Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

ΩΣ ΙΣΤΟΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

 

Κι ενώ η έρευνα των Τσιόδρα και Λύτρα αποδεικνύει το αυτονόητο, που εδώ και μήνες οι γιατροί των  νοσοκομείων καταγγέλλουν, ότι οι ασθενείς από covid-19 σε κρίσιμη κατάσταση σε κλίνες εκτός ΜΕΘ πέθαναν σε υψηλότερα ποσοστά από ό,τι σε κλίνες ΜΕΘ, η πλειοψηφία των δημοσιογράφων καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να την υποβαθμίσει και να δικαιώσει για άλλη μια φορά την πολιτική της κυβέρνησης. Ενδεικτικό παράδειγμα ο διάλογος στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανάμεσα στο δημοσιογράφο,  Β. Βενιζέλο και τον καθηγητή Θ. Λύτρα σχετικά με τη δημοσιοποίηση της έρευνας. Σ’ αυτόν τον διάλογο ούτε λίγο ούτε πολύ ο δημοσιογράφος επικρίνει τον καθηγητή που έκανε γνωστό στον κόσμο την ενημέρωση της πολιτικής ηγεσίας αμφισβητώντας εμμέσως, εφόσον δεν έχει επιστημονικό χαρακτήρα αυτή η δημοσιοποίηση,  το δικαίωμά του να ενεργήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. 
     Στη χώρα μας, και όχι μόνο, είναι οι περικοπές στον τομέα της υγείας που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις για να πετύχουν τους δημοσιονομικούς στόχους και να περιορίσουν τα περίφημα ελλείμματα της καπιταλιστικής κρίσης χωρίς να περιοριστούν τα κέρδη των καπιταλιστών που δημιουργούν τις ελλείψεις στην υγειονομική περίθαλψη και τους χιλιάδες νεκρούς εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού. Καθώς λοιπόν οι κυβερνήσεις αρνούνται να δεχτούν πως ο αριθμός των νεκρών είναι ευθέως ανάλογος με το  βαθμό εγκατάλειψης του συστήματος υγείας, επιστρατεύουν τα μέσα ενημέρωσης για να πείσουν τον κόσμο για την ορθότητα της πολιτικής τους. Αυτό λοιπόν που  επιδιώκεται  με τους ποικίλους κυβερνητικούς εκπροσώπους που παρουσιάζονται ως  δημοσιογράφοι είναι να κατασκευαστεί μια τέτοια αναπαράσταση της κοινωνικής πραγματικότητας που να γίνεται δυνατή η υπαγόρευση μιας συγκεκριμένης άποψης των πραγμάτων και ο απόλυτος επηρεασμός της σκέψης μας, ώστε να δικαιώνεται η κυρίαρχη πολιτική. 
        Η αντιμετώπιση της επιδημίας  από την κυρίαρχη εξουσία, περισσότερο από την οικονομική κρίση, αποκάλυψε, με υλικούς όρους,  τα όρια της αστικής δημοκρατίας μας. Σ΄ ένα υγειονομικό θέμα που απειλεί τη ζωή μας, προτεραιότητα θεωρήθηκε η αστυνομική καταστολή και τρομοκρατία σε κάθε αίτημα που αφορούσε την καλύτερη διαχείρισή της. Το ενδιαφέρον για την αντιμετώπισή της περιορίστηκε στο επικοινωνιακό σκέλος και στην προσπάθεια δημιουργίας μιας εικονικής πραγματικότητας που θα ικανοποιεί τους κυβερνώντες. Ο τύπος, τα κόμματα,  η δικαιοσύνη  επαναλαμβάνεται πως αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Μόνο που το χάσμα μεταξύ του ιδανικού τρόπου λειτουργίας του Τύπου ή της δικαιοσύνης και της υφιστάμενης πραγματικότητας δεν είναι μια εξαίρεση στη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας, αλλά εγγενές στοιχείο της.  Οι διακηρύξεις περί της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης ή της δικαιοσύνης είναι ό,τι απέμεινε από τα οράματα  της εποχής των αγώνων της αστικής τάξης για κατάληψη της εξουσίας που της εξασφάλιζαν συμμαχίες με την εργατική τάξη και αυτό αποκαλύπτεται αρκετά κραυγαλέα σε εποχές κρίσης.
      Στην δίχρονη λοιπόν υγειονομική κρίση που ζούμε  αποκαλύφτηκε η φενάκη να συνδέεται ο έλεγχος της ενημέρωσης, σε όλες τις μορφές της, μόνο με την λογοκρισία που επιβάλλουν δικτατορικά καθεστώτα. Οι χρηματοδοτήσεις όμως και η οικονομική δομή των εταιρειών των μέσων ενημέρωσης από τις οποίες εξαρτώνται δημοσιογράφοι μπορούν να ασκούν έλεγχο στην πηγή της ενημέρωσης σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας, το ίδιο αποτελεσματικά.
     Το κλασικό λοιπόν όραμα για τον δημοκρατικό ρόλο του Τύπου, που ενσωματώνεται στη συνταγματική προστασία της ελευθερίας του Τύπου, στους χάρτες δημοσιογραφικής ηθικής ή σε κοινωνικές ομιλίες που καταγγέλλουν τις υπερβολές των μέσων ενημέρωσης δεν αρκεί για να διασώσει την αξιοπιστία τους. Γιατί  η απώλεια εμπιστοσύνης προς αυτά άμεσα σχετίζεται με τη δυσπιστία για την εξάρτησή τους από οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις. Στα καθ’ ημάς η χρηματοδότηση από λίστα  του Στ. Πέτσα, του πρώην κυβερνητικού εκπροσώπου, μέσων ενημέρωσης στο πλαίσιο της καμπάνιας κατά του κορωνοϊού « «Μένουμε Σπίτι» λειτούργησε ως αποδεικτικό στοιχείο για να καταρρεύσει πλήρως η εξιδανικευμένη εικόνα της δημοσιογραφίας, σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε συγκεκριμένους μεγάλους επιχειρηματίες που μοιράζονται την ελληνική αγορά.  Και κάπως έτσι μπορεί ακόμα και οι δηλώσεις από κυβερνητικούς αξιωματούχους για σπατάλη δημοσίου χρήματος αν επενδυθούν σε επιπλέον κρεβάτια ΜΕΘ να προβάλλονται ως θετικές και να επιδοκιμάζονται συμφωνίες πολλών δισεκατομμυρίων για αγορά μαχητικών, φρεγατών κλπ. ή χρηματοδοτήσεις προς την αστυνομία.
       Γι’ αυτό και στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ψηφίστηκε από τη συμπολίτευση, με αυστηροποίηση των ποινών, που επιδιώκει την ικανοποίηση  μιας ευκαιριακής κοινής γνώμης απελπισμένης για τιμωρία των άλλων,  περιλαμβάνεται και το άρθρο 191 για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Και δεν είναι φανταστικοί οι   φόβοι πως θα χρησιμοποιηθεί αυτό το άρθρο για να νομιμοποιηθεί ο περιορισμός της ελευθερίας των Μέσων Ενημέρωσης και της έκφρασης γνώμης. Στην τροποποιημένη διάταξη του άρθρο 191 τιμωρείται όποιος  διαδίδει ή διασπείρει ψευδείς ειδήσεις όχι γιατί έχουν ως αποτέλεσμα το φόβο, αλλά γιατί   δυνητικά μπορεί να προκαλούν φόβο ή ανησυχία. Στην αστική μας δημοκρατία η νομοθέτηση απαγορεύσεων ή περιορισμών δικαιωμάτων και ελευθεριών για τα οποία η ίδια επαίρεται, θεωρητικώς, εξασφαλίζει την νομιμοποίησή τους και κατ’ επέκταση τη συναίνεσή μας.
        Τελικά η επιδημία μετατρέπεται από την κυρίαρχη εξουσία σε ένα ιστό αράχνης που η ίδια πλέκει για να τον απλώσει  στην προσωπική και δημόσια ζωή,  παγιδεύοντάς μας, για να μας τρομοκρατήσει και να αποτρέψει κάθε αντίδραση εν τη γενέσει της.
       Θα το ανεχτούμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: