Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΚΑΡΙΚΑΤΟΥΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

Στο αστικό πολιτικό  μας σύστημα, ενώ φάνηκε όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση με την επιβολή των μνημονίων να διαταράσσεται η ισορροπία του με την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, μέσα σε λιγότερο από μια τριετία αυτή αποκαταστάθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ σαν έτοιμος από καιρό, τονίζοντας μάλιστα την αριστερή ριζοσπαστικότητά του και με σημαία του την αντίθεση με τα μνημόνια,  ανέλαβε προθύμως να αποκαταστήσει το σχήμα του δικομματισμού που διατηρεί και αναπαράγει τον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό, παίρνοντας τη θέση του ΠΑΣΟΚ. Και μετά σχεδόν 10 χρόνια, αφού εκτέλεσε για την κυρίαρχη εξουσία επιτυχώς το ρόλο του, παρακολουθούμε σε απευθείας σύνδεση με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τη διάλυσή του  εν μέσω χλεύης, εμπαιγμών και γελοιοποίησης, με προεξάρχοντα τον εξ Αμερικής ορμώμενον Στ. Κασσελάκη.  Και αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά  τον ύποπτο ρόλο που πάντα παίζει η σοσιαλδημοκρατία στους λαϊκούς και εργατικούς αγώνες.
          Στην Ελλάδα η κατοχική αντιστασιακή δράση, η  ένοπλη ταξική σύγκρουση, με επικεφαλής το ΚΚΕ,  ενάντια στην εγχώρια αστική τάξη που συνεπικουρούνταν από τις ξένες δυνάμεις της Βρετανίας και μετά των ΗΠΑ,  σε συνδυασμό με την αντιδικτατορική αντίσταση γενικά της Αριστεράς δημιούργησε μια σύγχυση για τα όρια και το περιεχόμενο της Αριστεράς. Αν προπολεμικά τα κομμουνιστικά κόμματα βρέθηκαν υποχρεωμένα να λειτουργούν ως αντιφασιστικές δυνάμεις και λιγότερο ως δυνάμεις κοινωνικής ανατροπής, στη χώρα μας το μετεμφυλιακό κράτος και η δικτατορία επέβαλλαν τη διατήρηση ως κύριο χαρακτηριστικό του κομμουνιστικού κινήματος  τον αντιφασισμό που συνοδευόταν από το αίτημα του εκδημοκρατισμού. Γιατί μέχρι τη δικτατορία αναπαραγόταν ο κοινωνικός σχηματισμός χρησιμοποιώντας τον καταπιεστικό μηχανισμό του κράτους. Μετά τη δικτατορία ξεκίνησε ο εκσυγχρονισμός του κρατικού φορέα και του πολιτικού συστήματος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αφού διακαής πόθος σχεδόν του συνόλου της αστικής μας τάξης ήταν η  ένταξη στην τότε ΕΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ πήρε από το κίνημα που είχε σχέση με το εργατικό κίνημα τον αντιφασισμό, την αντιδεξιά γραμμή, την πάλη κατά σκανδάλων και γενικά της καθεστηκυίας τάξης που προκαλεί ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις και χειραγώγησε τις διεκδικήσεις του. Το μάξιμουμ αυτών των διεκδικήσεων έγινε το  κράτος πρόνοιας κι έπαψε στην κοινωνία να τίθεται ζήτημα σοσιαλιστικής επανάστασης και κοινωνικής ανατροπής.  Η κυρίαρχη και μόνη προοπτική έγινε ο εκσυγχρονισμός και εκδημοκρατισμός με σύσσωμους τους μικροαστούς να ομνύουν στο όνομα του Α. Παπανδρέου.
          Κι ύστερα ήρθαν τα μνημόνια που απείλησαν με οικονομικό αφανισμό μικροαστούς και μικρομεσαίους, που νιώθοντας προδομένοι από το ΠΑΣΟΚ, στράφηκαν σ’ εκείνη την πολιτική δύναμη, το ΣΥΡΙΖΑ, που στο νέο απειλητικό περιβάλλον με έωλες υποσχέσεις ανέλαβε να εφησυχάσει φόβους και ανησυχίες. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η αστική τάξη σε ήρεμες περιόδους οικονομικής σταθερότητας και σε αντιπαράθεση με το αντίπαλο δέος του σοσιαλισμού,  μπορεί να διαθέτει τρόπους να ενσωματώνει στρώματα εργαζομένων στο σύστημα, όπως έγινε με το ΠΑΣΟΚ, γι’ αυτό και δημιουργήθηκε κίνημα γύρω από αυτόν τον πολιτικό φορέα. Με μοναδική όμως κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη τις ΗΠΑ,  με την οικονομική κρίση, τα μνημόνια και την ένταση των απαιτήσεων του καπιταλισμού δεν αφήνονταν στο ΣΥΡΙΖΑ  περιθώρια εξισορρόπησης των αρνητικών τους συνεπειών στην κοινωνία, χωρίς ρήξη και ανατροπή. Χωρίς λοιπόν αμφισβήτηση του ρόλου του κεφαλαίου, αφήνοντας άθικτη την οικονομική δομή η σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ  σαν κυβέρνηση δεν έκανε άλλο από το να ψηφίζει και να εφαρμόζει  νόμους που νομιμοποιούσαν τις επιθέσεις του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας.
          Ήταν λοιπόν θέμα χρόνου να αποκαλυφτεί για δεύτερη φορά η χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας,  με τη μορφή αυτή τη φορά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πλήρως απροετοίμαστη, με την ασυνέπειά της φανέρωνε διάτρητη την ιδεολογία  της και ξεκάθαρη την προθυμία της να σαρώσει όλα τα στηρίγματα μιας φιλολαϊκής πολιτικής διαμορφώνοντας θεσμούς και καταστάσεις κομμένους και ραμμένους στα καπιταλιστικά συμφέροντα.  Έκδηλη πια η ανεπάρκειά της, έβλεπε η συνταγή της να μην έχει πέραση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα και  φάνηκε εύλογη για τους απογοητευμένους  ψηφοφόρους  της η αποχώρηση της από την εξουσία για να αναλάβουν οι αυθεντικοί συντηρητικοί, που προέκυψαν στην πορεία αρκούντως ακροδεξιοί.
          Όμως η αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας να αναιρεθούν κάποιες από τις συνέπειες της καπιταλιστικής επίθεσης φέρνει στο προσκήνιο εκείνες τις δυνάμεις που έναν αιώνα τώρα με συνέπεια, μέσα από πάλη και αγώνες, μιλούν για ανατροπή του καπιταλισμού, τους κομμουνιστές. Εξάλλου, ο  εκφυλισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η γελοιοποίησή του, μια καρικατούρα πολιτικής πια,  με έναν πρόεδρο από το πουθενά που οι παρατρεχάμενοι της κυρίαρχης εξουσίας χρεώνουν συλλήβδην στην αριστερά για να την απαξιώσουν, δεν καταφέρνουν να αγγίξουν το ΚΚΕ που πολύ νωρίς διαχώρισε τη θέση του από το είδος της Αριστεράς που πρέσβευε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι μεταλλάξεις του. Και έτσι έχει απομείνει ο μόνος αντίπαλος στην καπιταλιστική λαίλαιπα, οργανωμένος και ισχυρός, το Κομμουνιστικό κόμμα, που τα τελευταία χρόνια όσο αυξάνει ο κόσμος που συσπειρώνεται μαζί του περνά από τη λογική της άμυνας στη λογική της επίθεσης.   
           Κι αν ο κυρίαρχος λόγος επιμένει στην ταύτιση της Αριστεράς με το ΣΥΡΙΖΑ σε μια προσπάθεια διάλυσής της πια ως αυτόνομης πολιτικής δύναμης, το κάνει όχι μόνο  με σκοπό  να  διαγράψει κάθε ελπίδα για  προοπτική κοινωνικού μετασχηματισμού,  αλλά και  για να παρασύρει δεξιότερα το πολιτικό εκκρεμές του πολιτικού συστήματος, διαμορφώνοντας καταστάσεις για δημιουργία του δεύτερου πόλου στο δικομματικό σύστημα. Γιατί έχοντας  μείνει χωρίς πολιτική η σοσιαλδημοκρατία, θα πρέπει το πολιτικό μας σύστημα να εφεύρει τον άλλο πόλο του δικομματισμού για να συνεχίσει απρόσκοπτα να λειτουργεί η αστική μας δημοκρατία χωρίς ατυχήματα, δηλ. χωρίς τον κίνδυνο να αναδειχθεί και εκλογικά ισχυρή πολιτική δύναμη το ΚΚΕ.
           Έχοντας αποδειχθεί φρούδες ελπίδες οι υποσχέσεις για ισορροπία ανάμεσα σε μια καπιταλιστική οικονομία και ένα  αστικό κράτος που δήθεν προσπαθεί να αναιρέσει ορισμένες από τις κοινωνικά ανεπιθύμητες συνέπειές της, αποδεικνύεται   ότι η επιβολή του κόσμου της εργασίας στην οικονομία συνεπάγεται την κατάργηση του καπιταλισμού. Η αστική τάξη δηλ. παράγει αντιθέσεις που επανατροφοδοτούν τον αγώνα της εργατικής τάξης, επιβεβαιώνοντας το ΚΚΕ και καθιστώντας το ξανά το μοναδικό πόλο συσπείρωσης κάθε αντικαπιταλιστικού και αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

 

Στην επίκαιρη ερώτηση που το ΚΚΕ κατέθεσε στη βουλή, με την οποία ζητά λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών από την τελευταία καταστροφική πυρκαγιά στην Αττική, επισημαίνεται η ολιγωρία της κυβέρνησης για τη λήψη προληπτικών μέτρων  υπενθυμίζοντας τις « απαράδεκτες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), που επιδίωκαν να μεταθέσουν στην ατομική ευθύνη την προστασία της λαϊκής περιουσίας και συνάντησε δικαιολογημένα γενική κατακραυγή». Ήταν τον περασμένο Απρίλιο που ξεκινούσε η εφαρμογή  της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (19/5/23) των υπουργών Περιβάλλοντος, Εσωτερικών και Πολιτικής Προστασίας που μετέφερε στους ιδιοκτήτες σπιτιών που βρίσκονται μέσα ή κοντά σε δάσος και άλση την ευθύνη της προστασίας των σπιτιών σε περίπτωση πυρκαγιάς στο δάσος.
        Δεν είναι η πρώτη ή μοναδική φορά που η κυρίαρχη εξουσία με το αφήγημα της δέσμευσης και δράσης που επικεντρώνεται στο άτομο ως οδηγό αλλαγής  αρνείται  τις δικές της ευθύνες, τονίζοντας την υπερβολική ατομική ευθύνη που δημιουργεί την ιδέα ότι η λύση στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα  είναι θέμα ατόμου.  Εξάλλου, στην ατομική ευθύνη χρεώθηκε και η καλή έκβαση της επιδημίας του κορωνοϊού, όταν τα διαφημιστικά σποτ της κυβέρνησης τόνιζαν «δείχνουμε ατομική ευθύνη, μένουμε στο σπίτι», αποφεύγοντας η κυβέρνηση να αναλάβει τις δικές της ευθύνες για την ενίσχυση του Συστήματος Υγείας. Τότε που ο Κ. Μητσοτάκης σε ένα από τα πολλά του  τηλεοπτικά μηνύματα, 17 Μαρτίου 2020, διαβεβαίωνε «πιστέψτε με, η νίκη θα έλθει μόνον αν όλοι -ο καθένας ξεχωριστά- φανούμε πειθαρχημένοι στρατιώτες σε αυτόν τον «πόλεμο της ζωής». Γιατί ο εχθρός είναι αόρατος και ύπουλος. Μείνετε, λοιπόν, ασφαλείς, μείνετε σπίτι!» Η κυρίαρχη εξουσία  δηλ. αποφάσιζε ότι ο καλύτερος τρόπος για να εκτρέψει τις ευθύνες από τον αμφισβητούμενο  χειρισμό της πανδημίας ήταν να τις μεταθέσει στα άτομα. Και αυτή η απόφαση φαίνεται να λειτούργησε. Οι περισσότεροι ήταν πρόθυμοι να κατηγορήσουν τον εαυτό τους για την εξάπλωση του ιού ή την πληρότητα των ΜΕΘ παρά το κράτος που πέταγε λεφτά σε εξωτερικές αναθέσεις ή πλήρωνε ιδιωτικές κλινικές.
        Δεκαετίες τώρα, μια σειρά από μεταρρυθμίσεις έχουν εξοικειώσει την κοινωνία με μακροοικονομικές πολιτικές, όπως περικοπές δημοσίων δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις, αυτονομία τραπεζικού συστήματος κλπ. που  επηρεάζουν όμως και τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο.  Δεν αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως άτομα που βασίζονται  και είναι  υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλο, αλλά ως άτομα απομονωμένα, που  περιστασιακά …προσκρούουν σε άλλα, που στην πραγματικότητα δεν ενσωματώνονται σε καμιά κοινότητα, τάξη ή κοινωνία. Επιπλέον,  η μετατόπιση από τις δημόσιες στις ιδιωτικές δαπάνες και από το δημόσιο στο χρέος των νοικοκυριών, έχει ενισχύσει την αφήγηση της ατομικής  έναντι της συλλογικής ευθύνης. Η ίδια η κατανάλωση είναι μια βαθιά εξατομικευμένη δραστηριότητα που ενισχύει την αίσθηση της διαφοράς και της ανωτερότητας ή της κατωτερότητας μεταξύ ατόμων,  ακόμα κι αν τα γούστα και οι προτιμήσεις διαμορφώνονται βαθιά από την ευρύτερη κοινωνία. Και η απαξίωση του συνδικαλισμού με τη διάλυση συνδικάτων είναι άκρως απομονωτική, αφού αποτρέπεται έτσι η συνεργασία με άλλους εργαζόμενους για διεκδίκηση και διαπραγμάτευση με την εργοδοσία. Ο χαμηλά αμειβόμενος ή άνεργος απομένει μόνος του και είναι πιο πιθανό να αισθάνεται προσωπική ντροπή και άγχος για την κατάστασή του παρά δίκαιη αγανάκτηση για την κυρίαρχη τάξη που του επιβάλλει αυτόν τον τρόπο ζωής. Η κυρίαρχη αφήγηση της ατομικής ευθύνης ενισχύεται μέσα από την ιδεολογία της λιτότητας, αφού τονίζεται ότι είναι προσωπική ευθύνη του καθενός να βρει δουλειά, να διαπραγματευτεί με τον εργοδότη του, να διαχειριστεί επιτυχώς  τις οικονομικές του ανάγκες.  Η αναγνώριση του ατόμου ως ελεύθερου όντος και κατόχου θεμελιωδών δικαιωμάτων χρησιμοποιείται από την κυρίαρχη εξουσία για να αναζητηθεί  η λύση για τα κοινωνικά προβλήματα στο άτομο, το οποίο αν δεν  αλλάξει τις ενέργειές του είναι υπεύθυνο, ακόμα και ένοχο. Ακριβώς όπως οι άνεργοι που είναι ένοχοι που δεν βρίσκουν δουλειά.
         Αυτή η μετατόπιση της έννοιας της ευθύνης  έχει ανακατευθύνει την προσοχή από τους ευρύτερους δομικούς μετασχηματισμούς στην ενέργειες των ατόμων και έγινε το αφήγημα πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η αποδόμηση του περίφημου κράτους Πρόνοιας, πείθοντας τους εργαζόμενους ότι είναι υπεύθυνοι για τη δική τους ατυχία, ενώ δεν είναι.  Οι μεγάλες περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες έχουν δημιουργήσει τρομερές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που απαιτούν υψηλό βαθμό προσωπικής ευθύνης μόνο και μόνο για να τα βγάλει πέρα ο καθένας.
          Δίνεται λοιπόν λίγη προσοχή στον ρόλο του τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και κατ’  επέκταση της κοινωνίας, στον τρόπο που αυτά καθορίζουν την εξέλιξη της ζωής του ανθρώπου. Ενθαρρυνόμαστε να βλέπουμε τη ζωή μας ως αυτοδημιούργητη, παρά ως υποπροϊόν συλλογικών προσπαθειών και υλικών δεδομένων,  γι’ αυτό και οι  προτροπές για κυνήγι του ονείρου που στο τέλος θα δικαιωθεί πληθύνονται ολοένα. Η ακραία έμφαση της ατομικής ευθύνης προβλέπει αποκλειστικά την αλλαγή μέσω του απομονωμένου ατόμου, του οποίου οι συμπεριφορές που συσσωρεύονται στους συνανθρώπους του επιτρέπουν τη συνολική τροποποίηση, στην πραγματικότητα  όμως σε ένα θεωρητικό επίπεδο. Αντίθετα,  η ατομική ευθύνη τείνει να κάνει αόρατα τα καπιταλιστικά συμφέροντα που ευθύνονται για την πλειοψηφία των κοινωνικών προβλημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η παραγωγή, η αναδιανομή του πλούτου επιβάλλουν συγκεκριμένες σχέσεις και συμπεριφορές ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι λοιπόν στις συνθήκες της αναπτυγμένης  αστικής κοινωνίας που διαμορφώνονται και οι αντιλήψεις ενός εντονότερου ατομισμού. Κι έτσι δυναμώνει η ωφελιμιστική στάση, ο άνθρωπος απέχει από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνικής ζωής.
            Είναι το καπιταλιστικό σύστημα που διαμορφώνει τη σχέση μας με την πραγματικότητα και την αντίληψή μας για τον κόσμο. Η ανεργία, η φτώχεια είναι αποτέλεσμα ενός συστήματος που κύριος στόχος του είναι ο εμπλουτισμός του κεφαλαίου με την εργασία  αυτών που δεν το έχουν. Η ανασφάλεια και η ανισότητα δεν είναι ένα τυχαίο σύμπτωμα που πρέπει να απορροφήσει το σύστημα, είναι αναπόσπαστο μέρος του καπιταλισμού.  Σ’ αυτήν λοιπόν την κοινωνική βάση είναι που αναπτύσσεται ένας έντονος ατομισμός και μετατοπίζεται το ενδιαφέρον από το συλλογικό στο ατομικό που εναποθέτει στο κάθε άτομο μεμονωμένα κάθε ευθύνη για κάθε πρόβλημα.Το άτομο όμως προσδιορίζεται και αναδεικνύει τους κοινωνικούς παράγοντες της συλλογικότητας, γιατί η ολοκληρωτική ανάπτυξη ενός αυτοτελούς ατόμου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε συνδυασμό με τη συλλογικότητα και μέσα από αυτή.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ

 

Τελευταία οι  προβληματισμοί για τη «βαριά μας βιομηχανία» τον τουρισμό,  με τις συνέπειες που προκαλεί η αύξησή του στην καθημερινή  ζωή και στο περιβάλλον μοιάζει να πληθύνονται. Οι διαμάχες που προκαλούνται και σχετίζονται με πρακτικές τουρισμού  και οι διαμαρτυρίες των κατοίκων δεν αφορούν αποκλειστικά την αύξηση των τουριστών, αλλά  αμφισβητούν και το είδος των αστικών εξελίξεων και μετασχηματισμών και για το ποιον ευνοούν και ωφελούν.
        Πέρυσι, το Μάρτιο του 2023, με την άγρια επίθεση που  δέχτηκε ο αρχαιολόγος στην εφορία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων  Μ.  Ψαρρός ήρθαν στο προσκήνιο  με ρεπορταζ και ειδήσεις οι  πολεοδομικές και άλλες αυθαιρεσίες στα τουριστικά νησιά και ιδιαίτερα στη Μύκονο, όπου υπηρετούσε ο αρχαιολόγος. Αποκαλύψεις για τις παρανομίες στις παραλίες, καθώς τότε ξεκινούσε και η καλοκαιρινή περίοδος του τουρισμού,  συμβάλανε ώστε η αντίθεση του κόσμου για την παράνομη κατάληψη των παραλιών από επιχειρηματίες και τον περιορισμό της πρόσβασης σε αυτές να εκφραστεί με διαμαρτυρίες σε πολλά νησιά και τουριστικούς προορισμούς της χώρας. Κι ένα πλήθος από άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης ή της κεντρικής πολιτικής σκηνής έδειχναν έκπληκτοι για τις παρανομίες. Με σθένος διαβεβαίωναν την πάταξη των παρανομιών που χρόνια ολόκληρα παραδόξως αγνοούσαν, μέχρι που άρχισαν να πληθαίνουν οι διαμαρτυρίες, τις οποίες έσπευσαν οι πέριξ της κυρίαρχης εξουσίας δημοσιογράφοι να βαφτίσουν υποτιμώντας τες κίνημα πετσέτας.
          Φέτος η κυβέρνηση μέσω  του Υπουργείου  Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, έβγαλε και ανακοίνωση στις 24 Ιουλίου, δεν έχανε ευκαιρία  να διαφημίζει την επιβολή προστίμων σε επιχειρηματίες που καταλάμβαναν αυθαίρετα τμήματα παραλιών και δεν συμμορφώνονταν με το νομοθετικό πλαίσιο. Συγχρόνως επαναλαμβάνει τις προθέσεις της να διευθετήσει το πρόβλημα της βραχυχρόνιας μίσθωσης καταλυμάτων που περιορίζουν την προσφορά κατοικίας για ενοικίαση, αλλά και αλλάζουν τον χαρακτήρα ολόκληρων γειτονιών  με τη συγκέντρωση σ’ αυτές μεγάλου αριθμού τουριστών.
          Από την άλλη δημοσιογράφοι, όπως ο Α. Πορτοσάλτε που  προτείνει να παραχωρηθούν οι τουριστικοί τόποι εξ ολοκλήρου στους τουρίστες, αφού «δεν χωράμε» και να μην πηγαίνουμε διακοπές στον τόπο μας την περίοδο της τουριστικής αιχμής, θριαμβολογούν για την αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό.  Ενώ την ίδια λογική εκφράζει και  η  έκτακτη ανακοίνωση στα τέλη Ιουλίου της Τοπικής Κοινότητας Θήρας για ελάττωση των μετακινήσεων των πολιτών για διευκόλυνση των τουριστών.  Και αυτή η λογική της προτεραιότητας του τουρισμού δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κάτι ακραίο, αλλά μάλλον ως προάγγελος του μέλλοντος που διαμορφώνεται στον τουριστικό τομέα. 
         Καθώς η οικονομία της Ελλάδας αναπτύσσεται μονοδιάστατα, βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, αφού η συνολική συνεισφορά του άμεσα και δευτερογενώς, αντιστοιχεί μέχρι και  34% του ΑΕΠ, οδηγεί  τη μετατροπή όλης της χώρας σε τουριστικό κατάλυμα και τους κατοίκους της σε εργαζόμενους παροχής υπηρεσιών. Επομένως επειδή  ο τουρισμός αποτελεί μια από τις κύριες πηγές εισοδήματος χρησιμοποιείται  ως  μοχλός ανάπτυξης, στο βαθμό που καταλαμβάνει  μια θέση σημαντική στην οικονομική και χρηματοοικονομική δομή της εθνικής οικονομίας και έτσι ασκεί μεγάλη επιρροή στους άλλους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας ευρύτερα. Ο τουρισμός λοιπόν εξελίσσεται σε έναν τομέα ανάπτυξης που είναι σχετικά εύκολο να προωθηθεί με ελάχιστες δημόσιες επενδύσεις, όσες είναι απαραίτητες και μόνο αναγκαίες με την αναμόρφωση των αστικών χώρων και τη χρήση μάρκετινγκ.
         Η ανάπτυξή του αντανακλάται  τόσο στην παρουσία τουριστών και  στην επιθυμία των τοπικών αρχών ή επιχειρήσεων να αυξηθεί ο αριθμός τους  στην επικράτειά τους, όσο και  στην αρνητική στάση απέναντι στον τουρισμό και  στο  τουριστικό «βλέμμα» μέσα από το οποίο ερμηνεύεται ο κόσμος. Ο τουρισμός δεν είναι ένα αυτόνομο φαινόμενο που μπορεί να διαχωριστεί από το αστικό του πλαίσιο και πολύ περισσότερο από το είδος της οικονομίας που υπηρετεί. Οι διαφορετικές μορφές του και οι ξεχωριστές πρακτικές του αναμειγνύονται με τις κανονικές αστικές πρακτικές σ’ ένα καπιταλιστικό περιβάλλον,  όπως είναι η στέγαση, η αναψυχή, η κινητικότητα, η κατανάλωση.  Ως εκ τούτου, τα όρια μεταξύ τουριστικών και μη τουριστικών αστικών πρακτικών είναι ασαφή, ρευστά και αλληλοκαλυπτόμενα.
           Ο τουρισμός αλλάζει και μεταμορφώνει πόλεις και αστικούς χώρους και αντίστροφα, ενώ αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν είναι πάντα επιθυμητοί από την μεριά  των κατοίκων. Γιατί η ανάπτυξη  του τουρισμού σημαίνει την προετοιμασία μιας περιοχής, ενός προορισμού, τη διαμόρφωση του χώρου που με τη σειρά του διαμορφώνει τις χρήσεις του. Δηλ.  ο τουριστικός προορισμός είναι ένα προϊόν που «κατασκευάζεται. Η εξέλιξη μάλιστα των τουριστικών πρακτικών αμφισβητεί τις αντιθέσεις που υπάρχουν μεταξύ τουριστικών και μη τουριστικών προορισμών. Οι τουριστικοί προορισμοί γίνονται συνηθισμένοι τόποι, ενώ οι συνηθισμένοι τόποι γίνονται τουριστικοί προορισμοί. Οι νέες τάσεις στις τουριστικές πρακτικές για αναζήτηση αυθεντικών εμπειριών ή νέων τρόπων αξιοποίησης  αυτής της αυθεντικότητας, καθώς οι νέοι τουρίστες φαίνεται να αναζητούν όλο και περισσότερο μια αυθεντική εμπειρία ή και μια εξατομικευμένη συγκίνηση, κάνουν θολά τα όρια μεταξύ του εδώ και του αλλού και ανάμεσα στο εξωτικό και το καθημερινό.
            Κι αν ο τουρίστας αναζητά  ταξίδια για να ξεφύγει από την αποξένωση της σύγχρονης ζωής, η αναζήτηση αυτή  είναι  καταδικασμένη σε αποτυχία, λόγω της ίδιας της φύσης της τουριστικής πρακτικής, η οποία χρησιμοποιείται από τους τουρίστες και από την αγορά. Ο τουρίστας ως παραθεριστής αναζητά, ανεξάρτητα από τη χώρα, την ίδια άνεση ζωής που έχει συνηθίσει, πράγμα που συνεπάγεται ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου ξενοδοχειακούς πόρους των οποίων τα πρότυπα τείνουν να είναι παγκοσμιοποιημένα και ομογενοποιημένα. Ταυτόχρονα ως ταξιδιώτης ψάχνει για το αυθεντικό. Ο τουρισμός όμως έχει γίνει έχει γίνει ένα στοιχείο μάρκετινγκ που στοχεύει να κάνει έναν προορισμό ή μια εμπειρία του τουρισμού να ξεχωρίζει και διαμορφώνει τη φύση για να εφεύρει την παραλία, το βουνό ή την ύπαιθρο. Η φύση γίνεται η κληρονομιά της ανθρώπινης δράσης και ο τουρισμός επινοεί αυτήν την κληρονομιά. Προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στην τουριστική ζήτηση της αλλαγής του τοπίου και της αυθεντικότητας, οι κοινωνίες λοιπόν είναι καταδικασμένες να αναζωπυρώνουν ένα ανασυσταμένο παρελθόν ή ακόμη και να αναδημιουργούν από το μηδέν έναν πολιτισμό που εξαφανίστηκε εδώ και πολύ καιρό.
         Εν ολίγοις, η τουριστική βιομηχανία είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι το κεφάλαιο δεν δημιουργείται μόνο στους χώρους παραγωγής,  αλλά και στους χώρους  αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του. Το κεφάλαιο μπορεί να κάνει εμπόρευμα  ακόμα και την ανάγκη να σπάσει το διαχωρισμό παραγωγικού χρόνου και ελεύθερου χρόνου, την ίδια στιγμή που εμείς κινούμαστε ανυποψίαστοι στο χώρο τους ελεύθερου χρόνου.