχου του Δημοσίου που θα μειώσει, χωρίς να πουλήσει μετοχές,  τη συμμετοχή του περίπου στο 34%, ενώ ολοκληρώνονται και οι διαδικασίες για την ανάδειξη προτιμητέου  επενδυτή για την εξαγορά του 49% των μετοχών ΔΕΔΔΗΕ. Κατά τον κυρίαρχο λόγο, όπως διαδίδεται από τα ΜΜΕ, με την Αύξηση Μετοχικού Κεφαλαίου στον οποίο καταφεύγει η ΔΕΗ διασφαλίζεται και ο μεγαλύτερος έλεγχος των συμφερόντων του Δημοσίου ως μεγαλύτερου μετόχου της εταιρείας και απεμπλέκεται η ΔΕΗ από τους περιορισμούς και την έλλειψη ευελιξίας του Δημοσίου. Συγχρόνως βέβαια υποστηρίζεται πως εξυπηρετείται η στρατηγική μετατόπισης της εταιρείας στην πράσινη ενέργεια, την πολλά υποσχόμενη  προσπάθειες για επενδύσεις και επεκτάσεις του κεφαλαίου. Βέβαια προς το παρόν, εκτινάσσονται οι τιμές ρεύματος για τα νοικοκυριά, που αποδίδονται στη διεθνή κρίση ενέργειας, και  η κυβέρνηση υπόσχεται οριζόντια για όλους απορρόφηση  των αυξήσεων,  με το Ταμείο ενεργειακής μετάβασης που θα καλύπτει το 80% των αυξήσεων.   
          Εν τω μεταξύ,  η ΔΕΗ από το 2001 έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο και μέχρι το 2011 το Ελληνικό Δημόσιο είχε ποσοστό μετοχικού κεφαλαίου λίγο πάνω από το 51%. Από το 2011 ένα ποσοστό της 17% μεταβιβάστηκε από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ, για να πωληθεί για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Το υπόλοιπο 34% μεταβιβάστηκε το 2016 στο λεγόμενο Υπερταμείο,  την Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ (ΕΕΣΥΠ), το οποίο συστήθηκε με το άρθρο 184 του νόμου 4389/2016 που  ψηφίστηκε στη Βουλή στις 22 Μαΐου 2016.
          Και αν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση των αστικών κομμάτων, με τις εναλλαγές τους σ’ αυτούς τους ρόλους,  οι οποίοι υπέγραψαν και υπερασπίστηκαν τα μνημόνια εξαθλίωσης του συνόλου των εργαζομένων θέλουν να πείσουν για το τέλος της οικονομικής κρίσης, αν βέβαια δεν προέκυπτε η πανδημία, είναι όμως οι νόμοι και οι μηχανισμοί που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να ισχύουν που τους διαψεύδουν. Όπως είναι ο νόμος για την ίδρυση του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων του οποίου η λειτουργία δεν πρέπει να ξεχνιέται.
           Η ίδρυσή του προβλέπεται από το τρίτο μνημόνιο του Ιουλίου του 2015, ως προαπαιτούμενο της συμφωνίας Ελλάδας -Κομισιόν, που περιείχε τη δέσμευση της Ελλάδας  να συγκεντρώσει κάτω από μια ενιαία στέγη τα  δημόσια περιουσιακά στοιχεία, για να προχωρήσει σε ιδιωτικοποιήσεις.
         Έτσι, στο άρθρο 186 του νόμου  παράγραφος 2  του νόμου 4389/2016 για το Υπερταμείο,  αναφέρεται πως  «η διάρκεια της Εταιρείας ορίζεται σε ενενήντα εννέα (99) έτη» και ότι «Η διάρκεια δύναται να παρατείνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του μοναδικού μετόχου», όπου μοναδικός μέτοχος είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Κατά το άρθρο 190 « Τα όργανα της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου, το Εποπτικό Συμβούλιο, το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) και οι Ελεγκτές», ενώ  «Το ανώτατο όργανο της Εταιρείας είναι η Γενική Συνέλευση του μοναδικού μετόχου,  δηλαδή του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών». Το Εποπτικό Συμβούλιο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του ΔΣ της Εταιρείας και αποτελείται από πέντε μέλη εκ των οποίων τα τρία επιλέγονται από το μοναδικό μέτοχο, μετά από σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που ενεργούν από κοινού, ενώ τα δυο, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου, επιλέγονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ενεργώντας από κοινού, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών. Είναι σαφές ότι και τα πέντε μέλη, μεταξύ αυτών και ο πρόεδρος, πρέπει, έτσι ή αλλιώς, να εγκρίνονται από την κομισιόν. 
          Στο άρθρο 201 περιγράφονται «Μέθοδοι και διαδικασία αξιοποίησης», σύμφωνα με το οποίο «Προκειμένου να προβούν σε ιδιωτικοποίηση περιουσιακών τους στοιχείων, η Εταιρεία και οι άμεσες θυγατρικές της (εξαιρουμένων των ΤΧΣ και ΤΑΙΠΕΔ) δύναται να προβαίνουν ενδεικτικά στην πώλησή τους, τη μεταβίβαση οποιωνδήποτε εμπράγματων ή ενοχικών δικαιωμάτων επί αυτών ή την εισφορά των τελευταίων σε ανώνυμες εταιρείες (Α.Ε.) ή ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες (Ι.Κ.Ε.) και στη συνεπακόλουθη πώληση των σχετικών μετοχών σε τρίτους». 
          Εν ολίγοις με το Υπερταμείο χρησιμοποιείται το τ σύνολο της Δημόσιας Περιουσίας  ως ενέχυρο για τα δάνεια του ελληνικού κράτους από τους Διεθνείς και Ευρωπαϊκούς Μηχανισμούς Στήριξης. Αυτό  έχει ως συνέπεια όχι μόνο την εκποίηση σε ιδιώτες καπιταλιστές και σε πολύ χαμηλές τιμές της δημόσιας περιουσίας, αλλά και  την απώλεια κρατικού ελέγχου σε κρίσιμους τομείς όπως ενέργεια και μεταφορές. Η παράταση της διάρκειας του Υπερταμείου και μετά τη λήξη των δανειακών υποχρεώσεων σηματοδοτεί τη δέσμευση της χώρας χωρίς ουσιαστικά ημερομηνία λήξης,  ενώ προβλέπεται και η δυνατότητα να ενταχθούν σε αυτό και νέα περιουσιακά στοιχεία.
           Στην ουσία το Δημόσιο με ευθύνη των αστικών κυβερνήσεων εκποιεί σε ιδιώτες και σε πολύ φθηνή τιμή  «έτοιμες αξίες», για να διευκολύνει τις επενδύσεις και την υψηλή κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων. 
            Επιπλέον, ούτε καν η ελληνική κυβέρνηση δεν ελέγχει το Ταμείο, αφού τα δύο από τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου επιλέγονται με σύμφωνη Γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του EMS και τα υπόλοιπα τρία επιλέγονται από αυτήν, ενώ το Εποπτικό Συμβούλιο διορίζει τα μέλη του Δ.Σ. με απλή διατύπωση γνώμης του Υπουργού. Τα Ευρωπαϊκά όργανα λοιπόν καθορίζουν ουσιαστικά την επενδυτική πολιτική, ενώ καμιά πρόβλεψη δεν υπάρχει για κοινοβουλευτικό έλεγχο ή λογοδοσία για  τους χειρισμούς της Εταιρείας.
          Αντίστοιχος οργανισμός διαχείρισης δημόσιας περιουσίας συστήθηκε στην ενιαία Γερμανία μετά την ανατροπή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας,  με την επωνυμία Treuhand,  για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας της Ανατολικής Γερμανίας, που εξελίχθηκε σε λεηλασία. Λειτούργησε από το 1990 έως το 1994, παραχωρώντας σε ιδιώτες 8.500 δημόσιες επιχειρήσεις και  σε πολλές περιπτώσεις σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αξία τους, με σκάνδαλα διαφθοράς  που απασχόλησαν επί σειρά ετών τα δικαστήρια.
         Κρίνοντας από τον πρωτοφανή  όγκο, τη διάρκεια και την ποιότητα του προγράμματος εκποίησης, μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η  πολιτική των τριών μνημονίων συνεχίζεται και  υλοποιείται σταδιακά, με τις απαραίτητες βέβαια θριαμβολογίες που θέλουν να παραπλανήσουν.
            Όσο για τις επενδύσεις, πέρα από μια λιγότερο ή περισσότερο έτσι κι αλλιώς αναιμική ανάπτυξη, αυτό που σίγουρα φέρνουν είναι  η  άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων και των  μικρομεσαίων στρωμάτων αλλά και των υποδομών και των φυσικών πόρων της χώρας. Αυτή η ανάπτυξη, επειδή είναι καπιταλιστική, δηλ. ταξική, ανταγωνιστική, εκμεταλλευτική, κυοφορεί και την επόμενη κρίση, ανεξάρτητα από την επιδημία, που χρησιμοποιείται μάλλον για να τη δικαιολογήσει.  Το ζήτημα λοιπόν είναι τι στάση πολιτική και συνδικαλιστική θα κρατήσουν εργαζόμενοι και άνεργοι, οι λαϊκές τάξεις των οποίων η ζωή συνθλίβεται από την καπιταλιστική επίθεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: