Τις τελευταίες εβδομάδες μετά και την απόφαση του Αρείου
Πάγου, το οποίο αποφάνθηκε, με ταχύτητα που εξέπληξε, ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην
Ελλάδα μπορούν να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και
όχι ως πληρεξούσιοι των funds,
οι κινητοποιήσεις για να αποτραπούν οι πλειστηριασμοί πληθαίνουν. Στη βουλή
όμως τροπολογία του ΚΚΕ για παύση κάθε πράξης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος
της πρώτης - κύριας κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων απορρίφτηκε από
τα αστικά κόμματα. Κυβέρνηση με το θεσμικό πλαίσιο, τράπεζα της Ελλάδας με τον
τραπεζικό μηχανισμό της, δικαστική εξουσία με το νομιμοποιητικό της ρόλο, σε αγαστή συνεργασία στρέφονται με το ζήτημα των πλειστηριασμών ενάντια στους πιο ευάλωτες
ομάδες πληθυσμού. Κι έτσι σε πολλές
περιπτώσεις απομένει μόνο η λαϊκή κινητοποίηση για να αποτραπούν πλειστηριασμοί
και έξωση των ανθρώπων από τα σπίτια τους, που αποδεικνύει ότι μόνο ο λαϊκός
παράγοντας ακόμα και σε θεσμικό επίπεδο μπορεί να ακυρώσει αποφάσεις της κυρίαρχης
εξουσίας.
Στην
κρίση στέγασης, με τους πλειστηριασμούς σπιτιών, από την αρχή της
οικονομικής κρίσης, η λύση μοιάζει με
αίνιγμα, εφόσον δεν πρέπει να αγγίζει την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος
και των παραγώγων του. Η κυρίαρχη πολιτική αποσιωπά τις ευθύνες τραπεζών που προσάρμοσαν τα κριτήρια δανεισμού αναζητώντας εύκολα κέρδη
και επικεντρώνεται σε εκείνες των δανειοληπτών, κατηγορώντας τους ότι ανέλαβαν
πολύ περισσότερα χρέη από όσα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά, χωρίς να
λαμβάνεται όμως υπόψη η απώλεια εισοδήματος όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Αυτό
που στην πράξη διαπιστώνεται είναι ότι οι κυβερνητικές ενέργειες τιμωρούν σε
μεγάλο βαθμό τους ιδιοκτήτες που υποφέρουν, ενώ ανταμείβουν τις τράπεζες που θα
έπρεπε να είχαν αποτύχει, ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια, λόγω κακών επιχειρηματικών αποφάσεων. Την απαίτηση οι ιδιοκτήτες πρώτης κατοικίας
να μην χάσουν το σπίτι τους, ενώ φαινομενικά
ο κυρίαρχος λόγος την υποστηρίζει
συγχρόνως όμως επισημαίνει την αδικία για όσους ενήργησαν πιο υπεύθυνα, στοχεύοντας
στον κοινωνικό αυτοματισμό. Παραβλέπει βέβαια τις διασώσεις των τραπεζών που
ήταν κατάφωρα
άδικες για τους φορολογούμενους, όπως και εκατοντάδες άλλες σημαντικές, άδικες
κυβερνητικές ενέργειες μεροληπτικές προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν
λάβει χώρα από την αρχή της κρίσης και όχι μόνο.
Η
κυρίαρχη πολιτική μοιάζει να μην αναγνωρίζει τη σημασία των δεσμών μεταξύ
στέγασης, υλικής στέρησης και φτώχειας και να αδιαφορεί για τις ανάγκες των ανθρώπων, όσο η
εξαθλίωσή τους δεν επηρεάζει την κυριαρχία και κερδοφορία της άρχουσας τάξης. Βέβαια
η εμπειρία της κρίσης του μεσοπολέμου έκανε τον καπιταλισμό πιο σοφό στον τρόπο
διαχείρισης των οικονομικών κρίσεων και δεν αφήνει η εξαθλίωση των ανθρώπων να
είναι μαζική και απόλυτη, είτε με νόμους που ευνοούν κάποιες κατηγορίες
εργαζομένων, αποτρέποντας μαζικές αντιδράσεις, είτε με προνοιακά επιδόματα, εφησυχάζοντας για
την παροδικότητα της κατάστασης.
Με την
κρίση, αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι
ότι οι μηχανισμοί που εργάζονταν για την
ευημερία των ανθρώπων, όπως τα συνταξιοδοτικά συστήματα, η υγειονομική
περίθαλψη, η εκπαίδευση κ.λ.π., δέχτηκαν ένα από τα πιο σοβαρά χτυπήματά τους,
διαψεύδοντας την αισιόδοξη αντίληψη για το κράτος πρόνοιας που ο καπιταλισμός
ευνοεί, επειδή παρουσιάζονταν ως …προσφορά του καπιταλισμού και όχι ως κατάκτηση
ενός ρωμαλέου εργατικού κινήματος. Γιατί
η καπιταλιστική επίθεση δεν συνέβη μόνο κατ' εξαίρεση στο όνομα της
έκτακτης ανάγκης, αλλά ως μέρος μιας πολύ πιο συστηματικής και ευρέως
ενορχηστρωμένης αλλαγής πρότυπου πολιτικής. Δεδομένου αυτού του πλαισίου, το
νέο πια κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που
αναδύεται μετά από το υποτιθέμενο τέλος της κρίσης, στο ζήτημα της στέγασης εστιάζει
στις σχέσεις μεταξύ τριών στοιχείων, της κινητικότητας, της ιδιοκτησίας, των
ψηφιακών τεχνολογιών.
Η ελληνική
αγορά ακινήτων, και όχι μόνο, είναι
παγιδευμένη τα τελευταία χρόνια σε μια διαρκώς διογκούμενη φούσκα που κι έχει
γίνει δυσβάσταχτη για τους εργαζομένους. Δεν είναι όμως τόσο δυσβάσταχτη για
κατοίκους άλλων χωρών που οι ψηφιακές τεχνολογίες τους επιτρέπουν να
εξερευνήσουν άλλες αγορές όπως η δική μας, που συγκριτικά με τη δική τους είναι
φθηνότερη. Κι έτσι οι κοινωνικές ταξικές διακρίσεις μεταφέρονται εκτός συνόρων
μιας συγκεκριμένης εθνικής οικονομίας, προωθώντας την αποσυμπίεση της ταξικής
πόλωσης σε διακρατικό επίπεδο. Κι αν σε τμήμα ιδιοκτητών στην Ελλάδα, που
κολακεύονται ότι είναι η μεσαία τάξη, η
ελπίδα να πετύχουν καλύτερες τιμές με
την πώληση σπιτιών σε ξένους ή την ενοικίαση βραχυχρόνιας μίσθωσης τους ευνοεί αυξάνοντας τις τιμές, συγχρόνως
όμως συμβάλλει στην αύξηση των τιμών πώλησης, αλλά και περιορίζει και την προσφορά σπιτιών με ένα
κανονικό ενοίκιο. Η οικονομική πίεση γίνεται δυσβάσταχτη για άλλο τμήμα του
πληθυσμού που δεν συνειδητοποιεί την προλεταριοποίησή του.
Το σπίτι
λοιπόν που κάποτε, στο ελληνικό πλαίσιο, ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού ταξικού φάσματος σημάδι
της διαγενεακής συνέχειας και αλληλεγγύης, γίνεται το μόνο μέσο εισοδήματος ή
ζωτικής σημασίας συμπληρωματικό εισόδημα σε μια χώρα με υψηλή φορολογία,
τρομερά μειωμένους μισθούς, και με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ.
Εν ολίγοις, η κοινωνική και οικονομική ρύθμιση της στέγασης
υπόκειται σε μια αυξανόμενη εξάρτηση από τις αγορές που οδηγεί σε έλλειψη
οικονομικής δυνατότητας στέγασης σε ολοένα και πιο αυξανόμενο ποσοστό
εργαζομένων. Γιατί οι υψηλότερες τιμές
των κατοικιών και η αστάθεια των τιμών, υποδεικνύοντας τη χρηματιστηριακή
αντιμετώπιση της αγοράς κατοικίας, συνδέονται με αυξημένο κόστος διαβίωσης και στέρηση της στέγης για
ενοικιαστές και ιδιοκτήτες χαμηλού εισοδήματος. Κι έτσι ενώ αποτελεί η στέγαση
σημαντικό μέρος των
υλικών συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης των ανθρώπων, καθώς αντιμετωπίζεται ως
εμπόρευμα συχνά η σημασία της σταθερότητας της στέγασης δεν περιλαμβάνεται
στη συζήτηση για τη φτώχεια.
Η συμβολή στην ευημερία των ανθρώπων
της ασφάλειας της στέγασης είναι σημαντική, γιατί το αίσθημα ευεξίας που προκύπτει
από την αίσθηση σταθερότητας στο κοινωνικό και υλικό περιβάλλον κάποιου, παρέχει
μια ασφαλή βάση για την ανάπτυξη της ταυτότητας και την αυτοπραγμάτωση, είναι
πηγή αυτονομίας και κοινωνικής θέσης. Για να εκπληρώσει η στέγαση αυτόν τον
ρόλο, πρέπει να παρέχει σταθερότητα, έναν τόπο στον οποίο μπορεί να διαμορφωθεί η καθημερινή ρουτίνα, έναν τόπο
στον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ασκούν έλεγχο και είναι ελεύθερος από τη δημόσια επιτήρηση.
Η φτώχεια, η κακή στέγαση και η κακή
υγεία συνδέονται πολύπλοκα σε έναν κύκλο που έχει φυσικά αποδειχθεί ανθεκτικός
στις μικροεπεμβάσεις της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που υποκριτικά δείχνει
το ενδιαφέρον της για τις συνέπειες της
πολιτικής που εφαρμόζει. Μόνο η οργάνωση και η κινητοποίηση του λαϊκού
παράγοντα μπορεί να σπάσει αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου