Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ

 

Η  σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην προώθηση του νομοσχεδίου για γάμο και απόκτηση παιδιών από ζευγάρια ομόφυλα, αυτονόητα προβληματίζει, παρόλο που  τόσο κραυγαλέα οι αυτοπροβαλλόμενοι ως φιλελεύθεροι αστοί ηγεμόνες όπως ο πρωθυπουργός και οι συν αυτώ επιδιώκουν να διαχωρίσουν όλα τα ζητήματα ομοφυλόφιλων, και γενικότερα ταυτοτήτων, από τα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά  προβλήματα. Κι ίσως γι’ αυτό η κυβέρνηση αδιαφορεί που έρχεται σε αντίθεση με μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της γι’ αυτό το ζήτημα,  παρόλο που δεν της ασκείται έντονη κοινωνική πίεση και δεν χαρακτηρίζεται το ζήτημα ως επείγον. Εγκλωβίζοντας την αντιπολίτευση στην ψήφιση ενός νομοσχεδίου που η ίδια δεν απαιτεί από τους βουλευτές της να ψηφίσουν, φιλοτεχνεί ένα προοδευτικό προφίλ, δια πάσαν μελλοντική εκμετάλλευση,  με ενδιαφέρον για μειονότητες και τα δικαιώματά τους, χωρίς να απεμπολεί και τους συντηρητικούς ψηφοφόρους της. Από κοντά και η πρόεδρος της Δημοκρατίας  Κ. Σακελλαροπούλου θεώρησε υποχρέωσή της να εκφράσει την επιδοκιμασία της για το γάμο ομόφυλων ζευγαριών αφού « Σε μια συμπεριληπτική κοινωνία δεν μπορούν να υπάρχουν εξαιρέσεις στα δικαιώματα». Είναι η ίδια η πρόεδρος που είχε δεχτεί να μπει υπό την αιγίδα της το 1ο συνέδριο γονιμότητας τον Ιούλιο του 2021,  που με το διαφημιστικό του βίντεο ενοχοποιούσε τις γυναίκες που δεν τεκνοποιούσαν και σήκωσε θύελλα αντιδράσεων γιατί έμπαινε στο στόχαστρο το δικαίωμα στην έκτρωση, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί. Η συγκεκριμένη λοιπόν κυβερνητική απόφαση δεν είναι μονοσήμαντη ούτε  απλώς αγαθών προθέσεων και δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την ιστορική και κοινωνική συγκυρία από την οποία εκπορεύεται και την οποία εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.   
        Τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, γιατί τα ζητήματα είναι διαφορετικού γένους, δεν μπορεί να μη σκεφτούμε πώς ξεκίνησε το σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου της πληροφόρησης, με επίκληση και τότε σε δικαιώματα ελευθερίας της έκφρασης, και πώς  κατέληξε στις μέρες μας η πληροφόρηση, να είναι αποκλειστικότητα  και μονοπώλιο οικονομικών  συμφερόντων  με τη λογοκρισία μάλιστα ξεκάθαρα να ανασταίνεται με διάφορα προσχήματα, π.χ. για τον πόλεμο στην Ουκρανία σαν συνέπεια  των κυρώσεων εναντίον Ρωσίας, για τη συγκάλυψη εγκλημάτων του Ισραήλ με επίκληση της αυτοάμυνάς του. Και στα καθ’  ημάς,  η ελεγχόμενη δημοσιογραφία κατέληξε νυχθημερόν πέρα από την κρατική και στην ιδιωτική τηλεόραση να δοξάζει τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη και την πολιτική του. Βέβαια ήταν ενδεικτικό για την πορεία της απελευθέρωσης των μέσων ενημέρωσης από το κράτος το ότι πρωτοπόρος της ελεύθερης ραδιοφωνίας αναδεικνυόταν ο τότε δήμαρχος Αθήνας και μετέπειτα αρχηγός της Ν. Δημοκρατίας Μ. Έβερτ. Για να αποδειχτεί και σ’ αυτήν την περίπτωση ότι όλα τα ζητήματα δικαιωμάτων ή ελευθερίας  η κυρίαρχη εξουσία  φαίνεται να τα χρησιμοποιεί ως πολιορκητικό κριό για την επιβολή της δικής της πολιτικής στην ταξική πάλη.   
         Με τον τρόπο λοιπόν που και στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών  υπερασπίζεται η κυβέρνηση την απόφασή της, περισσότερο αποτρέπει τα ζητήματα που είναι κοντά στους ομοφυλόφιλους να θεωρηθούν εξίσου σημαντικά και για την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ μοιάζει σαν να δημιουργεί και να συντηρεί μια αντιπαράθεση που την περιορίζει ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές σεξουαλικές ταυτότητες. Και έτσι να μην  αναγνωρίζονται οι πραγματικοί σύμμαχοι στα κοινά προβλήματα ανεξαρτήτως σεξουαλικών προσανατολισμών,  ενώ τα ερωτήματα παραμένουν.  
          Επιδιώκεται να εφαρμόζονται, εν ονόματι μιας νεφελώδους ισότητας,  απλώς οι ίδιες παγίδες φτώχειας και οι  ίδιοι, κάποτε χαρακτηριζόμενοι συντηρητικοί,  θεσμοί; Η διακαής επιδίωξη αφομοίωσης σε αυτό που θεωρείται ως ετεροφυλόφιλο προνόμιο καθησυχάζει και  τους ομοφυλόφιλους  να συγχέουν τα ίσα δικαιώματα με την ίση καταπίεση; Φυσικά, η σθεναρή υπεράσπιση των ίσων δικαιωμάτων για τον γάμο ομοφύλων υπογραμμίζει δικαίως την επείγουσα ανάγκη των πρακτικών αναγκών των ομοφυλόφιλων συντρόφων για παροχές υγείας, φορολογικές ελαφρύνσεις, γονεϊκά δικαιώματα.  Έτσι όμως   δεν αφήνει αρκετό περιθώριο για μια κριτική στον θεσμό του γάμου ως τέτοιου ούτε επιτρέπει τη λύση πρακτικών θεμάτων  με νομικό τρόπο, χωρίς τις συνδηλώσεις και συμβολισμούς που είναι φορτωμένος ο θεσμός του γάμου.  Η εστίαση στο γάμο μειώνει σίγουρα τον εναλλακτικό τρόπο ζωής των LGBT ατόμων χωρίς σύντροφο ή με πολλούς συντρόφους και προσπαθεί να προωθήσει μια εικόνα των ομοφυλόφιλων ως ένα κρατικά, ή ακόμα και θρησκευτικά, εγκεκριμένο σύνολο έντιμων ζευγαριών, καθαγιάζοντας εκ νέου το γάμο και παραβλέποντας τις καταγγελίες για το γάμο ως ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου. Όσο κι αν έχει εξελιχθεί ο γάμος τον τελευταίο αιώνα, δεν είναι ακόμα μέρος της πυρηνικής οικογένειας και αυτή η πυρηνική οικογένεια στον καπιταλισμό  δεν ιδιωτικοποιεί την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών; Δεν είναι παράδοξο που στην υπεράσπιση της επέκτασης του γάμου και στα ομόφυλα ζευγάρια έχουν παραγραφεί όλες οι κριτικές για το γάμο σαν ένα πατριαρχικό σύστημα που έχει ως βάση του την ιδιοκτησία και την κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών; 
           Επιπλέον,  δεν είναι αρκούντως δημαγωγικό ο μηρυκασμός απόψεων και αποφάσεων της εκκλησίας για να δειχτεί το μέγεθος του σκοταδισμού και της συντήρησης σε αντιδιαστολή με τους πεφωτισμένους φιλελεύθερους  αστούς, παραβιάζοντας ανοιχτές θύρες, για να  προβάλλονται ως  προοδευτικοί και να δικαιώνουν, διεμβολίζοντας και το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας,  τις επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας, που τώρα πια έχει ανάγκη την εκκλησία μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους;
         Οι ρυθμίσεις που προωθούνται έχουν ταξικό πρόσημο, ακόμα κι αν δεν ομολογείται.  Πόσο ενδιαφέρει η διευθέτηση της δυνατότητας υιοθεσίας, και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο αυτό που επιδιώκεται απόκτησης τέκνου μέσω παρένθετης μητέρας, ένα ομόφυλο ζευγάρι που δεν μπορεί να εξασφαλίσει αξιοπρεπή διαβίωση ούτε για το ίδιο;
         Όλες αυτές οι ρυθμίσεις  βάζουν  μια σφραγίδα ισότητας σε συστήματα που παραμένουν  ή εξελίσσονται βάναυσα κι επιβλαβή και που εξάλλου λίγοι μόνο προνομιούχοι θα επωφεληθούν απ’ αυτές τις αλλαγές. Και ο θεσμός της παρένθετης μητέρας, είτε αφορά ετερόφυλα είτε ομόφυλα ζευγάρια, έχει ανοίξει έναν επικίνδυνο δρόμο στην αναπαραγωγή  εδώ και χρόνια και σταδιακά όλο εμπλουτίζεται νομοθετικά διευρύνοντας την εφαρμογή του και τη σύνδεσή του με οικονομικά συμφέροντα. Γιατί λοιπόν η κυρίαρχη εξουσία που έχει καταστρατηγήσει κάθε δικαίωμα στην εργασία, την υγεία, εκπαίδευση, την προστασία της μητρότητας κλπ. παρουσιάζει ξαφνικά τέτοια ευαισθησία για ισότητα δικαιωμάτων στα ομόφυλα ζευγάρια, χωρίς να διευκρινίζεται ποιο ακριβώς είναι το δικαίωμα ως προς το οποίο διεκδικείται ισότητα; 
            Εξάλλου, για να κατανοήσουμε πολιτικές επιλογές που επιβάλλονται μάλιστα εκ των άνω, θα πρέπει να εστιάζουμε σε κριτικές που η διαγνωστική τους  δύναμη ως προς το πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε, αποκαλύπτοντας την ιστορική διάσταση θεσμών και προβλημάτων, δείχνει και τις δυνατότητες χειραφέτησης. Όλες λοιπόν οι εγκεκριμένες από την κυρίαρχη εξουσία  σεξουαλικές πρακτικές τείνουν να διατηρούν την υπάρχουσα κοινωνία με τον συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και τις ρυθμίσεις της για αναπαραγωγή. Οι ρυθμίσεις επομένως που τώρα προωθούνται δεν ξεφεύγουν από αυτήν τη διαπίστωση, με εκμετάλλευση των επιφανειακών παγιδεύσεων ενός προοδευτικού ιδεαλισμού, χωρίς καμιά αλλαγή του συστήματος καταπίεσης.
           Σίγουρα η ιστορικότητα του φαινομένου της οικογένειας από την εποχή που ο Ενγκελς έδειξε ότι οι μορφές που παίρνει η οικογένεια είναι συνάρτηση του τρόπου παραγωγής και του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων  έχει αφαιρέσει κάθε ιερότητα ή αιωνιότητα από την οικογένεια. Καθώς η εξέλιξη του καπιταλισμού με την παγκοσμιοποίηση, τις νέες τεχνολογίες και την άυλη παραγωγή επηρεάζει όλα τα πεδία κοινωνικής ζωής φυσικό να μην ξεφεύγει η οικογένεια. Το ζήτημα είναι ποια κατεύθυνση θα πάρει η αλλαγή της μορφής της.  Κι επειδή  ο καπιταλισμός έχει αναγάγει τους ανθρώπους σε αγοραστές και πωλητές και έχει υποβαθμίσει τις κοινωνικές σχέσεις σε ανταλλαγή εμπορευμάτων και η κυρίαρχη εξουσία φαίνεται να έχει την πρωτοβουλία αυτής της αλλαγής  η κατεύθυνση της  είναι φανερή.
        Όπως  η εμπορευματοποίηση της σεξουαλικής ζωής σαν προεικόνιση ενός αποπολιτικοποιημένου και εμπορευματοποιημένου τρόπου ζωής, διαιρώντας με τις σεξουαλικές ταυτότητες κατά μήκος τις ταξικές γραμμές, υπονομεύει τη διεκδίκηση  δικαιωμάτων με ταξικό πρόσημο στο πλαίσιο της κατασκευής της σεξουαλικής ταυτότητας, το ίδιο και η εμπορευματοποίηση στο εσωτερικό των οικογενειακών σχέσεων απειλεί να υπονομεύσει τους κοινωνικούς δεσμούς, που αργά, συστηματικά και απροκάλυπτα μετατρέπονται σε εμπορεύματα.
        Ο προβληματισμός για τις συγκεχυμένες έννοιες της πατρότητας και μητρότητας που καθιερώνει το νέο είδος οικογένειας των ομόφυλων ζευγαριών σχετίζεται με τον τρόπο απόκτησης των παιδιών, που εκ των πραγμάτων φαίνεται ότι σε μεγάλο ποσοστό θα γίνεται μέσω παρένθετης μητέρας. Πέρα λοιπόν από τα ηχηρά περί αλτρουιστικής πράξης η πραγματικότητα είναι η εμπορευματοποίηση της αναπαραγωγής. Κι επειδή για χιλιάδες χρόνια κάθε μορφή οικογένειας είχε επίκεντρο τη γυναίκα που τεκνοποιούσε και επειδή και στις πατριαρχικές κοινωνίες η μητρότητα πάντα αντιμετωπιζόταν κατά κανόνα με σεβασμό και φροντίδα, η σύγχυση των ρόλων υποδόρια αλλά σταθερά υπονομεύει αυτόν τον ρόλο των γυναικών και κατ’ επέκταση διαβρώνει τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα σε μητέρα και παιδί. Κι έτσι υποβιβάζοντας αυτή τη σχέση  θα είναι πολύ ευκολότερο σε βάθος χρόνου να γίνει αποδεκτή η εισαγωγή της διαδικασίας της αναπαραγωγής στην αγορά και στο χρηματιστήριο σαν ένα οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Ο δυτικός καπιταλισμός δεν θέλει να φαίνεται ότι επιβάλλει, αλλά  πετυχαίνει τους στόχους του με τη συναίνεση.  Πόσο νομίζουμε ότι απέχουμε από το να αποδεχτούμε την ιδέα ότι η μητέρα που κυοφορεί είναι απλή «παραγωγός» και το παιδί «παραδοτέο εμπόρευμα»;
         Βέβαια, η  εξέταση των φαινομένων  στη εξέλιξή τους, στις μεταβολές τους, στη γέννησή και την καταστροφή τους και η σύνδεση κάθε κοινωνικού φαινομένου με την ιστορική πραγματικότητα, τις ιστορικές συνθήκες που το δημιούργησαν ούτε έχει μια ανάγνωση ούτε μια απόλυτη αντικειμενικότητα, όταν ο παρατηρών είναι και παρατηρούμενος. Όσο όμως απλοϊκές ή και παρωχημένες κι αν κατηγορούνται  κάποιες σκέψεις σχετικά με αντίστοιχες τέτοιες ρυθμίσεις, όσο το «δια ταύτα» φαίνεται  να μην είναι μονοσήμαντο, η κατάθεσή  τους μοιάζει  απαραίτητη για να ξεκαθαρίσει το τοπίο,  για να μη νιώσει κανείς ότι η λογική του έχει μεταναστεύσει. 
       Γιατί το ζητούμενο σ’ αυτές τις ρυθμίσεις που μεθοδεύονται  είναι τουλάχιστον να είμαστε καχύποπτοι για τις άδηλες επιδιώξεις που προωθούνται  πέρα από τα ηχηρά περί ισότητας και δικαιωμάτων.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: