Με το θάνατο του
Σαββόπουλου, φυσικά και φρόντισαν
όλοι που κόπτονται για τη δημοκρατία, αλλά ψηφίζουν περιορισμούς δικαιωμάτων και μισθών
να επιδείξουν την ευαισθησία τους για την τέχνη και με εντυπωσιακές φράσεις να
εκφράσουν τη λύπη τους για το Διονύση που δεν είναι πια εδώ, για το δικό μας
Νιόνιο που έφυγε, που για πάντα η μουσική και τα τραγούδια του θα μας
συντροφεύουν. Για τον Σαββόπουλο εγκώμια και αφιερώματα, που, σχεδόν την πρώτη
εικοσαετία της καλλιτεχνικής του ζωής στην οποία και ολοκληρώνεται, φαινόταν να
είναι μια άλλη φωνή έξω από παιχνίδια με την εξουσία και σε αντίθεση με την υποταγή στην κυρίαρχη
ιδεολογία. Κι έτσι με το θάνατό του ο
Σαββόπουλος γίνεται αφορμή για προβληματισμό, για άλλη μια φορά, σχετικά με τις διαδικασίες που πληθωρικές προσωπικότητες της
τέχνης που φαίνονταν ν’ αποκαλύπτουν με το έργο τους τη βαναυσότητα του
συστήματος καταλήγουν παράγοντες σταθερότητάς του.
Κι
επειδή οι καλλιτέχνες λειτουργούν ως καθρέφτες, εκφράζοντας τις ανησυχίες που διαμορφώνουν την εποχή τους
και όταν τα έργα τους είναι εμπνευσμένα γίνονται καταλύτες για κοινωνικό αναστοχασμό, είναι πραγματικά ευκαιρία,
που μας τη δίνει ο θάνατος του Σαββόπουλου, να αναρωτηθούμε για την κοινωνία που εκφράστηκε στα τραγούδια του.
Είναι εκείνη η κοινωνία, κυρίως
των τριών δεκαετιών, των εξήντα, εβδομήντα ογδόντα, που οι αγώνες της νεολαίας
του 114 συναντούν τους αγώνες των φοιτητών του Πολυτεχνείου μέσα στην σκληρότητα
της δικτατορίας και στην ευφορία της μεταπολίτευσης, που αντιπαλεύει με την παράδοση της εθνικόφρονης δεξιάς και
αμφισβητεί στην πολιτική την ένταξη και δογματική ιδεολογία. Ο Σαββόπουλος στα
τραγούδια του είναι σύγχρονος μ’ αυτήν την εποχή του. Σ΄ αυτά τα τραγούδια, που
η κοινωνική τους θεώρηση είναι αρκούντως επαναστατικά ανθρωπιστική, για να εκφράζουν ένα μεγάλο
μέρος από τους «εκδρομείς» του ’60 και ο ερωτισμός τους αποδίδεται με υπέροχους
στίχους, συγχωνεύοντας ατομική και πολιτική ζωή, μεγάλο ποσοστό από τις γενιές αυτών των δεκαετιών αναγνώρισαν ως δικό τους το Σαββόπουλο. Σ΄ αυτά τα τραγούδια τα
τραύματα των τελευταίων χρόνων είναι οδυνηρά, η πολιτική ζωή μια πληγή, οι ιδεολογίες
και τεχνικές εξουσίας όψεις του ίδιου νομίσματος, όψεις του κόσμου του
κεφαλαίου, μιας καταναλωτικής κοινωνίας που καταβροχθίζει τα πάντα, ως και την
ίδια τη μνήμη, με θελκτικές τις αντιεξουσιαστικές προτάσεις και επαναπροσδιορισμό του νοήματος του κακού μετά την απομυθοποίηση
ηγετών, τις πολιτικές αμφιβολίες, την απόρριψη ιδεολογιών, το υπαρκτό αδιέξοδο.
Στο τέλος, η αναζήτηση ενός στηρίγματος οδηγεί στο παρελθόν,
ανασταίνοντας ωραιοποιημένους ορθοδοξία
και έθνος, και στην κοινοτοπία της αγάπης, καθαγιάζοντας την προσωπική ζωή.
Κι όταν εδραιώνεται
η απομάκρυνση από το πολιτικό και χαρακτηρίζεται το βύθισμα στο ιδιωτικό και
ατομικό ακόμα και επαναστατικό ο Σαββόπουλος λόγω και έργω από περιθωριακή έκφραση
μεταβάλλεται σε κεντρική. Από τη συναυλία σώου στο Ολυμπιακό στάδιο το 1983, με
την αποχώρησή του με αερόστατο, μέχρι
τον εορτασμό το 2004 στο Ηρώδειο των 40 χρόνων του στο τραγούδι με την αναδυομένη
από την τούρτα Καλομοίρα, ο Σαββόπουλος στην πραγματικότητα, ως
πρόσωπο πια, εκπροσωπεί μεγάλο μέρος από
όλους εκείνους τους νέους που κοινωνικά καλοστεκούμενοι πια είχαν συναντηθεί με
τα τραγούδια του εκείνες τις δεκαετίες. Δηλ. όλους όσοι περιθωριοποιημένοι ή
αδικημένοι από το μετεμφυλιακό κράτος μπορεί και να αγωνίστηκαν στα Ιουλιανά, να φυλακίστηκαν στη χούντα, να μάτωσαν στο
Πολυτεχνείο, αλλά σπάζοντας τον ομφάλιο
λώρο με την κομμουνιστική επαναστατική παράδοση αναζητούσαν έναν νέο κόσμο,
αυτόν της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του εκδημοκρατισμού.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά προδοσία
εκ μέρους του όπως θέλουν να τη βλέπουν εκείνοι οι γέροντες πια εκδρομείς του
’60, που εξελίχτηκαν σε φιλελεύθερους μικροαστούς. Η διαίσθηση και ευαισθησία του Σαββόπουλου
βρήκε αυτόν τον εύστοχο χαρακτηρισμό για όσους εκείνες τις δεκαετίες τα οράματά
τους, πέρα από ταξικό ανταγωνισμό, περιορίζονταν στο αίτημα της δημοκρατίας, στο
τέλος του μεταεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης, στο όνειρο της
καπιταλιστικής ανάπτυξης και στην εξάλειψη της ανεργίας. Και είναι ο
καπιταλισμός που τους πρόδωσε, που τους είχε ξελογιάσει με την
αέναη ανάπτυξή του, με τις διακηρύξεις για ισότητα και δικαιοσύνη της αστικής
δημοκρατίας, με τις υποσχέσεις για ευημερία και όχι ο Σαββόπουλος που
συμβιβάστηκε. Γιατί ο Σαββόπουλος πρωτίστως και κυρίως τους μικροαστούς
εξέφρασε, που φλερτάρουν με τον αναρχισμό, το κοινωνικό περιθώριο, όταν τους απογοητεύει ο
καπιταλισμός, αλλά δεν τολμούν τη ρήξη, αφού αυτό προϋποθέτει προσωπικές θυσίες
και πιθανές υλικές απώλειες.
Και αν λοιπόν τώρα πια οι «εκδρομείς» του ’60 έχουν ολοκληρώσει την …
εκδρομή τους ακόμα όμως διαχέεται στην κοινωνία μας η γλυκερή νοσταλγία τους για
συλλογικές παραμυθίες που η ίδια η εξουσία καλλιεργεί, για να φτιασιδώσει το
πρόσωπό της, να ξεγελάσει για τον αυταρχισμό της. Γι’ αυτό και του Κ. Μητσοτάκη η παρουσία και ο επικήδειος του στην εξόδιο ακολουθία του Σαββόπουλου ήταν η
ευκαιρία του να μακιγιάρει τη
διακυβέρνησή με υλικά μιας νεκρής αριστεράς,
μετά μάλιστα τις απαγορεύσεις για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη που καταγράφηκαν
ως ακροδεξικές επιλογές. Ο κομμουνιστής
Μ. Θεοδωράκης δεν του έκανε αυτή την χάρη, γιατί παρ΄όλες τις πολιτικές παλινωδίες του παρέμεινε
κομμουνιστής που θεώρησε την επαναστατική συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά την ύψιστη προσφορά του στους κοινωνικούς
αγώνες. Ο ταλαντούχος Σαββόπουλος ζώντας σε άλλα χρόνια, χωρίς επαναστατική
έξαρση και οράματα που ελευθερώνουν την ψυχή δεν συνέλαβε ποτέ αυτό το πέταγμα
που δίνει στην τέχνη η καταβύθισή της στο κοινωνικό κι έτσι το αδιέξοδό του στην
τέχνη συνταυτίστηκε με το αδιέξοδο των μικροαστών που ποτέ δεν αρνήθηκαν τον
καπιταλισμό της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Στην
τελική, η προσωπική ζωή του καλλιτέχνη δεν επηρεάζει την αισθητική εμπειρία ενός
έργου τέχνης, το πολύ να βοηθήσει στην κατανόησή του. Γιατί το έργο
τέχνης όταν δημιουργηθεί και παραδοθεί
στο κοινό απελευθερώνεται από το
δημιουργό του. Κι επειδή η τέχνη δεν
περιορίζεται σε μια απλή αισθητική δραστηριότητα, αλλά είναι βαθιά ριζωμένη
στις υλικές συνθήκες παραγωγής και στις
κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν μια εποχή, γι’ αυτό και μπορεί να είναι ένα όργανο αποξένωσης στην
υπηρεσία των κυρίαρχων τάξεων, αλλά και ένας χώρος αντίστασης και
απελευθέρωσης. Η τέχνη λοιπόν μπορεί να γίνει ένα μέσο με το οποίο το άτομο και
η κοινότητα μπορούν να ανακτήσουν ένα χαμένο νόημα, να δημιουργήσουν ένα όραμα. Το ζητούμενο λοιπόν με το Σαββόπουλο είναι αν αυτό το
κατάφερε με το έργο του τουλάχιστον σ’ εκείνες τις πρώτες δεκαετίες της πιο δημιουργικής καλλιτεχνικής
του ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου