Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ

 

Η δημοσιοποίηση λίστας, ως απόδειξη του κινδύνου από  την αύξηση προσφύγων και μεταναστών στη χώρα, με ονόματα παιδιών τα οποία στην πλειοψηφία τους έχουν ξενικά επίθετα, σε νηπιαγωγείο της Αθήνας και η αναδημοσίευση της από τον βουλευτή  της Ν. Δημοκρατίας Κ. Μπογδάνο ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, με τον ίδιο να αναγκάζεται σε  αναδίπλωση κάνοντας λόγο για «λάθος που διορθώθηκε». Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, με προεξάρχουσα του ΚΚΕ που  υπογραμμίζει πως «εξελισσεται σε κατ’  επάγγελμα  και κατά συρροή χαφιέ» και τονίζει την πολιτική ευθύνη της Ν.Δ για «το ποιόν του βουλευτή της», ανάγκασαν τη Ν.Δ να πάρει θέση δια του κυβερνητικού εκπροσώπου. Ο Γ. Οικονόμου υπερασπίστηκε την πολιτική της κυβέρνησης που διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, κάνοντας βέβαια δεκτή τη συγγνώμη του βουλευτή και  διαβεβαιώνοντας πως «ανάλογα λάθη στο μέλλον δεν θα γίνονται δεκτά». Και για αντιπερισπασμό  δυο μέρες μετά ορίζεται και η  τελετή  ορκωμοσίας της μητέρας και του μικρού αδελφού του Γιάννη Αντετοκούνμπο  στην τιμητική πολιτογράφησή τους,  με παρόντα τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη.
          Χρόνια τώρα ο κυρίαρχος λόγος της εξουσίας επιμένει στο σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα που δεν αναγνωρίζουν διακρίσεις καταγωγής ή φυλής, ενώ η κυρίαρχη πολιτική της με δαιδαλώδεις διαδρομές ή πληρεξουσίους της τα καταπατά καλλιεργώντας το ρατσισμό και τον αποκλεισμό σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων. Κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια της μετριοπάθειας και του σεβασμού στη διαφορετικότητα με το λόγο και την πράξη της κυρίαρχης εξουσίας τροφοδοτείται ο φόβος και η δυσαρέσκεια που κατευθύνεται  ενάντια στον ξένο. Η μετανάστευση χρησιμοποιείται ως η αιτία που τροφοδοτεί  τις ανησυχίες για την ασφάλεια, την ταυτότητα και την ευημερία. 
       Η οικονομική κρίση και η πανδημία με τις εξουθενωτικές οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες, έχουν ενισχύσει τις παλιές ανασφάλειες και έχουν προσθέσει νέους φόβους για έκρηξη μ’ ένα  ευμετάβλητο μίγμα δυσαρέσκειας και οργής. Σε αυτό το πλαίσιο της αποσάθρωσης όλων των βεβαιοτήτων για μια ασφαλή ζωή, τα εθνικιστικά, ακροδεξιά κόμματα εμφανίζονται  θεματοφύλακες της καθαρότητας του έθνους που εξασφαλίζει την επιδιωκόμενη αξιοπρεπή ζωή. Όλη αυτή την τελευταία δεκαετία η άποψη για τους μετανάστες ή μουσουλμάνους ως απειλές για την ύπαρξη, την ταυτότητα και την υλική ασφάλεια των δυτικών κοινωνιών στο σύνολό τους έχει πια μεταφερθεί από το περιθώριο στην κυρίαρχη πολιτική συζήτηση. Ο περιβόητος πλουραλισμός ή πολυπολιτισμικότητα που για χρόνια προπαγανδιζόταν σαν κατάκτηση των αστικών δημοκρατιών,  έγινε φανερό πως αφορούσε περισσότερο, αν όχι μόνο, τα δυτικά κράτη ή μεμονωμένες περιπτώσεις εξαιρετικού ταλέντου που οδηγεί στην επιτυχία και τον πλούτο και αποδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα του προωθούμενου ρατσισμού. Και τελικά, η υποτιθέμενη πολιτιστική και ηθική ασυμβατότητα μεταξύ ορισμένων μεταναστευτικών κοινοτήτων και της «δύσης» έχει παύσει να αποτελεί ζήτημα των δεξιών εξτρεμιστών  και ο βαθμός που έχει πλέον γίνει αποδεκτή στην γενική αντίληψη μοιάζει να αυξάνεται ολοένα.
       Δεν είναι λοιπόν μια μεμονωμένη περίπτωση ο Κ. Μπογδάνος.  Φαινομενικά μοιάζει η αστυνομική βία, ο αντικομμουνισμός, ο ρατσισμός, που κάθε φορά χρεώνονται σε μεμονωμένους ανθρώπους, να μην είναι ούτε τόσο αυθόρμητα ούτε τόσο τυχαία. Μοιάζουν υπολογισμένα να βάζουν το λιθαράκι τους στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος όπου να γίνονται αποδεκτά, εντασσόμενα στην καθημερινότητα της ζωής μας. Και καθώς αυτά είναι χαρακτηριστικά του φασισμού δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αστικές μας κυβερνήσεις παρόλο που ισχυρίζονται πως διατηρούν τις φασιστικές κινήσεις σε απόσταση αντιπάλων, συγχρόνως όμως τις ανέχονται μέχρις ότου απαιτηθούν ακραία μέτρα και επιστρατευθεί η εφεδρεία των φασιστών.  
          Η ανάδυση  τέτοιου είδους φασιστικής δημαγωγίας είναι  στην πραγματικότητα το προϊόν ενός καπιταλιστικού συστήματος που δεν κατορθώνει να προσφέρει στους πολίτες του μια αποτελεσματική απάντηση στην όξυνση των αντιφάσεων. Αναμειγνύοντας στοιχεία από δεξιά και αριστερά και μ’ εκμετάλλευση επαναστατικών αλλά και αυταρχικών παραδόσεων δημιουργούνται πειστικά πλαστά ιδεολογικά υβρίδια που με επίκεντρο την τρομοκρατία, την ισλαμοφοβία, την φτωχοποίηση, την εθνική απειλή κλπ. παρασέρνουν εκείνες τις μάζες των ανθρώπων που με θολό όραμα τη βελτίωση της ζωής τους δικαιολογούν τις μικρές πράξεις δειλίας σε μια προσπάθεια μεταμόρφωσης της νοοτροπίας ενός ολόκληρου πληθυσμού, έτσι ώστε ακόμα και η ηθική του στάση να αντιστραφεί με τρόπο που να θεωρηθούν μικροπρεπείς και χυδαίες πράξεις θαρραλέες και αξιόλογες.  
       Όμως είναι ελπιδοφόρο το μέγεθος των αντιδράσεων για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ένδειξη πως το πολιτικό θάρρος είναι διαθέσιμο στις μεγάλες μάζες που δεν υποτάσσονται σ’ αυτούς οι οποίοι με την αφανή βοήθεια της κρατικής εξουσίας δεν γνωρίζουν κανένα όριο στην προθυμία τους να ασκήσουν βία.  
         Και καθώς η  χρήση των λέξεων φασισμός και φασίστας είναι τόσο δημοφιλής, η κατάχρηση  τους τις έχει  αποδεσμεύσει από το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και το πολιτικοκοινωνικό τους περιβάλλον, έχει θολώσει τη σημασία τους, τις αξίες που προωθούνται και τις ενέργειες που επιβάλλονται. Ο φασισμός δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο ούτε κοινωνιολογικό προϊόν. Δεν είναι  μια μορφή ολοκληρωτισμού που δίνει την ευκαιρία στους προπαγανδιστές του καπιταλισμού να εξισώνουν τον φασισμό με τον κομμουνισμό. Εμφανίζεται όταν ενόψει της σκληρής ταξικής σύγκρουσης το κεφάλαιο δεν μπορεί πλέον να αντιδράσει και να υποστηρίξει τα συμφέροντά του με τους παλιούς τρόπους της αστικής δημοκρατίας. Το κοινό νήμα των φασισμών   του 20ου αιώνα με την άνοδό τους, την ανάπτυξή τους, την ανάληψη της εξουσίας ήταν η σχετική απειλή της αντίδρασης της εργατικής τάξης, κυρίως με τη μορφή επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος. Γι’ αυτό και η υστερία του αντικομμουνισμού δεν είναι τυχαία.
         Κι αν ξενοφοβικά και αντιδημοκρατικά κόμματα μπορούν να ισχυρίζονται πως δεν είναι φασιστικά, σίγουρα όμως προετοιμάζουν το περιβάλλον για να αναπτυχθεί ο φασισμός. Και μοιάζει στις μέρες μας τα αστικά κόμματα κι εδώ και στην Ευρώπη ενώ αρνούνται το φασισμό, όμως  με ποικίλες δράσεις τους να επωάζουν τις συνθήκες για την αποδοχή του σε περίπτωση ανάγκης. Κι αν διαλύθηκε η Χρυσή Αυγή οι φασιστικές της πρακτικές ενσωματώνονται σιγά -σιγά στην αστική διακυβέρνηση, επειδή ο φασισμός είναι ένα είδος ομάδας κρούσης της άρχουσας τάξης. 
      Σε μια περίοδο εντατικοποίησης της κρίσης για το κεφάλαιο και αυξανόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών εντάσεων, ακόμα κι αν η δυνητική απειλή από την εργατική τάξη δεν φαίνεται να οδηγεί σε μια επικείμενη σύγκρουση, η άρχουσα τάξη επαγρυπνεί και προετοιμάζεται γι’ αυτή.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ εύστοχη προσέγγιση