Κι έτσι καταλήγουμε και στη χώρα μας
με τις πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις να παραμένουν υψηλές, ακόμα και
οξυμένες, όλα τα αστικά μας κόμματα ν’ αγωνίζονται για να δείχνουν ότι διαφοροποιούνται,
ώστε να υπάρχει δυνατότητα επιλογής στις εκλογές, χωρίς όμως ν’ αλλάζει τίποτε.
Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ξανακερδίσει τη χαμένη τιμή ενός ριζοσπαστισμού
που ιδιοποιήθηκε κομμουνιστικούς αγώνες, ενώ αποκήρυξε τον κομμουνισμό και να θολώσει
τα νερά της ταξικής αντιπαράθεσης με τον καταποντισμό σε έμφυλες, αυτοπροσδιοριζόμενες
κλπ ταυτότητες. Και στο τέλος βέβαια μιας …αγωνιστικής ημέρας να μπορεί να
κατηγορηθεί το ΚΚΕ για οπισθοδρόμηση, ομοφοβία, σκοταδισμό, σεχταρισμό κλπ.
Δεν είναι μόνο η επιμονή της Ε.
Ακρίτα να αποδείξει την ομοφοβία του ΚΚΕ με βάση επιχειρήματα που στηρίζονται
σε αμφίβολα γεγονότα (κάποιος, κάπου κάποτε οπαδός του κόμματος κατηγόρησε τον πρόεδρο
του ΣΕΗ Σ. Μπιμπίλα για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό). Με την αφ’ υψηλού
κριτική της μάλιστα, αντιφάσκει με τις δικές της δηλώσεις περί προσωπικών επιλογών,
όταν αποκαλύπτει, με τόσο καλυμμένο τρόπο που να είναι πασιφανής η ταύτιση, την σεξουαλική ταυτότητα ατόμων που τα ίδια
δεν θεωρούν σκόπιμο να το κάνουν. Και θυμίζει αντίστοιχη δήλωση του Γρ. Βαλιανάτου
για τον Α. Τρίτση, που μετά θάνατον ανέλαβε να προσδιορίσει δημόσια τη
σεξουαλικότητά του, όταν ο ίδιος ο
εκλιπών δεν το είχε κάνει, αποσπώντας αποδοχή και συναίνεση για τις δικές του
επιλογές. Στην περίπτωση της Ε. Ακρίτα επιδιώκεται αποδοχή των δικών της πολιτικών
επιλογών υποστήριξης του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει να εμφανίζεται σαν αριστερό κόμμα. Και
οι δικές της κατηγορίες εναντίον του ΚΚΕ, όπως και μια σειρά από δηλώσεις
παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η βασική
κατηγορία που εκτοξεύεται γι’ αυτό ως ουρά της Ν.Δ., αποκαλύπτουν τον ρόλο του
δούρειου ίππου της κυρίαρχης εξουσίας που θέλει η σοσιαλδημοκρατία, με όλες τις μορφές της, να παίζει
στην πολιτική σκηνή των αστικών δημοκρατιών. Το αδιέξοδο μάλιστα των πολιτικών
ταυτοτήτων, σαν μέσο διεκδίκησης του ατόμου
έξω από κάποιο κοινωνικό πλαίσιο, χρησιμοποιείται ως ιδεολογικός
αντιπερισπασμός για να σπάσει ο χωρισμός των ανθρώπων στο ταξικό δίπολο, αστός –
εργάτης. Ώστε να καταλήξουμε να πιστεύουμε ότι αυτό το δίπολο
δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, αφού αποχαιρετήσαμε το προλεταριάτο και
όλοι γίναμε μεσαία τάξη και κατά προσδοκία, με λίγη τύχη και πολύ θέληση, μεγαλοαστοί.
Κλωθογυρνάμε λοιπόν γύρω από υπαρκτές και κατασκευασμένες ταυτότητες που
κατακερματίζουν τη δυνατότητα συλλογικών διεκδικήσεων, μετατρέποντας το ισχυρό
και δίκαιο αίτημα για ίσα δικαιώματα σε πολύχρωμη γραφικότητα.
Και είναι κι αυτός ένας τρόπος η
κυρίαρχη τάξη να συσπειρώσει κοινωνικές ομάδες για να εδραιωθεί και μέσω διαταξικών
ιδεολογιών.
Από την έναρξη του ψυχρού πολέμου η κυρίαρχη εξουσία
της αστικής τάξης στη Δύση, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, έχει υποστηρίξει κάθε είδους αντικομμουνιστικά διανοητικά
σχέδια σε όλο το πολιτικό φάσμα, στις προσπάθειές της να στερήσει τα
επαναστατικά κινήματα από την επαναστατική θεωρία. Ιδιαίτερα η προώθηση
διάφορων αντικομμουνιστικών ιδεολογιών με αριστερή επένδυση στόχευε στην
επιδείνωση των ιδεολογικών διασπάσεων μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα για να
επικρατήσει σ’ αυτό οποιαδήποτε μορφή ριζοσπαστισμού εκτός από τον
μαρξισμό-λενινισμό, τη μόνη επαναστατική θεωρία που φοβάται η κυρίαρχη τάξη. Γιατί η κυρίαρχη τάξη της Δύσης στην
πραγματικότητα συμφωνεί με τον Λένιν, ότι δηλ. χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να
υπάρξει επαναστατικό κίνημα. Γι’ αυτό και στόχος της ήταν η καλλιέργεια μιας
συμβιβαστικής αριστεράς που παραμελεί τον αντιϊμπεριαλισμό και την ταξική πάλη
και προωθεί μια αναποτελεσματική οργανωτική στρατηγική.
Στα
μεταπολεμικά χρόνια, με ένα λαϊκό κίνημα που βγήκε από τα συντρίμμια του πολέμου
να οργανώνεται και να διεκδικεί με το βλέμμα στραμμένο σε μεγάλο βαθμό στην
ΕΣΣΔ, η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης οικειοποιούνταν τις προσδοκίες του
παρουσιάζοντας το ταξικό της συμφέρον ως συμφέρον της κοινωνίας στο σύνολό της
και προωθούνταν, με μανδύα ριζοσπαστικό,
με όλα τα μέσα να επικρατήσει. Φιλόσοφοι
αριστεροί, όπως ο Μ. Φουκώ ή ο δικός μας Κ. Καστοριάδης, των οποίων η σκέψη αδιαφορεί για την ταξική πάλη και τον ιμπεριαλισμό και είναι πρόθυμη για
εύκολη κριτική στα σοσιαλιστικά κράτη, εκτοπίζουν τον Μαρξ σε μεγάλο βαθμό μέσα
στον ακαδημαϊκό χώρο, προωθώντας διάφορες μορφές ρεφορμισμού και ριζοσπαστικού
φιλελευθερισμού. Η σχολή της Φραγκφούρτης υποστηριζόμενη από την άρχουσα τάξη
και τα ιμπεριαλιστικά κράτη προώθησε τον αντικομμουνισμό κι αποτέλεσε την
πολιτική και ιδεολογική πηγή για πολλές ακαδημαϊκές συζητήσεις, που ενίσχυαν τη
μη κομμουνιστική αριστερά. Φιλόσοφοι της, όπως ο Αντόρνο
ή ο Χόρκχάιμερ, ήταν
παγκόσμιοι εκπρόσωποι μιας αντικομμουνιστικής πολιτικής καπιταλιστικής
προσαρμογής. Η Αριστερά στη Δύση ήταν αμείλικτη με την Σοβιετική Ένωση και
αρνητική στην κομμουνιστική ιδεολογία.
Ο ακρογωνιαίος λίθος του
αντικομμουνισμού ήταν, και είναι, η
ταύτιση Στάλιν και κομμουνισμού με το απόλυτο κακό. Που ενισχύεται και όταν διάφορα αριστερά
ρεύματα επιτίθενται σ’ αυτή την ισοδυναμία, προσπαθώντας να διαχωρίσουν
το σοσιαλισμό από τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η κυρίαρχη εξουσία όμως γνωρίζει
ότι οι άνθρωποι θα συνδέουν πάντα, και σωστά, τον Στάλιν με την ΕΣΣΔ και τον
υπαρκτό σοσιαλισμό που θα πρέπει να απαξιωθεί, αφού διαστρεβλωθεί.
Την κυρίαρχη εξουσία δείχνει να
μην την ανησυχούν τόσο οι αφηρημένες ιδεολογικές θέσεις. Ανησυχεί όμως σφόδρα όταν η
επαναστατική θεωρία γίνεται πράξη, και είναι καθοριστική γι’ αυτό η ύπαρξη
κομμουνιστικού κόμματος, γιγαντώνοντας το λαϊκό κίνημα Γι’ αυτό και ιδεολογικά επιτίθεται στο υλιστικό
περιεχόμενο του μαρξισμού, σε κομμουνιστικά κόμματα και η αλλαγή στην κοινωνία
αντιμετωπίζεται με όρους οικουμενικών αξιών, ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες.
Κι ενώ σ’ όλους τους τόνους υποστηρίζεται ότι η
κομμουνιστική περιπέτεια έχει τελειώσει, όμως η προπαγάνδα εναντίον της, παραπάνω από
τριάντα χρόνια από τη διάλυση της ΕΣΣΔ,
δεν δείχνει παρά ότι αυτή συνεχίζει να είναι ζωντανή και να θεωρείται
απειλή για την αστική τάξη. Μάλιστα, μεταξύ
της φασιστικής δεξιάς και της αντικομμουνιστικής αριστεράς δημιουργήθηκε το
αφήγημα για το φιλελεύθερο κυρίαρχο ρεύμα που παρουσιάζει τον κομμουνισμό και
το φασισμό ως δυο μορφές ολοκληρωτισμού, με τη φιλελεύθερη δημοκρατία να
λειτουργεί ως η χρυσή τομή μεταξύ των δύο άκρων, το ιδανικό πολίτευμα. Ενώ τα ψευδεπίγραφα
σοσιαλιστικά κόμματα για δεκαετίες τώρα, ενστερνιζόμενα την κυρίαρχη ιδεολογία,
προσέγγιζαν το σοσιαλισμό με όρους γενικόλογων οικουμενικών αξιών, ώστε να καταλήξει να
εξαερωθεί και να αποκοπεί από την υλική πραγματικότητα, πριν αποσυνδεθεί από
την εργατική τάξη.
Όταν όμως θα πρέπει να κατευνάζεται
η λαϊκή οργή, τότε η σοσιαλδημοκρατία είναι έτοιμη να χειραγωγήσει τη λαϊκή δράση
για να μη στραφεί ενάντια στον καπιταλισμό στο σύνολό του, αλλά σε πρόσωπα ή μορφές του, ενάντια στον
μονοπωλιακό ή χρηματοπιστωτικό
καπιταλισμό που θεωρούνται ως στρεβλώσεις του. Οι διαφορές των σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων με τα λεγόμενα δεξιά κόμματα τείνουν να γίνουν μηδενικές, αν εξαιρεθούν
οι μεγαλόστομες υποσχέσεις για τον καπιταλισμό που εξανθρωπίζεται με όργανο το
εκσυγχρονισμένο αστικό κράτος, τους εργαζόμενους που βελτιώνουν τη θέση τους. Σε
αυτό το πλαίσιο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υιοθετούν αυτό που θα μπορούσαμε να
ονομάσουμε στρατηγικές πολιτικού μάρκετινγκ, στηριζόμενοι σε δημοσκοπήσεις, στην
απόρριψη αρνητικών προσωπικοτήτων, σ’ έναν προοδευτισμό που επικεντρώνεται στα θέμα ταυτοτήτων, αποσιωπώντας ταξικές διαφορές.
Δεν είναι λοιπόν αντιφατικό που ο
ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει ως αντιπολίτευση τις κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών, αρχαιολόγων,
καλλιτεχνών ,συνταξιούχων κλπ. ενώ ως
κυβέρνηση με τους νόμους του συνέβαλε τα μέγιστα για τη δυσχερή θέση τους. Γιατί στις εκλογές
που έρχονται θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα επιλογής μόνο ανάμεσα στα αστικά κόμματα, διαφορετικά το αφήγημα
για τον κυρίαρχο λαό που επιλέγει θα καταρρεύσει, ώστε οι εργαζόμενοι να
μη στραφούν στο ΚΚΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου