Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ

 

Και η τρίτη πρόταση  δυσπιστίας που ο  ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στη Βουλή  εναντίον της Νέας Δημοκρατίας, αυτή τη φορά για το θέμα των υποκλοπών, καταψηφίστηκε από το σύνολο των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος. Ο πρωθυπουργός με τη γνωστή αλαζονική αναίδεια του, που ταυτίζει τα εξυπνακιαδίστικα σχόλια του με πειστική επιχειρηματολογία και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την καταγγελτική του επιχειρηματολογία που πιστεύει πως τον αναδεικνύει σε ρηξικέλευθο ηγέτη, υπήρξαν συνεπείς και οι δυο στους ρόλους τους να συσπειρώσουν τα ακροατήρια τους προς δόξαν της αστικής δημοκρατίας. Οι κραυγές και οι συμψηφισμοί στους λόγους των μελών της συμπολίτευσης και οι κατηγορίες και οι υπονοούμενοι παραλληλισμοί με παρελθούσες καταστάσεις στους λόγους των μελών της αντιπολίτευσης ολοκληρωτικά σχεδόν επικεντρώνονται στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη, είτε για  υπεράσπιση είτε για καταγγελία. 
          Κι έτσι να έχουμε να πορευόμαστε. Οι μεγαλοστομίες για τη δημοκρατία που θωρακίζεται ή κινδυνεύει άφησαν στο απυρόβλητο τον τρόπο λειτουργίας της και το νομικό της οπλοστάσιο, που επιτρέπει δράσεις όπως αυτές που αποκαλύφτηκαν. Το θετικό βέβαια που προκύπτει από κάτι τέτοιες αντιπαλότητες, είναι που  έρχονται στο προσκήνιο τα μέσα που χρησιμοποιούνται στην άσκηση της εξουσίας. Και διαπιστώνεται ότι κάτι γίνεται σκάνδαλο επειδή  οι κανόνες του παιχνιδιού παραβιάστηκαν, ενώ η πολιτική εξουσία δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει  τις ισορροπίες και να ξαναμοιράσει την τράπουλα συμψηφίζοντας κέρδη- ζημιές. Κι έτσι το ένα σκάνδαλο αποκαλύπτεται μετά το άλλο, από τους μέν και τους δε. Και όλα τα πολιτικά σκάνδαλα μοιάζει να εξαρτώνται από το ελλιπές ηθικό έρμα και τη διαφθορά του ενός ή άλλου πολιτικού προσώπου ή δημόσιου λειτουργού. Σαν μια  εκδοχή κινηματογραφικής ταινίας, απ’ αυτές μάλιστα που δεν έχουν και πολύ ενδιαφέρον ελλείψει αγωνίας για την εξέλιξη, όπου δικαστές αναλαμβάνουν να αποκαλύψουν την αλήθεια, ενώ ο αρχηγός επεμβαίνει υποστηρικτικά, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει,  συντελώντας κι αυτός  για να καθαριστεί  η κόπρος του Αυγείου, μέχρι να αποκαλυφτεί το επόμενο σκάνδαλο.
Στη συζήτηση στη Βουλή ήταν εντυπωσιακή η απουσία σοβαρής διερεύνησης και ανάλυσης των ίδιων των ζητημάτων για τα οποία συζητούσαν, τα οποία αντιμετωπίζονταν άλλοτε  με  ύφος βεβαιότητας, άλλοτε με  ύφος σωτήριων  εξαγγελιών, άλλοτε με υπεροπτικές ειρωνείες. Και ήταν μόνο το ΚΚΕ που θέλησε να παρουσιάσει την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από βαρύγδουπες εξαγγελίες και επικοινωνιακά τεχνάσματα.  «Τα σκάνδαλα σας ενδιαφέρουν μέχρι το σημείο που εξυπηρετούν τις εκλογικές σας διεργασίες» όπως επεσήμανε ο γ.γ Δ. Κουτσούμπας. Αποκαλώντας οι μεν τους δε αριστερούς, ακόμα και  κομμουνιστές, ενώ οι δε τους μεν συντηρητικούς και δεξιούς το κάνουν για να συρρικνώσουν την έκταση του πολιτικού φάσματος σε μια διελκυστίνδα ανάμεσα σε δυο αντίπαλες φατρίες νεοφιλελεύθερων συντηρητικών. Οι οποίοι μπορεί να έχουν διαφορές, όμως «στα στρατηγικά ζητήματα έχουν συμφωνία, έχουν ταύτιση».
Κι αν κάτι έγινε κατανοητό από τις αποκαλύψεις και αντιδράσεις σ’ αυτές, είναι πως   γίνεται ορατό ότι ορισμένα κρατικά κέντρα διαθέτουν  μια αυτονομία, που αποδέχεται η πολιτική ηγεσία,  η οποία υποδηλώνει την ανάγκη  δραστηριοποίησης του κράτους έξω  από τη συνταγματική τάξη, έξω από την περιοχή του πολιτικού. Κι αυτή η πρακτική δεν  μαρτυρά παρά  την ανάγκη του αστικού κράτους  να δρα στην κατεύθυνση αναίρεσης στοιχείων της  φιλελεύθερης μορφής του κράτους δικαίου, για την οποία επαίρεται η κυρίαρχη τάξη, όταν το απαιτούν τα συμφέροντά της.  
Μέσα στις διάφορες και εν πολλοίς αντιφατικές δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι κυβερνητικοί παράγοντες για τις υποκλοπές, κυριαρχούσε η έννοια της ασφάλειας. Μ’ αυτόν τον όρο ουσιαστικά εννοείται η ασφάλεια της καπιταλιστικής δομής, αλλά το ενσωματωμένο σ’ αυτήν πολιτικό σύμπλεγμα, επιδιώκοντας την κατανομή πολιτικών ρόλων και εξουσιών, εξωραΐζοντάς την,  την τοποθετεί σε μια ηθικοποιημένη σφαίρα που περιλαμβάνει την ασφάλεια του έθνους, της δημοκρατικής τάξης, των θεσμών που κατανέμουν τις εξουσίες. Οι υποκλοπές θεωρούνται  ουσιαστικά νόμιμες στο μέτρο που το μπλοκ των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων δεν θίγεται, παράδειγμα οι υποκλοπές με θύμα το ΚΚΕ, που ουσιαστικά μπήκαν στο περιθώριο. Όταν όμως τα διάφορα τμήματα του αστικού πολιτικού δυναμικού, σε μια εσωτερική αντιπαλότητα, αμφισβητούνται ως  θεσμικές παράμετροι της ασφάλειας, όπως συμβαίνει με την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη ή το αρχηγού ΓΕΕΘΑ, τότε στο μέτρο που θίγονται, σαν επικυρώσεις της θεσμικής τάξης, σαν αντιπρόσωποι θεσμών, οι υποκλοπές καταδικάζονται ως αντισυνταγματικές. Και βέβαια το μέτρο της καταγγελίας εμφανίζεται σαν ο δείκτης της κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά και σαν δείκτης της ανάγκης αναπροσαρμογής της πολιτικής ισχύος στο έδαφος της θεσμικής αντιπροσωπευτικότητας. Και έτσι αναμετρώνται οι διάφορες πολιτικές εκφάνσεις της κυρίαρχης τάξης για την κυριαρχία τους στο πολιτικό σκηνικό. Να έχουν να διαλέγουν οι εκμεταλλευόμενες τάξεις, χωρίς να ανησυχούν την κυρίαρχη εξουσία.
Στην πραγματικότητα η αντίθεση δεν θα πρέπει να περιορίζεται στο αν θα πρέπει να γίνονται ή όχι οι υποκλοπές και παρακολουθήσεις. Θα πρέπει να εξετάζεται πώς από την κυρίαρχη πολιτική  τέτοιες δράσεις  χρησιμοποιούνται για να εγκλωβίζονται οι λαϊκές αντιδράσεις σε πεδία οριζόμενα απ’ αυτήν, προωθώντας μια στρατηγική ανοχής αν όχι συμπόρευσης, με τμήματα του κυρίαρχου πολιτικού πλέγματος που εμφανίζονται κατά περίσταση να υπερασπίζονται την κυρίαρχη πολιτική δομή και τους θεσμούς της. Στην τωρινή συγκυρία, στο όνομα αυτής της στρατηγικής ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί το ΚΚΕ γιατί δεν συμπορεύεται μαζί του να υπερασπιστεί μια ιδεατή αστική δημοκρατική νομιμότητα. Για να εδραιώνεται η αυταπάτη για την αστική δημοκρατία ως το μόνο καλύτερο δυνατό πολίτευμα, ώστε να αίρονται οι αμφισβητήσεις και οι διεκδικήσεις του λαϊκού κινήματος.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: