Καθώς από τη μια οι μαζικές διαδηλώσεις της εκπαιδευτικής,
και όχι μόνο, κοινότητας συνεχίζονται κοντά ένα μήνα τώρα ενάντια στην ίδρυση
ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρακάμπτοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος, και από
την άλλη και οι διαμαρτυρίες αγροτών εξαπλώνονται σε όλη την Ελλάδα, η
κυβέρνηση προσπαθεί με διάφορους τρόπους
να κατευνάσει
την οργή και να χειραγωγήσει τις αντιδράσεις. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη
εστιάζοντας κυρίως στην επικοινωνιακή διαχείριση των προβλημάτων δεν ξεφεύγει
από την πεπατημένη που τις τελευταίες δεκαετίες οι αστικές δημοκρατίες της
Δύσης ακολουθούν. Επιδιώκοντας τη συναίνεση βροντοφωνάζει ότι αναγνωρίζει και
κατανοεί τα προβλήματα των κοινωνικών ομάδων όταν τα διεκδικούν δυναμικά με το
φόβο ανεξέλεγκτων διαστάσεων των αντιδράσεών τους, σε μια προσπάθεια εξουδετέρωσής
τους.
Το ίδιο ακολουθήθηκε
και στη συνάντηση του πρωθυπουργού με την
αντιπροσωπεία των αγροτών, όπου με όλους τους τρόπους τονίζονταν
η καλή πρόθεση της κυβέρνησης η οποία
βρίσκει τοίχο στις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας,
επιστρατεύοντας εμμέσως τον κοινωνικό
αυτοματισμό.
Τελικά
ο Κ. Μητσοτάκης
επί του πρακτέου περιορίστηκε να ανακοινώσει στους
αγρότες μείωση της
τιμής του ρεύματος, όχι
ενιαία αλλά και με προϋποθέσεις.
Ο θυμός
των αγροτών που έχουμε δει να ξεχύνεται στους δρόμους όχι μόνο της Ελλάδας αλλά
και άλλων ευρωπαϊκών χωρών δεν σημαίνει ότι τα αγροτικά προβλήματα είναι
εισαγόμενα, όπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρέσκεται για όλα τα προβλήματα να
ισχυρίζεται. Αν οι διαμαρτυρίες των αγροτών επεκτείνονται σε όλη την Ε.Ε είναι
που η ενιαία πολιτική της πλήττει τους αγρότες σε όλες τις χώρες της. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική με το σύστημα επιδοτήσεων
στο οποίο βασίζεται η επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης για περισσότερα από 60
χρόνια, βασίζεται ιστορικά στην οικονομία κλίμακας, δηλ. μεγαλύτερες φάρμες, μεγαλύτερες
εκμεταλλεύσεις, κοινά πρότυπα. Αυτό ενθαρρύνει την ενοποίηση, οδηγώντας όμως
πολλές μεγάλες εκμεταλλεύσεις σε υψηλά επίπεδα χρέους και πολλές μικρότερες όλο
και λιγότερο ανταγωνιστικές. Και όσο οι επιδοτήσεις ήταν άφθονες οι δυσαρέσκειες
παραβλέπονταν. Τα τελευταία όμως χρόνια ένα ρεύμα ανησυχίας θέριεψε ανάμεσα
στους αγρότες. Και τα τελευταία δύο χρόνια, τα προβλήματα έφτασαν σε κρίσιμο σημείο
για τους αγρότες. Οι ξηρασίες, οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες καταστρέφουν τις
καλλιέργειες, ενώ η πανδημία COVID-19 έπληξε την οικονομία. Επιπλέον ο πόλεμος
της Ρωσίας στην Ουκρανία επηρέασε τις τιμές της ενέργειας και μετά ήλθε ένας
υψηλός πληθωρισμός, με τα αγροτικά
προϊόντα να είναι ακριβά στα ράφια του σούπερ μάρκετ, αλλά να πωλούνται φτηνά
από τον παραγωγό.
Μπορεί
οι λόγοι που προβάλλονται για την οργή των αγροτών να ποικίλλουν από χώρα σε
χώρα και από τον έναν τύπο καλλιέργειας στον άλλο. Ακόμα όμως κι αν οι ανησυχίες των αγροτών στις διάφορες
χώρες αποκλίνουν στις λεπτομέρειες,
μοιράζονται όμως κοινά σημεία για τα θεμελιώδη, με τη δυσαρέσκειά τους να
εκπορεύεται από τις ίδιες αγωνίες. Το
κοινό ζήτημα είναι η προβαλλόμενη προσπάθεια
της Ε.Ε να μειωθεί η ρύπανση των
ποταμών, του εδάφους και του αέρα, ενώ προτρέπονται οι αγρότες να παράγουν
περισσότερα και καλύτερα τρόφιμα. Τα κοινά παράπονα των αγροτών περιλαμβάνουν
τη χρόνια πτώση των εισοδημάτων σε συνδυασμό με αύξηση του κόστους, τις άνισες δομές τιμών, τον αθέμιτο
ανταγωνισμό από εισαγωγές προϊόντων, που
όλα αυτά απογοητεύουν για έλλειψη μελλοντικών προοπτικών. Οι αγρότες
βαρύνονται από χρέη, συμπιέζονται από ισχυρούς λιανοπωλητές και εταιρείες,
χτυπιούνται από ακραίες καιρικές συνθήκες και υπονομεύονται από φθηνές ξένες
εισαγωγές, εδώ και χρόνια. Και όλα αυτά ενώ βασίζονται σε ένα σύστημα
επιδοτήσεων που ευνοεί τους μεγάλους παίκτες. Στη χώρα μας κοντά σ’ αυτά είναι
και η εκπλήρωση των υποσχέσεων της κυβέρνησης για άμεση οικονομική βοήθεια
στους κατοίκους της Θεσσαλίας που ασχολούνται με τον πρωτογενή τομέα μετά τις
φοβερές καταστροφές από τη σφοδρή καταιγίδα που προκάλεσε ζημιές ύψους περίπου
1 δισεκατομμυρίου ευρώ.
Τα τελευταία
χρόνια η πανδημία και ο πόλεμος της Ουκρανίας έχουν τοποθετήσει για την
κυρίαρχη εξουσία μόνιμα τη γεωργία στις
οικονομικές ειδήσεις, επιταχύνοντας τα ερωτήματα γύρω από το αγροτικό μοντέλο
που πρέπει να προωθηθεί, για να ξεφύγουμε από προβλήματα σχετικά με τη ρύπανση, την υποβάθμιση του εδάφους, την
ποιότητα τροφίμων, την εκτροφή ζώων, που ανακάλυψαν ότι επιβαρύνουν τον πλανήτη
και γι’ αυτό θα πρέπει να αλλάξουν και οι διατροφικές συνήθειές μας. Επειδή όμως κάθε αντιμετώπιση αγροτικού
προβλήματος συνδέεται αναγκαστικά με το πολιτικό, το οικονομικό, το κοινωνικό
δεν μπορεί η γεωργία να είναι ανεξάρτητη από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Και φαίνεται ότι πραγματικά ο αγροτικός τομέας αντιμετωπίζει μια μεγάλη κρίση,
με την ετυμολογική έννοια του όρου, δηλ. μια φάση όπου μεταβαίνει σε κάτι
καινούργιο. Φαίνεται λοιπόν ότι ο αγροτικός τομέας θα απορροφηθεί ολοκληρωτικά από
τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δεν θα ξεφύγει δηλ. από τη διαδικασία υπαγωγής του στο κεφάλαιο.
Με άλλα λόγια αν δεν εξαφανιστούν, θα περιοριστούν όμως κατά πολύ το καθεστώς
της οικογενειακής γεωργίας και της μικρής εμπορευματικής παραγωγής.
Οι
νέες πολιτικές, οι οποίες αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας που
στοχεύει να καταστήσει την Ευρώπη κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, θα
περιλαμβάνουν την υποχρέωση των αγροτών να αφιερώνουν τουλάχιστον το 4% της
καλλιεργήσιμης γης σε μη παραγωγικά χαρακτηριστικά. Πρέπει επίσης να
πραγματοποιούν αμειψισπορές και να μειώσουν τη χρήση λιπασμάτων κατά
τουλάχιστον 20%. Ωστόσο, πολλοί αγρότες υποστηρίζουν ότι αυτά τα μέτρα θα
καταστήσουν τον ευρωπαϊκό γεωργικό τομέα λιγότερο ανταγωνιστικό έναντι των
εισαγωγών.
Το μοντέλο των
συγκεντρωμένων και άκρως εξειδικευμένων παραγωγικών μονάδων μοιάζει να κερδίζει
έδαφος με τη δικαιολόγηση της πράσινης ανάπτυξης. Απαιτείται όλο και πιο εντατική χρήση νέων τεχνολογιών
και αναγκάζονται οι αγροτικοί
επιχειρηματίες να καινοτομούν για να ανταποκριθούν στους ευρωπαϊκούς
κανονισμούς και τις κοινωνικές προσδοκίες για να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμό. Γινόμαστε
μάρτυρες μιας τεράστιας διαδικασίας εξορθολογισμού, σύμφωνα με τις επιταγές της
Ε.Ε, της αγροτικής παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις
έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή προϊόντων για άλλες χρήσεις εκτός των τροφίμων,
όπως ενέργειας. Ως αποτέλεσμα, η σχέση της
αγροτικής παραγωγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα αναγκαστικά εξελίσσεται. Αυτός ο σημαντικός
μετασχηματισμός της γεωργίας αποτελεί μέρος μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει
μεταρρυθμίσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική από το 1992, οδηγώντας τους αγρότες
να συμμορφωθούν με τα μηνύματα της αγοράς.
Ο θυμός και η
οργή φυσικό είναι να τροφοδοτούνται από τις αντιφάσεις της κυρίαρχης πολιτικής
γύρω από το αγροτικό τομέα, όταν από τη μια ζητείται βιώσιμη καλλιέργεια και
από την άλλη η παραγωγή να είναι όσο το δυνατό φθηνότερη, με χαμένους τους αγρότες
που καλλιεργούν τη γη, προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται
το μόχθο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου