Ένας πρωθυπουργός, ο Κ.
Μητσοτάκης, που στο διάστημα της θητείας
του το σύνολο συστημικών Μέσων Ενημέρωσης δεν έπαψε να κολακεύει μ΄ έναν
απροκάλυπτο τρόπο, εκνευρίζεται γιατί
ξένη δημοσιογράφος τον ρωτά για τις επαναπροωθήσεις μεταναστών στο Αιγαίο,
θεωρώντας προσβλητική προς αυτόν και τη χώρα την ερώτηση και οργισμένος υπερασπίζεται την πολιτική του.
Ένας υπουργός
Επικρατείας, ο Α. Σκέρτσος, εν μέσω έξαρσης επιδημίας, θρασύτατα δηλώνει πως «δεν
υπάρχει και λόγος να δημιουργήσουμε ένα πολυτελές σύστημα υγείας, το οποίο μετά
την πάροδο της πανδημίας θα εκλείψει ο λόγος να έχουμε πάρα πολλές ΜΕΘ».
Ένας
υπουργός Υγείας, ο Θ. Πλεύρης, παραδέχεται ασυστόλως όχι μόνο πως «Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν κλίνες ΜΕΘ αλλά το
προσωπικό που απαιτείται εκεί» αλλά και ότι «Τα μέτρα επιτάξεων (του ιδιωτικού
τομέα) δεν είναι αρεστά, αλλά τα κίνητρα συμπεριλαμβάνουν υπερδιπλάσια χρήματα».
Ένας
καθηγητής πνευμονολογίας, ο Θ. Βασιλακόπουλος, αποκαλύπτει ανερυθριάστως πως στο
νοσοκομείο Λαϊκό οι 5 κλίνες ΜΕΘ που εκτάκτως δημιουργήθηκαν την προηγούμενη Άνοιξη
δεν πληρούσαν τις απαραίτητες προδιαγραφές και γι’ αυτό είχαν μέτρια αποτελέσματα
στα ποσοστά θνητότητας, καταλήγοντας «Δεν είναι
δυνατόν να ανοίξουν 5.000 ΜΕΘ
επειδή ο κόσμος δεν εμβολιάζεται.
Ένας
πρωθυπουργός που δεν απαντά επί της ουσίας θεωρώντας προσβλητική την κριτική στις
πολιτικές του αποφάσεις, υπουργοί που δεν διστάζουν να εκφράσουν την αδιαφορία τους
για την υγεία των πολιτών και γιατροί που δεν υπερασπίζονται την επιστήμη τους υποκύπτοντας
σε πολιτικές σκοπιμότητες αντανακλούν την αποσαθρωμένη αστική μας δημοκρατία.
Είκοσι
μήνες τώρα ταλανιζόμαστε με την επιδημία και τα πειράματα στην αντιμετώπισή της,
που περιλάμβαναν εκτός από την κυβέρνηση
και συγκεκριμένους ενδιαφερόμενους φορείς στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, όπως
την εθνική επιστημονική κοινότητα, μέσω των διαφόρων, αρκετά απροσδιόριστων, επιτροπών. Καθώς όμως αυτές οι μορφές διακυβέρνησης δεν
εξελίσσονται ομαλά, αμφισβητούμενες από τη συνεχή αντινομία μεταξύ της κανονικότητας
και εξαίρεσης, αλλάζουν συνεχώς έχοντας να αντιμετωπίσουμε τα όρια του υπολειτουργούντος
συστήματος υγείας. Έτσι ενώ μέχρι πριν από λίγους μήνες η κυβέρνηση υποστήριζε
πως οι αποφάσεις της για την αντιμετώπιση της πανδημίας λαμβάνονταν με βάση τις
εισηγήσεις της αρμόδιας επιτροπής λοιμωξιολόγων, σύμφωνα με δήλωση του υπουργού
Εσωτερικών Μ. Βορίδη η επιτροπή διατηρεί έναν συμβουλευτικό ρόλο και σε
περίπτωση που προτείνει lockdownδεν θα εισακουστεί.
Από την αρχή της επιδημίας στη χώρα μας δεν υποστηρίχτηκε στην πολιτική υγείας που ακολουθήθηκε μια σαφής
γραμμή μεταξύ των επιστημονικών ευρημάτων και των μέτρων πολιτικής. Κι έτσι
επήλθε μια σύγχυση για τον ρόλο των επιστημόνων και φάνηκε πως οι επιστήμονες δεν παραμένουν απομονωμένοι από
την πολιτική πίεση, διατηρώντας την ακεραιότητα της επιστημονικής διαδικασίας. Μ’
αυτόν τον τρόπο όμως και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, μπορούσαν να θέτουν,
αναλόγως πολιτικών επιδιώξεων, την ευθύνη για τις αποφάσεις τους στην
επιστήμη, αντί να παραμένουν άμεσα
υπόλογοι στους ψηφοφόρους που τους εξέλεξαν.
Εξάλλου
η επιστήμη και η πολιτική επωφελούνται από την αντίληψη ότι η επιστήμη είναι
αντικειμενική και ξεχωριστή, αφού το κύρος της μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
πολιτικούς σκοπούς. Γιατί στην
πραγματικότητα η πολιτική είναι βαθιά ριζωμένη στον εργασιακό βίο των
επιστημόνων. Είτε μέσω χρηματοδότησης είτε μέσω επιστημονικών λόμπι είτε
προσωπικής προκατάληψης, η πολιτική μπορεί να διαμορφώσει το παιχνίδι με
μυριάδες τρόπους, επηρεάζοντας την κατεύθυνση και την ποιότητα της έρευνας, όπως
και τη συμπεριφορά των ίδιων των επιστημόνων. Σε ένα όμως όλο και πιο διχαστικό πολιτικό τοπίο, όπου η
πολιτική τίθεται απροκάλυπτα στην υπηρεσία των επιχειρηματικών συμφερόντων, όταν
η επιστήμη φαίνεται να αποτελεί μέρος αυτής
της πολιτικής υπάρχει κίνδυνος να
υπονομεύσει τις αξίες της.
Η πανδημία της COVID-19, ίσως όπως κανένα άλλο
σημαντικό γεγονός στην πρόσφατη ιστορική
μας μνήμη, αποκάλυψε τις συνέργειες και εντάσεις μεταξύ επιστήμης και
πολιτικής. Στην αρχή της πανδημίας, οι κυβερνήσεις απευθύνθηκαν στους
επιστήμονες για τα δεδομένα, τις γνώσεις και την τεχνολογία που είναι
απαραίτητα για την καταπολέμηση του νέου ιού. Η επιστήμη ερευνούσε αυξάνοντας
συν τω χρόνω τις γνώσεις για την ταχέως εξελισσόμενη πανδημία. Ωστόσο, οι
κυβερνήσεις βασίστηκαν σε διάφορες επιστημονικές συμβουλές, πολλές προσαρμόζοντάς
τες μάλιστα στις πολιτικές σκοπιμότητες. Συνεπώς, οι πολίτες μπορεί να έχουν ακούσει διαφορετικά μηνύματα
από επιστήμονες και από υπεύθυνους χάραξης της πολιτικής, με αποτέλεσμα οι αντιφάσεις να υπονομεύουν την
εμπιστοσύνη προς την επιστήμη. Κι ίσως είναι και μια αιτία αυτή για την
αμφισβήτηση των εμβολίων και για τον φαύλο κύκλο αντιμετώπισης της επιδημίας όπου
έχουμε πέσει.
Εν τω μεταξύ σε όλες τις πόλεις
της Ελλάδας, και ιδιαίτερα της Βόρειας, οι μάχιμοι γιατροί των νοσοκομείων
μιλούν για κατάρρευση του συστήματος υγείας, με την κυβέρνηση να ενδιαφέρεται
για άλλη μια φορά μόνο για την επικοινωνιακή πολιτική, χρησιμοποιώντας τη διαίρεση του πληθυσμού σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους ως άλλοθι
για κάθε αποτυχημένη πολιτική της στο τομέα της αντιμετώπισης της επιδημίας,
που αποδίδεται στην ατομική ευθύνη. Από κοντά, συνεχίζεται η προβολή από τα ΜΜΕ
ανόητων θεωριών συνωμοσίας, που μοιάζει να προωθούνται για να κρύψουν τις αποτυχίες
της κυβέρνησης και να της δώσουν την ευκαιρία να κατηγορήσει τους πάντες εκτός
από την ίδια. Και βέβαια η αδιαφορία για ενίσχυση ενός ήδη αδύναμου συστήματος
υγείας είναι ίδια από την αρχή της επιδημίας, ενώ η ένταση της καταστολής
παραμένει μόνιμη, σε σημείο που ένα υγειονομικό ζήτημα να μετατρέπεται σε αστυνομικό. Και η κυβέρνηση
μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον φόβου, ανασφάλειας και κούρασης νομοθετεί την
εξαθλίωση και τον περιορισμό των ελευθεριών και δικαιωμάτων. Όπως τελευταία με
την αλλαγή του άρθρου στον Ποινικό Κώδικα για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων που περιορίζει
την ελεύθερη έκφραση γνώμης.
Είναι λοιπόν υπερβολική η
υποψία πως η κυρίαρχη εξουσία αν δεν φοβόταν τις αντιδράσεις μας θα αδιαφορούσε
ακόμα κι αν πεθαίναμε κατά χιλιάδες, μέχρι το σημείο που δεν θα επηρέαζε αυτό
την κερδοφορία του κεφαλαίου, γι’ αυτό και νομοθετεί τον περιορισμό τους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου