Στο τέλος του πρώτου τέταρτου του 21ου αιώνα
μεγάλες μάζες, και στην αναπτυγμένη Δύση, όπως και στο παρελθόν νιώθουν το ίδιο
συναίσθημα της απόγνωσης για τη μοίρα που υφίστανται, ακόμα κι όταν νομίζουν
ότι έχουν ακολουθήσει πιστά τους κανόνες που τους επέβαλαν. Νιώθουν την απώλεια
κάθε αξιοπρέπειας όταν καλούνται με μεγάλο κυνισμό να προσαρμοστούν στις συνθήκες
που τους επιβάλλονται, χωρίς δηλ.δυνατότητα αλλαγής τους και σε πείσμα της επισφάλειας
της ύπαρξης τους. Από την άλλη οι κυβερνώντες
της άρχουσας τάξης κάθε φορά παρασυρμένοι από την έπαρση τους εκδηλώνουν τον
κυνισμό τους με δηλώσεις που εκφράζουν περιφρόνηση για τις μεγάλες μάζες, τις οποίες
έχουν αναλάβει να τιθασεύσουν στα πλαίσια της αστικής μας δημοκρατίας. Όταν
πριν τέσσερις μήνες ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Στ. Πέτσας δήλωνε σχετικά
με το θέμα της θέρμανσης του χειμώνα ότι «Όποιος αρνείται να προσαρμοστεί
πεθαίνει», απλώς παραδεχόταν μπροστά σε
ακροατήρια τους στόχους της πολιτικής τους. Όσο πιο άτρωτοι από τη λαϊκή οργή
αισθάνονται τόσο αποθρασύνονται στο λόγο και τις πράξεις τους.
Κι έτσι η
περιφρόνηση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων γίνεται κανόνας παρόλο που ο λόγος
των κυβερνώντων ακόμα σε γενικές γραμμές θέλει να εμφανίζεται φιλάνθρωπος και
φιλολαϊκός. Στην πράξη όμως, ό,τι βελτιώνει τη ζωή μας και εξασφαλίζει την
ύπαρξή μας υπονομεύεται και καταστρέφεται όταν δεν παράγει κέρδος. Απόδειξη η
διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγεία.
Το ζήτημα της υγειονομικής περίθαλψης έχει γίνει και στη
χώρα μας το βασικό αποδεικτικό στοιχείο όχι μόνο της αναλγησίας των
κυβερνώντων, αλλά της εκμετάλλευσης του κάθε εργαζόμενου από τους καπιταλιστές.
Οι δηλώσεις και οι κυβερνητικές αποφάσεις το επιβεβαιώνουν. Πρωθυπουργός και
υπουργοί, εν μέσω επιδημίας, αφού απαξίωσαν τη λειτουργία των ΜΕΘ περιορίζοντάς
τες και συρρικνώνοντας τις λειτουργίες των νοσοκομείων, μεθόδευσαν το πλήρες
γκρέμισμα του ΕΣΥ. Τον Νοέμβριο του 2021 ο υπουργός Επικρατείας Α. Σκέρτσος δήλωνε
ανερυθριάστως ότι «δεν υπάρχει και λόγος να δημιουργήσουμε ένα πολυτελές
σύστημα υγείας, το οποίο μετά την πάροδο της πανδημίας θα εκλείψει ο λόγος να
έχουμε πάρα πολλές ΜΕΘ». Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αμφισβητούσε μέσα στη Βουλή,
τον Δεκέμβριο του 2021, τη χρησιμότητα
των ΜΕΘ, αφού κατ’ αυτόν, ψευδόμενος, δεν υπήρχαν ενδείξεις αύξησης της θνησιμότητας
ασθενών σε σχέση μ’ αυτούς στις ΜΕΘ. Τον Ιούνιο του 2021 ο Κ. Μητσοτάκης
προανήγγειλε επανασχεδιασμό του χάρτη της Υγείας, στη λογική «hub and spoke», με τη δημιουργία «clusters» νοσοκομείων, που
σημαίνει κλείσιμο νοσοκομείων ή κλινικών.
Συνέπειες
λοιπόν μιας πολιτικής που όχι μόνο αδιαφορούσε για τη δημόσια περίθαλψη, αλλά συστηματικά την αποδομούσε είναι τόσο η
τραγική περίπτωση του εξάχρονου παιδιού που
υπέστη ανακοπή και το γύριζαν σ’ όλη τη Β.
Ελλάδα, από τα Γρεβενά για να καταλήξει στην Πάτρα, σε
αναζήτηση ΜΕΘ, όσο και η έλλειψη φαρμάκων. Συγχρόνως, αποκαλυπτικές των προθέσεών τους είναι
οι δηλώσεις της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, γιατρός και η ίδια, Μ. Γκάγκα, ότι «Δεν
είναι λογικό να έχουμε φάρμακα σε τιμή κάτω από το κόστος».
Οι προθέσεις των κυβερνώντων δεν είναι
κρυφές. Απροκάλυπτα και μεθοδικά την τελευταία δεκαετία όλες οι κυβερνήσεις εργάζονται
για την παράδοση της δημόσιας περίθαλψης σε ιδιωτικά χέρια, αντιμετωπίζοντάς
την ως μια ακόμα επιχείρηση που θα αυξήσει τα κέρδη επιχειρηματιών. Το ίδιο και
τα φάρμακα αντιμετωπίζονται ως εμπόρευμα που θα πρέπει να αυξηθεί η τιμή τους, για
να εξασφαλιστούν τα κέρδη αυτών που τα εμπορεύονται. Τα υπόλοιπα, απαξίωση και
συκοφάντηση δημόσιου συστήματος, συρρίκνωση νοσοκομειακών μονάδων, έλλειψη φαρμάκων είναι τα μέσα που οι
κυβερνώντες μεταχειρίζονται για να αποσπάσουν αν όχι τη συναίνεση, την ανοχή
τουλάχιστον των μεγάλων μαζών για να μην αντιδράσουν.
Επειδή οι φαρμακευτικές
εταιρείες διέπονται από εμπορικούς κανόνες, οικονομικές κερδοσκοπίες και
ανταγωνισμό της αγοράς επενδύουν σε προϊόντα που αποτελούν εγγυημένες και επικερδείς
επιχειρηματικές ευκαιρίες. Η μαζική παραγωγή και διανομή προϊόντων χαμηλού
κόστους, με μόνο οριακά κέρδη ανά μονάδα, δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανάπτυξη
φαρμάκων και ιατρικών πράξεων για τα οποία οι εταιρείες μπορούν να χρεώνουν
πολύ υψηλές τιμές. Είναι δεδομένο επομένως ότι ελλείψει επαρκούς κινήτρου κέρδους, η
φαρμακευτική βιομηχανία δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αναπτύξει φάρμακα που η απόλυτη
αποτελεσματικότητά τους εξαλείφει τις αιτίες που τα δημιούργησαν κι επομένως την
αέναη χρήση τους με τα αντίστοιχα κέρδη. Εν ολίγοις, τα συμφέροντα της φαρμακοβιομηχανίας
έγκεινται στην ανάπτυξη των υψηλότερων δυνατών κερδών για τους μετόχους της και
όχι στη διατήρηση της υγείας του πληθυσμού.
Ακόμα κι αν
θεωρήσουμε ότι το κέρδος είναι ένας παράγοντας ικανοποίησης που οδηγεί σε
βελτίωση της ζωής, σε νέες γνώσεις και δυνατότητες, το πρόβλημα παραμένει όταν
τα κέρδη προέρχονται από ζημίες άλλων ανθρώπων. Η φαρμακευτική βιομηχανία είναι εξαιρετικά κερδοφόρα, μόνο
που αυτά τα κέρδη έχουν μεγάλο κόστος για τους ανθρώπους, γιατί η
φαρμακοβιομηχανία απαιτεί υπέρογκες τιμές για τις θεραπευτικές καινοτομίες,
τιμές δυσανάλογες με τις επενδύσεις που γίνονται για την ανάπτυξη και την
παραγωγή τους. Επιπλέον, δεν ενδιαφέρεται για φάρμακα που έχουν εισέλθει στο
δημόσιο τομέα, τα οποία, θεωρούμενα ότι είναι ελάχιστα ανταποδοτικά, υφίστανται
συχνές ελλείψεις από τις οποίες υποφέρουν οι ασθενείς. Η φαρμακοβιομηχανία δηλ.
είναι απλώς ένας κλάδος όπως οι άλλοι που το κύριο μέλημά τους είναι η
οικονομική κερδοφορία και στα μάτια της οι ασθενείς είναι μόνο απλοί
καταναλωτές.
Κι επειδή η πλειοψηφία
των εργαζομένων στα περισσότερα μέρη του καπιταλιστικού κόσμου έχουν
εκπαιδευτεί για να εσωτερικεύουν και αποδέχονται τις βασικές αρχές του
καπιταλισμού, αρνούνται να δούν την αιτία γι’ αυτά τα ζωτικά προβλήματα, τον
καπιταλισμό. Έτσι κατηγορούν τον εαυτό τους ή τον Θεό αν κάτι πάει
στραβά, αλλά χωρίς να τολμούν να δούν στον
καπιταλισμό το πρόβλημα. Ζώντας λοιπόν στο καπιταλιστικό σύστημα που διέπεται
από τους νόμους του, της εκμετάλλευσης και του κέρδους, φαίνεται φυσιολογικό ν’
αποδεχόμαστε χαρακτηριστικά του που είναι παράλογα και στρέφονται ενάντια στην
ύπαρξή μας.
Με
απλά λόγια, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, είναι πιο κερδοφόρο να πουλάς φάρμακα
στους πολύ πλούσιους σε υψηλές τιμές παρά να πουλάς φθηνότερα φάρμακα σε
μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Ως αποτέλεσμα, τα φάρμακα παραμένουν απρόσιτα για
τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων σε πολλά μέρη του κόσμου. Αν και αυτό
μπορεί να είναι ένα αποδεκτό αποτέλεσμα για ορισμένα προϊόντα, όπως τα είδη
πολυτελείας, είναι εντελώς όμως απαράδεκτο για φάρμακα που σώζουν ζωές.
Επομένως, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παγκόσμια έλλειψη
πρόσβασης στα φάρμακα, ο ρόλος που διαδραματίζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες πρέπει
να εξεταστεί κριτικά. Αν λοιπόν πιστεύουμε ότι το φάρμακο δεν είναι εμπόρευμα
και ότι η υγεία είναι ένα δικαίωμα που πρέπει να προστατεύεται, την ίδια
στιγμή, δεν μπορεί να αποδεχόμαστε τον καπιταλισμό που ανεβάζει τις τιμές.
Διαφορετικά ας σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι όλοι έχουν δικαίωμα στο
φάρμακο και την υγεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου