Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ

 

Εικόνες με ισοπεδωμένες πόλεις, με απεγκλωβισμένα από τα ερείπια ταλαιπωρημένα παιδιά, με απελπισμένους ανθρώπους έχουν πλημμυρίσει τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης μετά το διπλό φονικό σεισμό στην Τουρκία.
               Η ζωντανή μετάδοση από τις περιοχές της απόγνωσης και της καταστροφής ευνοεί την ανάδυση του  έντονου συναισθήματος, αναστέλλει κάθε συλλογισμό. Οι εικόνες απορροφώνται αμέσως χωρίς καμία μεσολάβηση, δεν χρειάζεται να τις αναλύσουμε ή να τις αποδομήσουμε, γιατί βυθίζονται βαθιά στη μνήμη μας. Και είναι αυτή η μνήμη περισσότερο που πιστοποιεί την αλήθεια των συνεπειών του σεισμού παρά οι ίδιες οι εικόνες. Κοινές είναι οι εμπειρίες των σεισμών και γι’ αυτό σχεδόν αυτόματα μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση των πληγέντων στην Τουρκία και Συρία. Γι’ αυτό και ίσως δεν χρειάζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η δημοσιογραφία να καταφύγει στην εικονική πραγματικότητα για να πυροδοτηθεί ένα συναίσθημα τόσο δυνατό που να ισοδυναμεί σχεδόν με το να βιώνει κανείς αυτές τις ανθρώπινες καταστροφές. Κι αν γενικά τα μέσα ενημέρωσης κυρίως το συναίσθημα είναι αυτό που μας δείχνουν και αυτό που μοιραζόμαστε και σ’ αυτό περιορίζονται, συγχρόνως όμως αυτή η βύθιση στο συναίσθημα που προσεγγίζει άμεσα τα γεγονότα μας φέρνει σε άμεση επαφή με μια μακρινή  πραγματικότητα με αποτέλεσμα πολλές φορές την έντονη αντίδρασή μας.   
Μόνο που η  διέγερση του συναισθήματος και μόνο αυτού μπορεί να ζαλίσει, να προκαλέσει μια αλόγιστη αντίδραση, να προκαλέσει κλάμα ή να παραλύσει και να περιοριστεί σ’ αυτό. Γιατί το συναίσθημα όντας από τη φύση του υποκειμενικό είναι δύσκολο να το κινητοποιήσεις στο συλλογικό πεδίο της πολιτικής δράσης, του γενικού συμφέροντος. Γι’ αυτό η  καθήλωση στο συναίσθημα τείνει να εξαερώνει και να κατακερματίζει την κοινωνία, μεταμορφώνοντάς τη σ’ ένα πεδίο  το κέντρο του οποίου είναι παντού και τα όριά του απροσδιόριστα, επιβάλλοντας έτσι την εντύπωση του ανεξέλεγκτου των καταστάσεων και της αδυναμίας  της αποτελεσματικής αντίδρασης.
Εξάλλου η συμπόνια και η αγανάκτηση, βασικά συναισθήματα σε τέτοιες καταστάσεις,  μπορεί να πάρουν διάφορες μορφές έκφρασης που τα μέσα ενημέρωσης είναι έτοιμα να χειραγωγήσουν τονίζοντας σε κάθε καταστροφή την αλληλεγγύη των ανθρώπων. Η οποία  βέβαια δεν μπορεί να εκφραστεί επί του πεδίου, μόνο από μακριά. Η  αλληλεγγύη των ανθρωπιστικών χειρονομιών είναι μια απάντηση σε ένα έντονο συναίσθημα που μας κάνει ήσυχους θεατές του θανάτου ή του πόνου των άλλων. Κι έτσι κάπως εξηγείται πώς η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας  έχει τονώσει την ανθρωπιστική δράση, όχι ως πολιτική απάντηση σε καταστρεπτικές ανθρώπινες ενέργειες (κυρώσεις στη Συρία) αλλά ως ή μόνη απάντηση του θεατή σε αυτό που γίνεται μακριά απ’ αυτόν.
               Κι ενώ με τον μεγάλο καταστρεπτικό σεισμό των 7,8 της κλίμακας Ρίχτερ και τον επόμενο που ακολούθησε Συρία και Τουρκία μεταξύ ερήμωσης και τρόμου μετρούν τους νεκρούς τους, στη Συρία όμως η φυσική καταστροφή πλήττει μια χώρα ήδη ερειπωμένη. Κι εδώ δεν αρκεί η συμπόνια για τα θύματα του σεισμού, αλλά η διεκδίκηση και  απαίτηση για άρση των κυρώσεων  από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Χωρίς πρόσθετη βοήθεια, οι δομές αρωγής και υγείας της χώρας δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την αγωνία της καταστροφής. Για τον πληθυσμό της Συρίας, ήδη πολύ αποδυναμωμένο από τις συνέπειες ένοπλων συγκρούσεων για περισσότερα από 10 χρόνια, αυτός ο σεισμός είναι ένα ακόμα πολύ σκληρό πλήγμα. Η πληγείσα περιοχή στη βορειοδυτική Συρία έχει καταστραφεί, και έχει εξαλειφθεί μεγάλο μέρος των υποδομών, από 12 χρόνια πολέμου και τις κυρώσεις από ΗΠΑ και ΕΕ που συνεχίζονται και παρεμποδίζουν την παροχή βοήθειας στον πολύπαθο συριακό λαό. Υπομένει διπλή τιμωρία ανάλογα με τη θέση του στη σκακιέρα της παγκόσμιας γεωπολιτικής. Και στην Τουρκία οι περιοχές που επλήγησαν κατοικούνται από Κούρδους και από Σύρους πρόσφυγες, πληθυσμούς στο περιθώριο του κρατικού ενδιαφέροντος. Τα περισσότερα από τα σπίτια που κατέρρευσαν, ακόμα και νεόκτιστα, ήταν κακής κατασκευής, ενώ γίνεται λόγος για παράνομες πρακτικές προς όφελος εργολάβων και πολιτικών διαπλοκών.
               Οι φυσικές καταστροφές λοιπόν με τις συνέπειές τους αναδεικνύουν τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και τις ταξικές διαφορές. Επηρεάζουν δυσανάλογα τις φτωχότερες κοινότητες, καθώς έχουν σχετικά υψηλότερη ευαισθησία στα γεγονότα καταστροφών σε σύγκριση με τις κοινότητες υψηλότερης ανάπτυξης. Οι πληθυσμοί υφίστανται διακρίσεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την καταστροφή.
Η φτώχεια θα αυξήσει την ευπάθεια των ανθρώπων στον κίνδυνο και οι καταστροφές θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν και να βαθαίνουν τη φτώχεια, σ’ έναν συνεχή κύκλο.  Στις φτωχές χώρες, η πρόληψη των κινδύνων υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Δεν υπάρχει ούτε σχέδιο πρόληψης κινδύνων. Γνωρίζουμε καλά ότι σε μια χώρα, οι προνομιούχοι και οι πιο μειονεκτούντες δεν δικαιούνται την ίδια μεταχείριση. Ένας σεισμός, ακόμη και ένας μεγάλος, γίνεται η απόλυτη καταστροφή λόγω της έλλειψης προσαρμοστικών ικανοτήτων αυτών που επηρεάζει. Μια πραγματική καταστροφή συμβαίνει όταν πλήττει έναν μη προνομιούχο πληθυσμό.
Για τους φτωχούς, οι κοινωνικές και οικολογικές ανισότητες μεταφράζονται σε περισσότερα θύματα και μεγαλύτερες υλικές καταστροφές. Η συντριπτική πλειοψηφία ζει σε πολύ εκτεθειμένες περιοχές, υποφέροντας από σκληρή έλλειψη δικτύων ασφάλειας, άναρχη αστική ανάπτυξη. Τις περισσότερες φορές μεγαλύτερο μέρος της άμεσης προσπάθειας βοήθειας διεξάγεται από γείτονες που βοηθούν τους γείτονες, αντί από αρχές όπως η αστυνομία, ο στρατός ή ομάδες βοήθειας. Οι επιζώντες βρίσκουν εφευρετικούς τρόπους για να προμηθευτούν τρόφιμα και να μοιραστούν προμήθειες και συχνά διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να σώσουν άλλους.
Η φτώχεια θεωρείται συνήθως σημαντικός παράγοντας για τον προσδιορισμό της ευαισθησίας και της ευπάθειας των νοικοκυριών σε κίνδυνους, επειδή το επίπεδο εισοδήματος των νοικοκυριών καθορίζει τις ικανότητες αντιμετώπισης και προσαρμογής των ατόμων σε καταστάσεις καταστροφών. Η  φτώχεια επιδεινώνει τις αρνητικές επιπτώσεις των καταστροφών στα νοικοκυριά, αυξάνοντας τη σοβαρότητα της υφιστάμενης φτώχειας και την αύξηση του αριθμού των ατόμων που πάσχουν από αυτό.
               Γι’ αυτό και η έκφραση συγκίνησης δεν αρκεί, όταν αυτή κινητοποιεί μόνο ανθρωπιστικές δράσεις άμεσης ανακούφισης και δεν διεκδικεί καλύτερες συνθήκες ζωής για όλους αυτούς τους απελπισμένους από τις φυσικές καταστροφές, που οι πολιτικές επιλογές μιας άρχουσας τάξης κάθε φορά απειλεί να τους καταστήσει απόκληρους της κοινωνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: