Εν μέσω μιας επιδημίας που, παρά
την κοστοβόρα και οργανωμένη επικοινωνιακή διαχείρισή της, απέτυχε να
αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, μεριμνώντας για όλους τους πολίτες και όχι
τρομοκρατώντας τους, απειλώντας τους ή καταστέλλοντας διαμαρτυρίες, οι καταγγελίες
για κλίνες σε ΜΕΘ που κρατούνται κενές για νοσηλεία υψηλών προσώπων φαίνεται να
είναι φυσικό αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής της. Ένα σύστημα δημόσιας
υγείας με περιορισμένους πόρους, που δεν αυξήθηκαν ούτε καν στον καιρό της επιδημίας, με πολυετή υποχρηματοδότηση,
κατακερματισμένο, με ολιγάνθρωπο προσωπικό που υπερβάλλει εαυτόν, η αδυναμία
ανταπόκρισής του σε μια επιδημία είναι η εύλογη συνέπεια. Και το κυριότερο,
μοιάζει η πολιτική ηγεσία να αδιαφορεί επί της ουσίας για υγειονομικά θέματα
της πλειοψηφίας των κατοίκων, όταν μπορεί να τα διαχειριστεί επικοινωνιακά.
Όπως φάνηκε με το έγγραφο της
αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, ιατρού, Μ. Γκάγκα που ζητούσε από τα νοσοκομεία
μείωση των τακτικών χειρουργείων κατά 80%, ή τις δικαιολογίες για την ολιγωρία
της κυβέρνησης να αντικαταστήσει το υγειονομικό προσωπικό που τέθηκε σε
αναστολή. Σ’ ένα λοιπόν πολιτικοοικονομικό σύστημα που τα πάντα
εμπορευματοποιούνται και κοστολογείται συνεχώς η ανθρώπινη ζωή, οι καταγγελίες
για επιλεκτικές εισαγωγές στις περιορισμένες ΜΕΘ, ούτε αναληθείς φαίνονται ούτε
θεωρούνται υπερβολικές, μια εξαίρεση.
Βέβαια,
ο υπουργός Υγείας Θ. Πλεύρης αφού χαρακτήρισε fake news και ψευδέστατες τις
«Αναφορές ότι κρατούνται κλίνες ΜΕΘ ή γίνεται επιλεκτική εισαγωγή τους» και
όσους διακινούν αυτές τις πληροφορίες ότι «λειτουργούν ως συκοφάντες», αφού
οργίστηκε, την επόμενη μέρα κατέθεσε
ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου αναφορά αξιόποινων πράξεων κατά του
προέδρου της ΠΟΕΔΗΝ Μ. Γιαννάκου και παντός υπευθύνου που διακινεί ψευδείς και
συκοφαντικές ειδήσεις. Διαιωνίζοντας έτσι το ιδεολόγημα της ανεξάρτητης
δικαιοσύνης και υποκαθιστώντας τον πολιτικό
τομέα από τον νομικό για την επίλυση των συγκρούσεων με δήθεν αμερόληπτο τρόπο,
για να αποκρύπτονται οι ταξικοί
ανταγωνισμοί που καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Ο δε υπουργός δεν
σταμάτησε να αμύνεται δια της επιθέσεως, είτε προσωποποιώντας τη διένεξη μεταξύ
κυβέρνησης και συνδικαλιστή είτε δια της αρνήσεως, εμμέσως αλλά σαφέστατα να
υποδεικνύει, σε περίπτωση που θα μπορούσε να αποδειχτεί αληθινή η καταγγελία,
το υγειονομικό προσωπικό.
Σ’
αυτή την παρατεταμένη περίοδο κρίσεων, όσο οι ανταγωνισμοί και οι ταξικές
συγκρούσεις αυξάνονται, τόσο η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης διαποτίζεται από
την υποκρισία. Δημοκρατία και ανάπτυξη ευαγγελίζεται ο κυρίαρχος λόγος για να
συνεχίζουμε να φανταζόμαστε καθησυχασμένοι το μέλλον μας, με ελευθερία και
ασφάλεια, χωρίς να αμφισβητούμε το υπάρχον καθεστώς, όσο με τις πολιτικές της η
άρχουσα τάξη αναμορφώνει προς όφελός της και για παγίωση του υπάρχοντος
καθεστώτος τις πολιτικές και κοινωνικές δομές.
Και
αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ακόμα να μην αντιλαμβανόμαστε ότι η ελευθερία και δημοκρατία που
διακηρύττεται από τον κυρίαρχο λόγο είναι συνδεδεμένες με τον καπιταλισμό, τον κατ’
ευφημισμό ελεύθερο συναγωνισμό, και ότι είναι το πρόσχημα για την οικονομική καταπίεση, για την εκμετάλλευση των υποτελών τάξεων ακόμα και με τον καταναγκασμό. Πώς είναι
δυνατό να παραβλέπουμε τις ταξικές συγκρούσεις και να αρκούμαστε σε συγκρίσεις
με τα πιο αποτελεσματικά κράτη ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς να παίρνουμε υπόψη, στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση,
τον οικονομικό ρόλο του Κράτους, το διακηρυγμένο
ρόλο του σαν πολιτικού οργανωτή της αστικής τάξης, και να θεωρούμε ότι η
εξαθλίωσή μας οφείλεται στην ανεπαρκή λειτουργία του; Όταν έχει αποκαλυφτεί
πια, στη δεκαετή αυτή οικονομική και υγειονομική κρίση, ότι όλοι οι πυλώνες του
αστικού καθεστώτος αυτό εξυπηρετούν; Δεν είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας που έκρινε συνταγματικό,
νόμιμο, σύμφωνο με τις διεθνείς συμβάσεις και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) το πρώτο Μνημόνιο του 20101 ή τις περικοπές μισθών στο
δημόσιο και ιδιωτικό τομέα; Και ενώ και οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της άρχουσας τάξης δεν διαφέρουν παρά μόνο ως προς τον τρόπο διαχείρισης των κοινών, γιατί επιμένουμε να θεωρούμε
ότι η κακοδιοίκηση και η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική που σκοπεύει στο
εύκολο και γρήγορο κέρδος μιας περιορισμένης ομάδας καπιταλιστών είναι απλώς εξαιρέσεις;
Αυτά τα δυο
χρόνια της επιδημίας, η κυβέρνηση, που όλη της η προσπάθεια αναλώθηκε σε
δράσεις που να δικαιολογούν επικοινωνιακά την ταξική της πολιτική, με επικέντρωση
στις απαγορεύσεις και τα πρόστιμα, με αποθέωση
του Κ. Μητσοτάκη και έμφαση στην ατομική
ευθύνη, κατηγορώντας τον ασύνετο
πληθυσμό της χώρας για την έξαρση της επιδημίας, προβάλλοντας και διογκώνοντας
συνωμοσιολογικές θεωρίες αντιεμβολιασμού, εφαρμόζει απαρέγκλιτα την πολιτική
της για ιδιωτικοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας και εμπορευματοποίησης κάθε
υγειονομικής πράξης. Το πρόστιμο των 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους, που
δικαιολόγησε η κυβέρνηση ως πίεση για τον εμβολιασμό των ανθρώπων άνω των 60
είναι ένας εύσχημος τρόπος, που δεν τον έκρυψε όταν το ονόμασε «αντίτιμο
υγείας», να γίνει αποδεκτή η επιβολή αντίστοιχων τέτοιων χρηματικών ποινών.
Όπως σχολίασε το ΚΕΕ «αποτελεί ένα “κορωνοσήλειο”, ανοίγοντας πολύ επικίνδυνους
δρόμους για την καθιέρωση αντίστοιχων χαρατσιών και για άλλες παθήσεις με
προκάλυμμα την ευθύνη των ασθενών, στο πλαίσιο του εμπορευματοποιημένου
συστήματος υγείας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου