Μετά από δυο σχεδόν εβδομάδες καταστροφικών πυρκαγιών, στη συνέντευξη
Τύπου ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και
Πολιτικής Προστασίας Β. Κικίλιας ισχυρίστηκε ότι οι κρατικές υπηρεσίες έκαναν
ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να αντιμετωπίσουν τις φωτιές και ήταν ο βαθμός
δυσκολίας τους που τις έκανε να μην είναι διαχειρίσιμες. Βασικά, με λίγα
λόγια, ανερυθριάστως απέδωσε την αποτυχία της κυβέρνησης Κ.
Μητσοτάκη, στην οποία είναι υπουργός, σχετικά με την αντιμετώπιση των πυρκαγιών
στην κλιματική κρίση και τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Από κοντά, ο καθηγητής και επιστήμονας Χ. Ζερεφός, δίπλα του στη συνέντευξη, επιστρατεύει το
επιστημονικό του κύρος για να επαληθεύσει τον υπουργό και εμμέσως να αποσείσει
κάθε ευθύνη από την κυβέρνηση. Μόνο που όσες επιστημονικοφανείς δικαιολογίες κι
αν χρησιμοποιηθούν δεν μπορούν να αποκρύψουν την, εκ του αποτελέσματος, εγκληματική
ολιγωρία μιας κυβέρνησης που αποδείχτηκε ότι δεν πήρε μέτρα προστασίας ούτε καν
για την αποθήκη πυρομαχικών σε μια από
τις μεγαλύτερες Πτέρυγες Μάχης της χώρας. Και φαίνεται πως το πιο καταστροφικό για όλους μας είναι ότι όλη αυτή η ολιγωρία
δεν οφείλεται σε ανικανότητα, αλλά είναι η κυρίαρχη πολιτική που εφαρμόζεται, η
οποία αδιαφορεί για τους ανθρώπους τόσο απροκάλυπτα και σε τέτοιο βαθμό, όσο να μπορεί να διαχειρίζεται την οργή και
αγανάκτησή τους.
Γι’ αυτό
το λόγο, επειδή κυρίως αυτό την ενδιαφέρει, έχει τόση μεγάλη σημασία ο έλεγχος
της πληροφόρησης που κατά πλειοψηφία έχει ανατεθεί σε επιχειρηματίες, των
οποίων τα συμφέροντα η πολιτική μας ηγεσία εξυπηρετεί. Δεν χρειάζεται πια
λογοκρισία στην πληροφόρηση, αφού αυτό το έχουν αναλάβει να μέσα ενημέρωσης, με
δημοσιογράφους σε διατεταγμένη υπηρεσία, αποσιωπώντας ή διαστρεβλώνοντας ακόμα και τα
γεγονότα. Η χειραγώγησή μας πια είναι πιο εκλεπτυσμένη, με ανεπαίσθητες μικρές
προσαρμογές της αντίληψής μας σε γεγονότα αρκούντως διαμορφωμένα για τους
σκοπούς της κυρίαρχης τάξης. Ύπουλα μικρά ψέματα που γλιστρούν ανεξέλεγκτα στο
γνωστικό μας πεδίο, ξεφεύγοντας τον συναγερμό της κριτικής μας σκέψης, δεν γίνονται προφανή
και συντελούν στην πιο αποτελεσματική μας χειραγώγηση.
Σχετικά με τις πυρκαγιές λοιπόν, προσαρμοσμένες
όχι μόνο οι αιτίες αλλά και οι συνέπειες
των φωτιών στις ασσύμετρες απειλές που
γίνονται από τα μέσα ενημέρωσης κάνουν ρητορικό το ερώτημα αν μπορεί κάποιος να τα βάλει με τη φύση. Όταν μάλιστα και η ίδια η επιστήμη υποστηρίζει τη
δύναμη των ακραίων καιρικών φαινομένων και την αδυναμία μας να τα
αντιμετωπίσουμε. Το λογικό συμπέρασμα επομένως είναι ότι θέλει χρόνο και
προετοιμασία για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών και μέχρι τότε οι κυβερνήσεις
μας κάνουν ό,τι μπορούν. Οι αποτυχίες που λαμβάνουν χώρα εντός της κεντρικής
δομής της εξουσίας παραβλέπονται, ενώ ενισχύονται και επιδοκιμάζονται οτιδήποτε
από τις ενέργειές της δεν έχει αρνητικά αποτελέσματα. Έτσι οι εκκενώσεις περιοχών από ανθρώπους θεωρούνται
επιτυχία της κυβέρνησης, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε ελάχιστους νεκρούς.
Επίσης επιτυχία της είναι, σύμφωνα με τις συγκρίσεις του Β. Κικίλια, ότι στην
Ελλάδα έχουν καεί λιγότερα στρέμματα από τον μέσο όρο των χωρών της Μεσογείου.
Και επειδή σχεδόν το σύνολο των μέσων
πληροφόρησης, με όλο και λιγότερη
κριτική διάθεση, συμφωνούν με τον υπουργό,
επικρατεί το τελικό συμπέρασμα
που ταυτίζεται με τις απόψεις του, ότι δηλ. αυτό που έγινε ήταν το καλύτερο δυνατό
επιχειρησιακά υπό τις ισχύουσες συνθήκες. Η επανάληψη του, είτε διατυπωμένα ξεκάθαρα
είτε υπονοούμενα, εμπεδώνεται από τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, εγκλωβίζοντας
τη σκέψη στα όρια που η κυρίαρχη εξουσία δια της δημοσιογραφίας επιτρέπει.
Συνεχίζοντας
μάλιστα ακόμα να προβάλλεται η δημοσιογραφία ως στήριγμα της αστικής
δημοκρατίας, έχουμε καταπιεί ανεπαισθήτως, και εν πολλοίς αδιαμαρτύρητα, αυτούς
τους μικροσκοπικούς και συνεχείς χειρισμούς της σκέψης σε όλη μας τη ζωή, που συσσωρεύονται μέσα στη δαιδαλώδη
πραγματικότητα, για να παραμορφώσουν σημαντικά την αντίληψή μας για το τι
συμβαίνει στον κόσμο. Το γεγονός ότι υπήρξαν τόσα πολλά μικροσκοπικά ψέματα,
κοντά στα τερατώδη βέβαια, για χρόνια
και χρόνια σημαίνει ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να διαχωρίσουμε όλη τη
διαχείριση της αντίληψης μας από την
κοσμοθεωρία μας, ακόμα κι αν ανακαλύψουμε τι συμβαίνει. Αν ήταν μόνο μερικά
πραγματικά μεγάλα ψέματα, θα μπορούσαμε να επαναπροσανατολιστούμε προς την
αλήθεια αρκετά γρήγορα, απλώς αναγνωρίζοντάς τα, αλλά επειδή είναι πάρα πολλοί
μικροσκοπικοί χειρισμοί, χρειάζονται χρόνια συστηματικής δουλειάς για να
απελευθερωθούμε πλήρως από όλες τις
στρεβλώσεις και τις ψευδείς υποθέσεις με τις οποίες μεγαλώσαμε και συμβάλλανε
στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας μας.
Γι’
αυτό συνηθίσαμε να μας φαίνεται τόσο
απόλυτα φυσικό που επικρατεί παντού η ανάλυση κόστους-οφέλους, ώστε δεν μας
παραξενεύει ως καθιερωμένη και ευρέως χρησιμοποιούμενη προσέγγιση για τη συστηματική
αξιολόγηση των επιπτώσεων της πολιτικής και για τη λήψη των αποφάσεων.
Θεωρείται απαραίτητο συστατικό της διαδικασίας ανάπτυξης της πολιτικής που
ακολουθείται από πολλούς κρατικούς φορείς και οργανισμούς σε όλο τον κόσμο. Αναγνωρίζουμε
ότι οι πόροι είναι περιορισμένοι και ότι
η απόφαση για τον καλύτερο τρόπο κατανομής αυτών των πόρων είναι εξαιρετικά
δύσκολη, ιδίως δεδομένων των πολλών προβλημάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Και
βέβαια αποδεχόμαστε σε μεγάλο ποσοστό
τους συμβιβασμούς που εμπεριέχονται στην πολιτική απόφαση της κυρίαρχης εξουσίας, για να μην
εφαρμόζεται σ’ αυτήν καμιά ανάλυση κόστους οφέλους εις βάρος της. Δεν
αποδείχθηκε αυτό στην έκτακτη κατάσταση της πανδημίας, όταν μεγάλο μέρος του
πληθυσμού αποδέχτηκε ότι η διάσωση ζωών δεν μπορούσε να υπερισχύσει της
πρόκλησης οικονομικών ζημιών και δαπανών και γι’ αυτό η κυβέρνηση μπόρεσε να
διαχειριστεί την άρνησή της για προσλήψεις ή δημιουργία νέων ΜΕΘ;
Το
κράτος στο οποίο, παραπλανημένοι από το βραχύβιο βίο του κοινωνικού κράτους, κάθε φορά έχουμε μάθει να προσβλέπουμε, έχει
γίνει ένα κράτος κόστους-οφέλους. Με την πιο απλή έννοια σημαίνει ότι οι
επικρατούσες εκτελεστικές διαταγές απαιτούν από τις υπηρεσίες να ενεργήσουν
μόνο εάν τα οφέλη δικαιολογούν το κόστος, με τη δικαιολογία του ρεαλιστικού και
εφικτού. Μόνο που τα οφέλη ορίζονται από
την άρχουσα τάξη και τα συμφέροντά της
κι έτσι όφελος είναι γι’ αυτήν η διάσωση τραπεζών, η κερδοφορία των
επιχειρήσεων, ενώ η ανάπτυξη υπηρεσιών υγείας ή εκπαίδευσης και άλλων βασικών
αναγκών του ανθρώπου, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, καθώς υπόκεινται στη
λογική της κερδοφορίας κρίνονται με κόστος ασύμφορο κι επομένως οι υπηρεσίες
αυτές συρρικνούνται μέχρι εξαφανίσεως.
Εν
ολίγοις, στην πραγματικότητα η εστίαση στο κόστος και τα οφέλη αντανακλά την προσπάθεια
που γίνεται για να ξεπεραστούν επιχειρήματα
τα οποία τείνουν να προβάλλουν τη βασική ερώτηση: ποιος χρεώνεται το κόστος
και ποιος ωφελείται και επομένως με ποια πλευρά είναι αυτοί που αποφασίζουν
οφέλη και κόστη; Εκμεταλλευτές ή εκμεταλλευόμενοι; Δηλ. και πάλι το ζήτημα
είναι ταξικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου